Αποφρακτική αορτολαγόνια νόσος

Facebooktwitterpinterest

Ορισμός – η αποφρακτική αορτολαγόνια νόσος εκδηλώνεται ή σαν χρόνιο κλινικό σύνδρομο με στένωση ή απόφραξη της υπονεφρικής αορτής ή/και της λαγονίου αρτηρίας ή σαν οξύ κλινικό σύνδρομο με θρόμβωση ή εμβολική απόφραξη της υπονεφρικής αορτής ή/και της λαγονίου αρτηρίας.   

Κλινική εκδήλωση – η  οξεία αποφρακτική αορτολαγόνια νόσος εκδηλώνετε με οξεία ισχαιμία των άκρων ( υποθερμία, άλγος, νευρολογικά ελλείματα π.χ πάρεση). Μετά από 8-10 ώρες ισχαιμίας: κυανωτική χροιά εγκάρσια του ομφαλού και περιφερικότερα.

Το 8% παρουσιάζει κοιλιακό άλγος (εντερική ισχαιμία) και το 4% υπερτασική κρίση και οξεία νεφρική ανεπάρκεια.  Η χρόνια αποφρακτική αορτολαγόνια νόσος εκδηλώνετε με τα 4  κλινικά στάδια κατά Fontaine, με σεξουαλική δυσλειτουργία 50-80%, με ανικανότητα στο 30-50%.

Ταξινόμηση βλαβών – κατά την  TASC II οι βλάβες είναι:

Τύπου A: μονήρης στένωση μικρότερη από 3 cm της  κοινής λαγονίου αρτηρίας  ή της έξω λαγονίου αρτηρίας (μονόπλευρα/αμφωτερόπλευρα).

Τύπου Β: Μονήρης στένωση μήκους 3 έως 10 cm η  σύνολο 2 στενώσεων μικρότερων των 5 cm στην κοινή λαγόνιο και/ή στην έξω λαγόνιο αρτηρία χωρίς να περιλαμβάνει την κοινή μηριαία αρτηρία η μονόπλευρη απόφραξη της κοινής λαγονίου.

Τύπου C: Αμφωτερόπλευρη στένωση 5 έως 10 cm της κοινής λαγονίου αρτηρίας και/ή  της έξω λαγονίου αρτηρίας, χωρίς να περιλαμβάνει την κοινή μηριαία αρτηρία ή μονόπλευρη απόφραξη της έξω λαγονίου αρτηρίας χωρίς να περιλαμβάνει την κοινή μηριαία αρτηρία ή μονόπλευρη στένωση της έξω λαγονίου αρτηρίας που περιλαμβάνει την κοινή μηριαία αρτηρία ή αμφωτερόπλευρη απόφραξη της κοινής λαγονίου αρτηρίας.

Τύπου D: Διάχυτες πολλαπλές μονόπλευρες στενώσεις στις κοινές λαγόνιες, στις  έξω λαγόνιες αρτηρίες και τις κοινές μηριαίες (συνήθως πάνω από 10 cm), η μονόπλευρη απόφραξη που περιλαμβάνει την κοινή λαγόνιο η την έξω λαγόνιο, η αμφωτερόπλευρες αποφράξεις της έξω λαγόνιες, η διάχυτος νόσος έξω λαγόνιο που περιλαμβάνει την αορτή και τις δύο λαγόνιες αρτηρίες, η στένωση λαγονίου σε ασθενή με ΑΚΑ ή άλλη βλάβη, που χρήζει χειρουργικής αντιμετώπισης.

Επαναγγείωση αορτολαγόνιας νόσου – η ενδαγγειακή μέθοδος είναι η θεραπεία εκλογής για βλάβες τύπου A και προτεινόμενη θεραπεία για βλάβες τύπου B. Η χειρουργική μέθοδος είναι προτεινόμενη για χαμηλού κινδύνου ασθενείς με βλάβες τύπου C και είναι μέθοδος εκλογής για βλάβες τύπου D.

Χειρουργική αντιμετώπιση –  μπορεί να γίνει ανατομική αποκατάσταση η εξωανατομική παράκαμψη. Οι ενδείξεις χειρουργικής θεραπείας είναι το άλγος ηρεμίας και τροφικές αλλοιώσεις κάτω άκρου (έλκη, γάγγραινα), η χωλότητα που εμποδίζει την εργασία και την καθημερινότητα του ασθενούς και τα περιφερικά αθηρωματικά έμβολα από κεντρική ελκωτική αθηρωματική πλάκα.  Η πιο αποδεχτή τεχνική είναι η αορτοδιμηριαία παράκαμψη.  Οι εξωανατομικές παρακάμψεις, με την πιο διαδεδομένη την μασχαλομηριαία παράκαμψη, συνήθως πραγματοποιούνται σε άτομα μεγάλης ηλικίας, σε ασθενείς με κακή γενική κατάσταση (καρδιοαναπνευστικά , μεταβολικά προβλήματα), σε αφιλόξενη κοιλία (προϋπάρχουσες χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιακή χώρα – εχθρική κοιλιά), σε ασθενείς με ακτινοβολίες στην κοιλιακής χώρας ή πυέλου, σε ασθενείς με φλεγμονές κοιλιακής χώρας και μόλυνση παλαιού μοσχεύματος.

Αποφρακτική αορτολαγόνια νόσος

Ενδαγγειακή αντιμετώπιση –  οι ενδείξεις για αγγειοπλαστική είναι η διαλείπουσα χωλότητα  και η κρίσιμη ισχαιμία.  Η ενδαγγειακή χειρουργική του αορτολαγόνιου άξονα έχει αποδεκτά μακροχρόνια αποτελέσματα.

Αορτολαγόνιος νόσος και ανικανότητα

Διαταραχή στύσης – επιμένουσα η επαναλαμβανόμενη ανικανότητα για 3 τουλάχιστον μήνες να έχει ικανοποιητική στύση, σε απουσία διαταραχής εκσπερμάτωσης. Το 1923 ο Leriche περιέγραψε την δυσλειτουργία στύσης ως πρώτο σύμπτωμα αορτολαγονίου απόφραξης λόγω μειωμένης ροής στα σηραγγώδη σωμάτια. Η  φυσιολογία της στύσης βασίζετε στην διαστολή και την αυξημένη αρτηριακή ροή και μειωμένη η παύση φλεβικής ροής. Στα αίτια διαταραχής της στύσης σε ποσοστό 50% οφείλετε σε στένωση μεγάλων αγγείων, σε διαταραχή των μικρών αγγείων του πέους και σε διαταραχή του μυϊκού μηχανισμού. Επίσης άλλα είναι τα ενδοκρινικά αίτια (προλακτίνομα, μειωμένη τεστοστερόνη), τα ψυχογενή αίτια, ο σακχαρώδης διαβήτης και άλλα.

Παλίνδρομη εκσπερμάτωση – νευρογενής βλάβη, όπου δεν κλείνει ο αυχένας κύστης (έσω σφικτήρας) και το σπέρμα εκτοξεύεται στην κύστη. Ο ασθενείς μπορεί να έχει στύση και οργασμό. Χαρακτηριστικό είναι τα θολά ούρα.

Η στύση θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από το μηχανισμό εκσπερμάτωσης. Η  στύση σχετίζεται με αιμάτωση και νεύρωση ενώ η  διαταραχή εκσπερμάτωσης με νευρογενή και καταστροφή πλέγματος. Άρα αορτολαγόνιος επέμβαση στοχεύει στην διατήρηση της στυτικής λειτουργίας και της εκσπερματικής λειτουργίας.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.