Τί εἶναι ἡ νόσος τοῦ Ménière;

Facebooktwitterpinterest

Ἡ νόσος τοῦ Ménière εἶναι μία κατάστασι ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἔσω οὖς (λαβύρινθος). Εἶναι κατάσταση μὲ γενικῶς προοδευτικὸ χαρακτῆρα, ἰδίως ἂν ἀφεθῇ χωρὶς ἀντιμετώπιση, καὶ παρουσιάζει ἐξάρσεις (οἱ περισσότεροι τὶς λένε “κρίσεις”) καὶ ὑφέσεις (μεσοδιαστήματα ἡρεμίας. Οἱ ἐξάρσεις σηματοδοτοῦνται ἀπὸ βαρηκοΐα, ἴλιγγο, ἐμβοή (βουϊτό) καὶ αἴσθημα πληρότητος (μπούκωμα) στὸ αὐτὶ ποὺ πάσχει.
Ἡ ἔκφρασι “νόσος τοῦ Ménière” εἶναι ἕνας καθαρῶς κλινικὸς ὅρος. Συχνὰ συναντοῦμε καὶ τὴν ἔκφρασι “σύνδρομο τοῦ Ménière”. Ἡ πρώτη ἔκφραση σημαίνει ὅτι ἡ νοσηρὴ κατάσταση εἶναι πρωτοπαθής, δηλαδὴ γεννᾶται ἀπὸ μόνη της, ἐνῷ ἡ δεύτερη, ὅτι εἶναι δευτεροπαθής, δηλαδὴ ἀκολουθεῖ ὡς συνέπεια κάποιων ἄλλων βλαπτογόνων καταστάσεων.
Ποιά εἶναι τὰ αἴτια τῆς νόσου τοῦ Ménière;
Τὰ αἴτια δὲν εἶναι ἐπακριβῶς γνωστά, ὑπάρχει ὅμως καθημερινὴ πρόοδος στὸ θέμα αὐτό. Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γνωρίζουμε εἶναι τὰ ἑξῆς:

* Μπορεῖ νὰ παρουσιάζει οἰκογενῆ προδιάθεση.

* Ἀσθενεῖς μὲ αὐτοάνοσα νοσήματα ἢ προδιάθεση, ἔχουν προδιάθεση καί στὴ νόσο. Μερικὰ ἰογενῆ νοσήματα, πολλὰ ἀπὸ αὐτά ἀσήμαντα, μπορεῖ νὰ πυροδοτήσουν τὴ νόσο, μὲ αὐτοάνοσο μηχανισμό.
* Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς ἔχει φανῆ ὅτι ὀφελοῦνται ἀπὸ ἀντιαλλεργικὰ φάρμακα· ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου ἔχει ὑποτεθῆ ἡ συμμετοχὴ ἀλλεργικοῦ μηχανισμοῦ στὴν παθοφυσιολογία τῆς νόσου.

* Μπορεῖ νὰ σχετίζεται μὲ ὠτικὲς καὶ ἄλλες χρόνιες λοιμώξεις, κρανιοεγκεφαλικούς, ἀλλὰ καὶ ἀκουστικοὺς τραυματισμοὺς.

* Σὲ ἐπίπεδο παθοφυσιολογίας ἀντιστοιχεῖ σὲ διάταση τοῦ ὑμενώδους λαβυρίνθου ἀπὸ ἄθροισι ὑγροῦ (ἔσω λέμφου)· ἡ κατάστασι περιγράφεται μὲ τὸν ὅρο “ἐνδολεμφικὸς ὕδρωψ” ἢ “ὕδρωψ τῆς ἔσω λέμφου”.
* ΗΛΕΚΤΡΟΧΗΜΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΚΟΧΛΙΑ-ΚΛΙΚ.
Σὲ περιπτώσεις ἀκραίας διατάσεως τοῦ λαβυρίνθου ἐπέρχεται ρῆξις τῶν μεμβρανῶν, καὶ ἀνάμειξις τῆς ἔσω μὲ τὴν ἔξω λέμφο, καὶ φυσικὰ διαταραχὴ τῆς ἰοντικῆς (ἄρα καὶ ἠλεκτροχημικῆς) ἰσορροπίας στὰ ὑγρὰ τοῦ λαβυρίνθου.
* Ἡ ψυχικὴ ἔντασι (στρές) χειροτερεύει τὰ συμπτώματα, ἀλλὰ καὶ ἀποτελεῖ πυροδοτικὸ μηχανισμὸ γιὰ τὴν ἔκλυσή τους.

