Σχέση μεταβολικού συνδρόμου και στυτικής δυσλειτουργίας στον άνδρα

Facebooktwitterpinterest

Η αδυναμία επίτευξης ή / και διατήρησης επιθυμητής στύσης παρατηρείται αρκετά συχνά στο γενικό πληθυσμό αφού ένας στους τρεις άνδρες άνω των 40 ετών πάσχει από κάποιο βαθμό στυτικής δυσλειτουργίας. Η διαταραχή αυτή σχετίζεται με παράγοντες που προκαλούν αθηρωμάτωση, όπως είναι η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης και η δυσλιπιδαιμία ( διαταραχή μεταβολισμού λιπιδίων).

Σε πρόσφατες μελέτες παρατηρήθηκε ότι η συχνότητα εμφάνισης του προβλήματος ήταν διπλάσια στους ασθενείς με υπέρταση και τριπλάσια στους διαβητικούς. Επίσης, βρέθηκε αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ της στυτικής δυσλειτουργίας και των επιπέδων της HDL (καλής) χοληστερόλης.

Το μεταβολικό σύνδρομο ή νόσος του σύγχρονου πολιτισμού αποτελεί ένα πολυσύνθετο παράγοντα κινδύνου που προϋποθέτει την παρουσία τουλάχιστον τριών από τα ακόλουθα κριτήρια:

Α) Κεντρικού τύπου παχυσαρκία ( περιφέρεια μέσης άνω των 102 εκατοστών)

Β) Αυξημένη αρτηριακή πίεση ( άνω των 130 mmHg / άνω των 85 mmHg)

Γ) Γλυκόζη νηστείας άνω των 110 mg/dL

Δ) ΗDL μικρότερη των 40 mg/dL για τους άνδρες

Ε) Τριγλυκερίδια άνω των 150 mg/DL

ΣΤ) Υπερουριχαιμία

Το μεταβολικό σύνδρομο έχει πάρει επιδημικές διαστάσεις στη σύγχρονη εποχή λόγω του τρόπου διαβίωσης και ιδιαίτερα τις διατροφικές συνήθειες, την καθιστική ζωή και το στρες. Οι περιβαλλοντικοί αυτοί παράγοντες δρώντας σε γενετικά προδιαθεσικό υπόστρωμα φέρουν στην επιφάνεια το μεταβολικό σύνδρομο συχνότερα και σε μικρότερες ηλικίες.

Η παχυσαρκία και η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες που εμπλέκονται στην παθογένεια του μεταβολικού συνδρόμου. Δεν υπάρχουν μελέτες που να αναφέρονται στην ακριβή σχέση του μεταβολικού συνδρόμου και της στυτικής δυσλειτουργίας. Οι μέχρι τώρα μελέτες αφορούν τη θέση που κατέχει η καθεμία από τις συνιστώσες του μεταβολικού συνδρόμου χωριστά στην εκδήλωση του προβλήματος.

Η παχυσαρκία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση της στυτικής δυσλειτουργίας. Σε ασθενείς με δείκτη μάζας σώματος ΔΜΣ (βάρος/ύψος2) μεγαλύτερο από 28 kg/m2,  o κίνδυνος για την εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας είναι σημαντικά αυξημένος. Σε μια πρόσφατη μελέτη, παρατηρήθηκε ότι στους ασθενείς που είχαν σοβαρού βαθμού στυτική δυσλειτουργία, ο ΔΜΣ ήταν μεγαλύτερος σε σχέση με τα άτομα που δεν είχαν ή παρουσίαζαν σε μικρό βαθμό διαταραχές στη λειτουργία της στύσης. Μάλιστα, σύμφωνα με μια έρευνα που παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Αμερικανικής Αναπαραγωγικής Ιατρικής, οι παχύσαρκοι άνδρες έχουν και χαμηλότερη ποιότητα σπέρματος, εκτός από στυτική δυσλειτουργία. Οι άνδρες παράγουν και χρειάζονται συγκεκριμένη ποσότητα οιστρογόνων. Τα λιποκύτταρα παράγουν οιστρογόνα, άρα στην παχυσαρκία η περίσσεια οιστρογόνων που παράγονται από τα υπεράριθμα λιποκύτταρα δημιουργεί το πρόβλημα.

Ένας ακόμη ισχυρός παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας είναι η υπέρταση. Υπολογίζεται ότι ένας στους δύο υπερτασικούς ασθενείς έχουν κάποιου βαθμού διαταραχή στη λειτουργία της στύσης. Πιο συγκεκριμένα, σε πρόσφατες μελέτες σε πειραματικά μοντέλα με υπέρταση παρατηρήθηκε σημαντική υπερπλασία των λείων μυϊκών κυττάρων και ίνωση στις αρτηρίες και στα σηραγγώδη σωμάτια του πέους.

Ο διαβήτης αποτελεί έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα κινδύνου για στυτική δυσλειτουργία. Τα προβλήματα στύσης αποτελούν συχνή επιπλοκή για περισσότερους από τους μισούς διαβητικούς. Η παθογένεια αυτής της δυσλειτουργίας σε διαβητικούς ασθενείς ίσως να είναι αποτέλεσμα μιας εξελισσόμενης γενικευμένης αθηρωματικής νόσου σε συνδυασμό με δομικές μεταβολές στα σηραγγώδη σωμάτια του πέους και νευροπάθεια.

Η δυσλιπιδαιμία σχετίζεται επίσης με διαταραχές στύσης. Τα επίπεδα της HDLc (καλή χοληστερόλη) και του κλάσματος των τριγλυκεριδίων προς την HDLc σχετίζονται με τη βαρύτητα της διαταραχής στη λειτουργία της στύσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι μείωση κατά 1mmol/L  της τιμής της HDLc συνοδεύεται από αύξηση κατά 2,5 φορές του σχετικού κινδύνου για στυτική δυσλειτουργία.

Κεντρική θέση στη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας, εκτός από την φαρμακευτική αγωγή, έχουν η μείωση του σωματικού βάρους και η συστηματική σωματική άσκηση. Ο συνδυασμός αυτός που οδηγεί σε μείωση των επιπέδων της ολικής χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων, αύξηση της HDL χοληστερόλης, μείωση της αρτηριακής πίεσης και της αντίστασης στην ινσουλίνη, ίσως να αποτελεί μια ασφαλή και αποτελεσματική στρατηγική για τη βελτίωση της λειτουργίας της στύσης και τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου στους ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο. Ο ρόλος του διαιτολόγου είναι να καθοδηγήσει σωστά τον παχύσαρκο ασθενή με στυτική δυσλειτουργία, ώστε να μειώσει το σωματικό βάρος του αργά και σταθερά, χωρίς γενικότερες επιπλοκές στην υγεία του.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.