Πνευμονία
οξεία φλεγμονή των πνευμόνων που μπορεί να εκδηλωθεί με υψηλό πυρετό, δύσπνοια, βήχα.
οξεία φλεγμονή των πνευμόνων που μπορεί να εκδηλωθεί με υψηλό πυρετό, δύσπνοια, βήχα.
χειρουργική εκτομή πνευμονικού ιστού. μπορεί να είναι ολική, μερική ή να αφορά έναν μόνο λοβό (λοβεκτομή).
παθολογική κατάσταση κατά την οποία εισέρχεται αέρας στην κοιλότητα του υπεζωκότα, προκαλώντας συμπίεση του πνεύμονα και έντονη δύσπνοια.
εξάλειψη του όγκου ως αποτέλεσμα της χημειοθεραπείας.
η διαδικασία κατά την οποία γίνεται παροχέτευση της πλευριτικής συλλογής και έγχυση φαρμάκου στον υπεζωκοτικό χώρο με σκοπό την αποφυγή συγκέντρωσης εκ νέου πλευριτικού υγρού.
το υγρό μέρος του αίματος ή της λέμφου.
ο μικροκυτταρικός καρκίνος ο οποίος ανευρίσκεται στον ένα πνεύμονα και δεν έχει δώσει μεταστάσεις στον άλλο πνεύμονα ή άλλα όργανα.
η παθολογική συλλογή υγρού μέσα στη μεμβράνη που περιβάλλει την καρδιά (περικάρδιο).
θεραπευτική προσέγγιση που σκοπό έχει την ανακούφιση των συμπτωμάτων και όχι την καταπολέμηση της νόσου.
ανεπιθύμητη ενέργεια η οποία προκαλείται από την θεραπεία.
παρακέντηση του θώρακα προς την υπεζωκοτική κοιλότητα με σκοπό την αναρρόφηση υγρού.
οποιοσδήποτε παράγοντας μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες ενός ατόμου να εμφανίσει καρκίνου (π.χ. ο αμίαντος για το μεσοθηλίωμα).
κάταγμα οφειλόμενο σε οστική μετάσταση ή άλλα παθολογικά αίτια .
ελάττωση του αριθμού των ουδετερόφιλων λευκών αιμoσφαιρίων στο αίμα.