Ὁ ἐνδολεμφικὸς ὕδρωψ ἀποτελεῖ κοινό, μή εἰδικὸ τρόπο ἀντιδράσεως τοῦ λαβυρίνθου σὲ διάφορα βλαπτικὰ ἐρεθίσματα. Ὅταν τὸ αἴτιο ποὺ τὸν προκαλεῖ εἶναι γνωστό (δευτεροπαθὴς ὕδρωψ), τότε μιλοῦμε γιὰ σύνδρομο Menière· ὅταν δὲν εἶναι γνωστό (πρωτοπαθὴς ὕδρωψ), τότε μιλοῦμε γιὰ νόσο Menière. Μέσα στὰ τελευταῖα 20 χρόνια ἡ διάκρισι μεταξὺ τῶν δύο ἔχει ἀσαφοποιηθῆ ἀρκετά, γιὰ 2 λόγους:

1. Διότι προσδιωρίσθηκε ὡς αἴτιο τῆς νόσου Menière ἡ πολυπαραγοντικὴ κληρονομικότης, συνεπῶς ἔπαψε νὰ εἶναι πρωτοπαθὴς νόσος μὲ τὴν αὐστηρὴ ἔννοια.

2. Διότι στὶς δευτεροπαθεῖς καταστάσεις, ἐπὶ πλέον τοῦ σαφοῦς αἰτίου, διακρίνεται πλέον καὶ ἡ κληρονομικὴ προδιάθεσις, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο.

Δύο κοχλίες ἀπὸ ἰνδικὸ χοιρίδιο. Ἀριστερὰ χωρὶς ὕδρωπα, δεξιὰ μὲ ὕδρωπα. Στὸν ὑδρωπικὸ κοχλία διακρίνεται ἡ μεμβράνη τοῦ Reissner διατεταμένη.
Alec N. Salt, Ph.D., Cochlear Fluids Research Lab., W. U., St. Louis ΜΟ

Μὲ τὸ ὅρο “πολυπαραγοντικὴ κληρονομικότης” ἐννοεῖται σύνολο ἀνατομικῶν καὶ βιοχημικῶν χαρακτηριστικῶν, τὰ ὁποῖα εἶναι κληρονομήσιμα μὲ τρόπο ἀνεξάρτητο, τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἔτσι μπορεῖ κάποιος νὰ ἔχῃ ἕνα, κανένα ἢ πολλὰ τέτοια χαρακτηριστικά, καὶ ὅσο περισσότερα ἔχῃ, τόσο πιθανότερο εἶναι νὰ ἐκδηλώσῃ τὴ νόσο. Ἀποτελεῖ παλαιὰ κλινικὴ παρατήρησι, ἡ ὁποῖα στηρίχθηκε ἀργότερα καὶ σὲ βιοχημικὰ δεδομένα, ὅτι ἡ νόσος ἢ τὸ σύνδρομο χρειάζεται γιὰ νὰ ἐκδηλωθῇ καὶ ἕνα πυροδοτικὸ μηχανισμό, μία σκανδάλη: Τὸν ρόλο αὐτὸν παίζει τὸ ψυχικὸ stress, μέσῳ τοὐλάχιστον ἑνὸς μηχανισμοῦ (κατεχολαμίνες > παραγωγὴ προσταγλανδίνης Ε2 > αὔξηση παραγωγῆς ἔσω λέμφου).

Τί συμπτώματα ἔχει ἡ νόσος τοῦ Ménière;

Πρόκειται γιὰ τὴν κλασσικὴ τετράδα συμπτωμάτων, ἡ ὁποία θέτει μὲ εὐκολία καὶ τὴν διάγνωση, στὶς τυπικὲς τοὐλάχιστον περιπτώσεις:

* Βαρηκοΐα μὲ διακυμάνσεις, τοὐλάχιστον στὰ ἀρχικὰ στάδια τῆς νόσου.
* Ἐμβοή, κυρίως χαμηλόσυχνη, χωρὶς νὰ ἀποκλείονται καὶ ἐμβοὲς ἄλλης ἀπηχήσεως.
* Ἴλιγγος, συνοδευόμενος ἀπὸ ναυτία καὶ ἐμέτους, ἀκόμη καὶ ἀπὸ διάρροιες μερικὲς φορές.
* Αἴσθημα πληρότητος (μπούκωμα) στὸ αὐτί.

Τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς βαρηκοΐας εἶναι ὅτι ἀρχικῶς προσβάλλονται οἱ χαμηλὲς συχνότητες, ἐνῷ ἀργότερα προσβάλλονται καὶ οἱ ὑψηλές, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἐμφάνισι τῆς τυπικῆς ἀκοομετρικῆς κορυφῆς στὰ 2 kHz, ἡ ὁποία εἶναι σχεδὸν παθογνωμονικὴ τῆς νόσου τοῦ Menière. Στὰ ὄψιμα στάδια ἡ βαρηκοΐα ἔχει πλέον καταστῆ ἐπίπεδος, καὶ οἱ διακυμάνσεις τῆς ἀκοῆς, ἂν ὑπάρχουν, εἶναι μικρές. Μετά τὶς λίγες ἀρχικὲς προσβολὲς ἡ διακύμανσι τῆς βαρηκοΐας εἶναι πτωτική, δηλαδὴ κάθε φορὰ ἐπανέρχεται ἡ ἀκοή, σὲ χαμηλότερο ὅμως ἐπίπεδο. Μερικὲς φορὲς ἐμφανίζεται καὶ μιὰ ὑπερευαισθησία στὸν ἦχο, ποὺ συνιστᾷ τὸ ἐνδιαφέρον φαινόμενο τῆς ὑπερακουσίας. Ἐνίοτε ἡ ὑπερακουσία προηγεῖται ὅλων τῶν ἄλλων ἐκδηλώσεων, καὶ σηματοδοτεῖ χειρότερη προόγνωσι. Παραλλαγὴ τῆς ὑπερακουσίας εἶναι τὸ πολὺ συχνὸ φαινόμενο τῆς ἀκουστικῆς ἐξισώσεως καὶ ὑπερεξισώσεως, κατὰ τὸ ὁποῖο ἡ ἀντίληψις τῆς ἐντάσεως τοῦ ἤχου (loudness) στὸ βαρήκοο αὐτί, ὡς συνάρτησις τοῦ ἐπιπέδου τῆς φυσικῆς ἐντάσεως τοῦ ἤχου (intensity), ἐξελίσσεται ἰσχυρότερα ἀπ’ ὅτι στὸ ὑγιές, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἀρχικὴ διαφορὰ ἀκουστότητος νὰ ἐξαλείφεται (ἐξίσωσις) ἢ καὶ νὰ ὑπερκαλύπτεται (ὑπερεξίσωσις), μετὰ ἀπὸ κάποιο ἐπίπεδο ἐντάσεως.

Ἡ ἐμβοὴ στὶς ἀρχὲς ἀκολουθεῖ τὶς ἐξάρσεις τῆς νόσου, ἀργότερα ὅμως παραμένει καὶ στὰ μεσοδιαστήματα. Στὴ χώρα μας πολὺ σπάνια ἔχομε ἀσθενεῖς μὲ ἀκραία ἐνόχλησι ἀπὸ τὶς ἐμβοές. Αὐτὸ ἔρχεται σὲ ἀντίθεσι μὲ τὶς παρατηρήσεις μας στὶς ΗΠΑ, ὅπου σημειώνονται ἀκόμη καὶ αὐτοκτονίες, ὑποτίθεται λόγῳ τῶν ἐμβοῶν. Ἡ μεγάλη αὐτὴ διαφορὰ ὀφείλεται κατὰ τὴν ἄποψί μας σὲ διαφορὰ τοῦ ψυχισμοῦ τῶν δύο λαῶν, καὶ ὄχι στὴ νόσο.

Ὁ ἴλιγγος ἔχει συνηθέστατα περιστροφικὸ χαρακτῆρα, καὶ ἐπιδεινώνεται μὲ κάθε κίνησι. Ἡ διάρκειά του εἶναι λεπτῶν ἕως ὡρῶν, ἀλλὰ μετὰ τὸ πέρας του παραμένει αἴσθημα κακουχίας, ἐξαντλήσεως καὶ δυσανεξίας κινήσεων. Συνοδεύεται ἀπὸ τὸ αὐτονομικὸ σύνδρομο (ναυτία, ἔμετοι, διάρροιες). Ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνύπαρξι προέρχεται καὶ ἡ λαϊκὴ παρερμηνεία ποὺ λέγεται “στομαχικὸς ἴλιγγος”. Συνοδεύεται ἐπίσης ἀπὸ αἰθουσαία ἀταξία, δηλαδὴ ἀπὸ ἕνα σύνδρομο διαταράξεως τῶν ὀρθοστατικῶν ἀντανακλαστικῶν. Στὰ πλαίσια τῆς νόσου τοῦ Ménière παρατηρεῖται ἐνίοτε καὶ ἴλιγγος θέσεως ἢ ἀλλαγῆς θέσεως. Μπορεῖ ἐπίσης σπανιότερα νὰ παρατηρηθοῦν καὶ κρίσεις μὲ αἰφνιδία πτῶσι στὸ ἔδαφος (drop attacks of Tumarkin), οἱ ὁποῖες ἀποδίδονται σὲ αἰφνιδία κατάργησι τῶν ὀρθοστατικῶν ἀντανακλαστικῶν συνεπείᾳ αἰφνιδίας λαβυρινθικῆς διαταραχῆς.

Τὸ ἐνδιαφέρον φαινόμενο Tullio: Ἴλιγγος ἢ αἴσθησι πλαγιωθήσεως, ποὺ προκαλεῖται ὅταν δοθῇ ἔντονος ἦχος στὸ πάσχον αὐτί. Ἀποδίδεται βασίμως σὲ μηχανικὴ ἐνόχλησι τοῦ ὑδρωπικῶς διατεταμένου σφαιρικοῦ κυστιδίου τῆς αἰθούσης ἀπὸ τὴν κίνησι τῆς βάσεως τοῦ ἀναβολέως.

Τὸ αἴσθημα πληρότητος εἶναι πολὺ χαρακτηριστικό, πολὺ σύνηθες, ἀλλὰ καὶ πολὺ χρήσιμο σύμπτωμα. Ὅταν τὸ αἰσθάνεται ὁ πάσχων, γνωρίζει ὅτι ἡ νόσος του ἔχει ἐνεργοποιηθῆ, καὶ μπορεῖ νὰ λάβῃ τὰ μέτρα του, πχ νὰ μήν ὁδηγήσῃ, νὰ μήν ἀνεβαίνῃ σὲ σκαλωσιές κλπ, νὰ πάρῃ τὰ φάρμακά του.

Μία τυπικὴ κρίσις προαναγγέλεται μὲ μπούκωμα καὶ ἀκολουθεῖ περιστροφικὸς ἴλιγγος, ναυτία, ἔμετοι καὶ πτῶσι τῆς ἀκοῆς. Συνυπάρχει ἐφίδρωσι καὶ ὑπότασι, ὡς μέρος τοῦ αὐτονομικοῦ συνδρόμου. Λόγῳ ὅμως τοῦ ἐντόνου ἄγχους μπορεῖ κανεὶς νὰ παρατηρήσῃ καὶ ταχυκαρδία μὲ προκαρδίους παλμούς καὶ ὑπέρτασι. Μετὰ ἀπὸ μερικὰ λεπτὰ ἕως καὶ ὧρες ἡ κρίσι ὑφίεται καὶ σταδιακῶς ἡ κατάστασι ὁμαλοποιεῖται.

Τὰ μεσοδιαστήματα διαρκοῦν ἀπὸ λίγες μέρες ἕως καὶ περισσότερο ἀπὸ 10 χρόνια. Συνεχὴς ἴλιγγος χωρὶς ἐλεύθερα μεσοδιαστήματα δὲν ὀφείλεται κατὰ πᾶσα πιθανότητα σὲ νόσο τοῦ Menière. Αὐτὸ κάνει τὴ νόσο γενικῶς ἀπρόβλεπτη, ὅμως ὁ κάθε ἀσθενὴς τείνει νὰ ἀκολουθῇ κάποιο δικό του ρυθμό. Πυροδότησι κρίσεων γίνεται κυρίως σὲ περιόδους ηὐξημένου στρές.

Ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄτυπες περιπτώσεις: Πολλὲς περιπτώσεις μὲ ἐνδολεμφικὸ ὕδρωπα, οἱ ὁποῖες δὲν μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν Menière, διότι δὲν παρουσιάζουν πλήρη τὴν διαγνωστικὴ τετράδα τῶν συμπτωμάτων. Παλαιότερα αὐτὲς οἱ περιπτώσεις ὠνομάζοντο μὲ ἄλλα ὀνόματα, πχ σύνδρομο Lermoyer. Στὴν πορεία ὅμως ἀποδεικνυόταν ὅτι ἡ τετράδα συμπληρωνόταν καὶ γινόταν τυπικὸ Menière. Σήμερα τείνουμε νὰ χαρακτηρίζουμε τὶς περιπτώσεις αὐτὲς ὡς κοχλιακὸ ἢ αἰθουσαῖο σύνδρομο Menière, μέχρι νὰ ὁλοκληρωθῇ ἡ εἰκόνα. Τὸ αἰθουσαῖο σύνδρομο δημιουργεῖ τὰ περισσότερα διαγνωστικὰ προβλήματα.

Πῶς διαγιγνώσκεται ἡ νόσος τοῦ Ménière;

Ἡ νόσος τοῦ Menière εἶναι νόσος τῆς παραγωγικῆς ἡλικίας, δηλαδὴ 20-45. Ἕνας ἴλιγγος ποὺ πρωτοεμφανίζεται στὰ 70, δὲν εἶναι κατὰ πᾶσα πιθανότητα Menière. Ἡ διάγνωσι εἶναι ὅπως προαναφέρθηκε κλινική, ἐφ’ ὅσον τὰ συμπτώματα εἶναι τυπικά. Παρὰ ταῦτα θὰ χρειασθοῦν ὡρισμένες ἐξετάσεις γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴ διάγνωσι, γιὰ νὰ ἀποκλείσουν ἄλλες καταστάσεις ποὺ μοιάζουν καὶ γιὰ νὰ μετρήσουν τὶς ἐγκατεστημένες διαταραχές. Τὰ ἀποτελέσματα τῶν μετρήσεων παίζουν ρόλο καὶ γιὰ τὴν διαμόρφωσι ἑνὸς συγκεκριμένου θεραπευτικοῦ σχήματος, ποὺ νὰ ἀπευθύνεται στὶς ἀνάγκες τοῦ συγκεκριμένου ἀσθενοῦς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς εἰδικὲς ΩΡΛ ἐργαστηριακὲς ἐξετάσεις δὲν ἀποκλείεται νὰ χρειασθοῦν συμπληρωματικὰ καὶ αἱματολογικὲς ἢ ἀκτινολογικὲς ἐξετάσεις, ἢ ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἄλλες εἰδικότητες (πχ καρδιολόγο, ἐνδοκρινολόγο, νευρολόγο κλπ). Πρέπει νὰ τονισθῇ ὅτι γιὰ ὅλες τὶς περιπτώσεις ἰλίγγου κατάλληλος ἰατρὸς εἶναι ὁ Ὠτορινολαρυγγολόγος. Ἡ συνήθης πρακτικὴ στὴ χώρα μας εἶναι δυστυχῶς ἄλλη: Ὁ ἀσθενὴς φθάνει τελικὰ στὸν Ὠτορινολαρυγγολόγο μετὰ ἀπὸ μεγάλη ταλαιπωρία, καὶ ἔχοντας ὑποβληθῆ σὲ ὅλες τὶς ἀπίθανες ἐξετάσεις, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ πραγματικὰ χρειάζεται.

Πρέπει νὰ τονισθῇ ὅτι οἱ κλινικοὶ ὅροι “νόσος καὶ σύνδρομο Menière” καὶ ὁ παθολογοανατομικὸς ὅρος “ἐνδολεμφικὸς ὕδρωψ” δὲν ἀποτελοῦν τελικὲς διαγνώσεις. Ὕδρωψ ἀνευρίσκεται στὸ 9-15% τῶν κροταφικῶν ὀστῶν ποὺ μελετῶνται γενικῶς. Στὸ ποσοστὸ αὐτὸ συμπεριλαμβάνονται αὐτιὰ μὲ προηγηθεῖσα διάγνωσι Menière, αὐτιὰ μὲ ὠτοσκλήρυνσι (χειρουργημένα ἢ ὄχι), μὲ χρονία ὠτίτιδα (ἐνίοτε σιωπηρή), μὲ συγγενῆ καὶ ἐπίκτητη σύφιλι, μὲ ὀστικὴ νόσο τοῦ Paget, μὲ ἱστορικὸ αὐτοανόσου νοσήματος, μὲ ἀκουστικὸ νευρίνωμα κλπ, ἀκόμη καὶ μὲ συνύπαρξι πολλῶν νοσηρῶν καταστάσεων. Σ’ αὐτὰ τὰ πλαίσια κινοῦνται καὶ οἱ διαφοροδιαγνωστικὲς σκέψεις τοῦ γιατροῦ, ὅταν διαγιγνώσκει κάποιο ἀπὸ τὰ ὑδρωπικὰ σύνδρομα. Ἱστορικὸ τυπικῆς πρωτοπαθοῦς νόσου Menière, ὅπως περιγράφηκε ἤδη, ἀνευρίσκεται μόνο στὸ 1/3 τῶν ἀσθενῶν μὲ ἱστολογικῶς ἀποδεδειγμένο ὕδρωπα. Αὐτιὰ ποὺ παρουσίασαν ἐν ζωῇ τὴν τυπικὴ τετράδα Menière συσχετίζονται στενὰ μὲ τὴν παθολογοανατομικὴ εἰκόνα τοῦ ἀμφοτεροπλεύρου αἰθουσοκοχλιακοῦ ὕδρωπος, μὲ ἴχνη πολλαπλῶν ρήξεων τῆς μεμβράνης τοῦ Reissner. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς πρέπει οἱ ἀσθενεῖς μὲ ἐνδολεμφικὸ ὕδρωπα νὰ παρακολουθοῦνται συστηματικὰ ἐπὶ μακρόν, καὶ νὰ ὑποβάλλωνται σὲ περιοδικοὺς ἐλέγχους, μέχρι νὰ προκύψῃ “τελικὴ διάγνωσι”.

Πῶς ἀντιμετωπίζεται ἡ νόσος τοῦ Ménière;

Ἡ νόσος τοῦ Ménière δὲν εἶναι ἀκόμη σήμερα ἰάσιμη, εἶναι ὅμως ἀντιμετωπίσιμη σὲ πολὺ καλὸ ἐπίπεδο. Οἱ δυνατότητες θεραπευτικῆς παρεμβάσεως εἶναι κυρίως τρεῖς:

* Δίαιτα
* Φάρμακα
* Χειρουργική
* Ψυχολογικὴ ὑποστήριξι
* Φυσικοθεραπευτικὴ ἀποκατάστασι

Δίαιτα: Ἁλάτι καὶ καφφὲς ἔχουν δυσμενῆ ἐπίδρασι. Ἐπίσης κάποιοι ἀσθενεῖς ἔχουν δυσανεξία σὲ κάποια συγκεκριμένα τρόφιμα, καὶ πρέπει νὰ τὰ ἀποφεύγουν.

Φαρμακευτικὴ ἀγωγή: Κατὰ περίπτωσιν ὁ γιατρὸς μπορεῖ νὰ συστήσῃ διουρητικά, ὀσμωτικὰ ἀφυδατικά, ἀντιισταμινικά, ἀντιεμετικά, κεντρικῶς δρῶντα ἀντιχολινεργικά, ἐλάσσονα ἠρεμιστικά, ἀναστολεῖς τῶν διαύλων ἀσβεστίου, ἀγγειοδραστικά, κορτικοστεροειδῆ κλπ.

Χειρουργικὴ ἀγωγή: Ἔχουν προταθῆ διάφορες χειρουργικὲς προσεγγίσεις, οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐπιφυλλάσσονται γενικὰ σὲ βαρειὲς περιπτώσεις, ὅπου οἱ κρίσεις ἰλίγγου καθιστοῦν τὸν ἀσθενῆ μή λειτουργικό. Τὰ τελευταῖα χρόνια προστέθηκαν καὶ πολὺ μικρὲς ἐπεμβάσεις, ποὺ ἀπευθύνονται καὶ σὲ ἐλαφρὰ περιστατικά, οἱ ὁποῖες ἄλλαξαν δραστικὰ τὴν πρόγνωσι τῆς νόσου.

1. Λαβυρινθεκτομή: Εἶναι ἡ ὁλικὴ ἐξαίρεσις τοῦ ὑμενώδους λαβυρίνθου. Πρόκειται γιὰ ἀκρωτηριαστικὴ ἐπέμβασι, καὶ γι’ αὐτὸ προϋποτίθεται ὅτι δὲν ὑπάρχει χρήσιμη ἀκοὴ καὶ ὅτι δὲν συμβάλλει τὸ πασχον αὐτὶ ἀξιόλογα στὴν ἰσορροπία. Ἔχει τοὺς κινδύνους ὅλων τῶν μεγάλων ὠτοχειρουργικῶν ἐπεμβάσεων, ποὺ εἶναι ἀποδεκτοί. Εἶναι ἀκατάλληλη ἐπέμβσι γιὰ ἀσθενεῖς μὲ ἀμφοτερόπλευρη προσβολή, καὶ φυσικὰ ἀπαιτεῖται βέβαιη διάγνωσι τῆς πλευρᾶς ποὺ πάσχει. Τυχὸν παραμονὴ αἰθουσαίου ἐπιθηλίου μειώνει τὴν ἀποτελεσματικότητα. Ὁ ἀσθενὴς χρειάζεται μετεγχειρητικῶς περίοδο προσαρμογῆς καὶ εἰδικὴ φυσικοθεραπαυτικὴ ἀποκατάστασι.
2. Λαβυρινθοτομή: Εἶναι ὁμάδα ἐπεμβάσεων κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπιδιώκεται ἡ ἀνακουφιστικὴ ρῆξι τοῦ λαβυρίνθου μὲ διαφόρους τρόπους. Δὲν ἔχουν ἀποδώσει στὴν πρᾶξι καὶ ἔχουν περιπέσει σὲ ἀχρηστία.
3. Ἀποσυμπίεσι τοῦ ἐνδολεμφικοῦ σάκκου: Πρόκειται γιὰ τὴν συντηρητικότερη ἀπὸ τὶς μεγάλες ἐπεμβάσεις. Σχεδιάστηκε γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὶς περιπτώσεις στὶς ὁποῖες πάσχει ἡ ἀποχετευτικὴ λειτουργία τῆς ἔσω λέμφου, διὰ τοῦ ἐνδολεμφικοπῦ σάκκου. Πλεονέκτημα τῆς μεθόδου εἶναι ὅτι δὲν εἶναι ἀκρωτηριαστικὴ καὶ δὲν ἀποκλείει ἄλλες ἐπεμβάσεις, σὲ περίπτωσι ἀποτυχίας. Τὰ βραχυπρόθεσμα ἀποτελέσματα εἶναι καλὰ γιὰ τὸν ἴλιγγο, ἀρκετὰ καλὰ γιὰ τὴ βαρηκοΐα καὶ ὄχι καλὰ γιὰ τὶς ἐμβοές. Τὰ μακροπρόθεσμα ἀποτελέσματα δὲν εἶναι ἐνθαρυντικά. Ἔχουν προταθῆ καὶ διάφορες παροχετευτικὲς ἐπεμβάσεις γιὰ τὸν ἐνδολεμφικὸ σάκκο (E/L shunt operations). Ὁ σχεδιασμός τους εἶναι κατὰ τὴν ἄποψί μας ἐφαλμένος. Στὴ βιβλιογραφία ὑπάρχουν ἀλληλοσυγκρουόμενες ἀναφορὲς ὡς πρὸς τὴν ἀποτελεσματικότητα τῶν συντηρητικῶν ἐπεμβάσεων. Δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν ὅτι οἱ ἐπεμβάσεις αὐτὲς δροῦν ὡς placebo. Κατὰ τὴν ἐμπειρία μας δὲν ἔχουν ἀποδώσει.
4. Αἰθουσαία νευροτομή: Εἶναι ἡ ἐκλεκτικὴ διατομὴ τοῦ αἰθουσαίου νεύρου. Ἔχει τὶς ἴδιες προϋποθέσεις μὲ τὴ λαβυρινθεκτομή, ἐκτὸς τῆς βαρηκοΐας. Πρόκειται γιὰ μεγάλη νευροχειρουργικὴ ἐπέμβασι. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων πιθανῶν ἐπιπλοκῶν, ὑπάρχει πάντα καὶ ἡ πιθανότης κακώσεως στὸ κοχλιακὸ ἢ/καὶ τὸ προσωπικὸ νεῦρο.
5. Ἐπεμβάσεις γιὰ εἰσαγωγὴ φαρμάκων στὸ λαβύρινθο: Πρόκειται γιὰ πολὺ μικρὲς ἐπεμβάσεις. Δύο εἶναι τὰ φάρμακα ποὺ χρησιμοποιοῦνται σήμερα:

* Ἡ κορτιζόνη: Οἱ ἐγχύσεις κορτιζόνης ἔχουν ἀλλάξει τὰ τελευταῖα λίγα χρόνια δραστικὰ πρὸς τὸ καλλίτερο τὴν πορεία τῶν ἀσθενῶν μὲ νόσο Ménière. Ἡ ἰδιότης τῆς κορτιζόνης, νὰ σταθεροποιῇ τὶς μεμβράνες λόγῳ τῆς κεντρικῆς της δράσεως στὸ μεταβολισμὸ τοῦ ἀραχιδονικοῦ ὀξέος, φαίνεται νὰ εἶναι ἡ σημαντικότερη γιὰ τὴ νόσο τοῦ Ménière. Ὅμως καὶ ἡ ἀντιφλεγμονώδης ἰδιότης παίζει σημαντικὸ ρόλο, τοὐλάχιστον ἐκεῖ ὅπου ἐμπλέκεται ἀνοσολογικὸς μηχανισμός. Σχετικῶς προσφάτως ἐντοπίσθηκαν ὑποδοχεῖς γιὰ κορτικοστεροειδῆ στὸν λαβύρινθο, ὁπότε ἐνδέχεται νὰ ἀποδειχθῇ στὸ μέλλον καὶ ἀπ’ εὐθείας μηχανισμὸς ρυθμίσεως τῆς ὁμοιοστάσεως τῶν ὑγρῶν τοῦ λαβυρίνθου. Ἡ μέθοδος εἶναι ἀνώδυνη, ἁπλῆ, χαμηλοῦ κόστους καί, τὸ κυριότερο, στερεῖται ἀνεπιθυμήτων ἐνεργειῶν, ὅταν ἐφαρμόζεται ἀπὸ ὠτοχειρουργό. Ἐπίσης στερεῖται τῶν συστηματικῶν παρενεργειῶν τῆς κορτιζόνης, διότι ἡ σποραδικῶς χορηγουμένη μικροποσότης εἶναι ἀμελητέα γιὰ τὸν ὀργανισμό, ἐνῷ τὸ “ὄργανο-στόχο” κυριολεκτικῶς τὸ πλημμυρίζει . Ἡ μέθοδος αὐτὴ δὲν θεραπεύει ὁριστικὰ τὴ νόσο. Στὴν πρᾶξι ἐπιφέρει μακρὰ μεσοδιαστήματα ἠρεμίας, οἱ κρίσεις, ὅταν ἔρχονται, εἶναι ἠπιότερες, καὶ χρειάζονται πολὺ λιγότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα φάρμακα.
* Ἡ γενταμυκίνη: Πρόκειται γιὰ ὠτοτοξικὸ ἀντιβιοτικό, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῇ ἡ λεγομένη “ἐκλεκτικὴ φαρμακευτικὴ λαβυρινθεκτομή”. Ἡ ὠτοτοξικότης τοῦ φαρμάκου εἶναι μεγαλύτερη γιὰ τὸ αἰθουσαῖο νευροεπιθήλιο καὶ μικρότερη γιὰ τὸ κοχλιακό. Ἔτσι μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῇ ἡ καταστροφὴ τοῦ ἐπιθηλίου ποὺ προκαλεῖ τοὺς ἰλίγγους, πρὶν ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ ὀργάνου τῆς ἀκοῆς. Ἡ διαδικασία εἶναι σταδιακή, χρειάζεται πολὺ καλὴ παρακολούθησι τῆς ἀκοῆς, καὶ συνεργασία ἐκ μέρους τοῦ ἀσθενοῦς γιὰ τὴν ἀποκατάστασί του. Στὴν κλινική μας ἀκολουθοῦμε τὴ μέθοδο τῆς “τιτλοποιήσεως”. Χορηγοῦμε δηλαδὴ ἐπανειλημένες μικρὲς τοπικὲς δόσεις γενταμυκίνης σὲ διάστημα πολλῶν ἑβδομάδων, μὲ παρακολούθησι εὐαισθήτων παραμέτρων τῆς ἀκοῆς. Οἱ χορηγήσεις σταματοῦν μόλις ἐλεγχθοῦν ἱκανοποιητικὰ οἱ ἴλιγγοι ἢ μόλις ἀρχίσῃ νὰ ἐπηρεάζεται ἀρνητικὰ ἡ ἀκοή. Τὰ περιστατικὰ ποὺ ἐπιλέγονται εἶναι βαρειά, δὲν ἀνταποκρίνονται καλὰ στὶς ἐγχύσεις κορτιζόνης καὶ ἔχουν ἤδη ἠλαττωμένη ἀκοή.

Ψυχολογικὴ ὑποστήριξι: Συνήθως εἶναι ἀρκετὴ ἡ ὑποστήριξι ποὺ παρέχεται ἀπὸ τὸν θεράποντα Ὠτορινολαρυγγολόγο. Μερικὲς περιπτώσεις ὅμως μὲ ἄγχος πολὺ περισσότερο τοῦ συνήθους, μὲ προηγούμενα ψυχολογικὰ προβλήματα, μὲ ἀνάπτυξι φοβιῶν συνεπείᾳ τῆς νόσου κλπ, ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ πιὸ ἐξειδικευμένη βοήθεια. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς προσφέρονται καλλίτερα οἱ συμβουλευτικὲς καὶ οἱ συμπεριφοριστικὲς ψυχοθεραπευτικὲς προσεγγίσεις. Ἐπίσης κάποιοι ἄρρωστοι βοηθοῦνται καλὰ ὅταν συζητοῦν μὲ ἄλλους ποὺ ἔχουν τὸ ἴδιο πρόβλημα.

Φυσικοθεραπευτικὴ ἀποκατάστασι: Στὶς φάσεις προσαρμογῆς μετὰ ἀπὸ μεγάλες κρίσεις ἢ ἀπὸ λαβυρινθεκτομὴ ἢ νευρεκτομή, καὶ προκειμένου νὰ μειωθῇ τὸ στρὲς τοῦ ἀσθενοῦς καὶ ἡ διάρκεια τῆς προσαρμογῆς, μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθῇ εἰδικὴ στοχευμένη φυσικοθεραπευτικὴ ἀποκατάστασι. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸν σχεδιασμὸ εἰδικῶν ἀσκήσεων ἀπὸ τὸν εἰδικὰ ἐκπαιδευμένο ΩΡΛ. Τὸ πρόγραμμα ἀποκαταστάσεως πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζῃ τὸ συγκεκριμένο λειτουργικὸ ἔλλειμα τοῦ ἀσθενοῦς καὶ νὰ ἔχῃ τὸ κατάλληλο ἐπίπεδο δυσκολίας. Ἂν τὸ πρόγραμμα εἶναι εὐκολότερο ἀπ’ ὅτι πρέπει, ἡ πλαστικότης τοῦ ἐγκεφάλου δὲν διεγείρεται ἀρκετά, καὶ δὲν συντελεῖται πρόοδος. Ἂν τὸ πρόγραμμα εἶναι δυσκολότερο ἀπ’ ὅσο πρέπει, τὸ νευρικὸ σύστημα κουράζεται ὑπερβολικὰ καὶ δὲν ἀποδίδει, ἐνῷ παραλλήλως ὁ ἀσθενὴς ἀπογοητεύεται. Τέτοια προγράμματα σχεδιάζονται καὶ ἐκτελοῦνται μὲ τὸν ὑπολογιστικὸ ἰσορροπιογράφο.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.