Oι αγχώδεις διαταραχές αυξήθηκαν κατά 25% κάνοντας επιτακτική την ανάγκη  εξεύρεσης αποτελεσματικών τρόπων διαχείρισης του έντονου άγχους.

Oι αγχώδεις διαταραχές αυξήθηκαν κατά 25% κάνοντας επιτακτική την ανάγκη  εξεύρεσης αποτελεσματικών τρόπων διαχείρισης του έντονου άγχους. Facebooktwitterpinterest

Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζουν τις στρεσογόνες καταστάσεις με τον ίδιο τρόπο και αντιδρούν διαφορετικά στα ψυχοπιεστικά γεγονότα της ζωής.

Ήδη  την περίοδο που διανύουμε διαπιστώθηκε μετά από έρευνα ότι οι αγχώδεις διαταραχές αυξήθηκαν κατά 25% κάνοντας επιτακτική την ανάγκη  εξεύρεσης αποτελεσματικών τρόπων διαχείρισης του έντονου άγχους.

Το άγχος είναι μια φυσιολογική ψυχολογική και σωματική αντίδραση στις απαιτήσεις της ζωής. Ένα μικρό άγχος μπορεί να είναι καλό, παρακινώντας μας να αποδώσουμε καλά. Αλλά πολλές προκλήσεις καθημερινά, όπως το να καθόμαστε στην κίνηση, να τηρούμε προθεσμίες και να πληρώνουμε λογαριασμούς, μπορεί να μας ωθήσει πέρα από την ικανότητά σου να ανταπεξέλθεις.

Ο εγκέφαλός μας διαθέτει ένα σύστημα συναγερμού για την προστασία μας. Όταν ο εγκέφαλός μας αντιλαμβάνεται μια απειλή, δίνει σήμα στο σώμα μας να απελευθερώσει μια έκρηξη ορμονών που αυξάνουν τον καρδιακό μας ρυθμό και αυξάνουν την αρτηριακή μας πίεση. Αυτή η απάντηση «μάχομαι ή φεύγω» μας τροφοδοτεί για να αντιμετωπίσουμε  την απειλή. Μόλις φύγει η απειλή, το σώμα μας προορίζεται να επιστρέψει σε μια κανονική, χαλαρή κατάσταση. Δυστυχώς, οι συνεχείς επιπλοκές της σύγχρονης ζωής σημαίνουν ότι τα «συστήματα συναγερμού» ορισμένων ανθρώπων σπάνια κλείνουν.

Όπως δείχνουν πολλές έρευνες η προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου είναι ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τον τρόπο αντίληψης μιας κατάστασης ως αγχώδη. Αν κάποιος ως προσωπικότητα είναι τρωτός και ευάλωτος σε ένα ερέθισμα που μπορεί να είναι αρνητικό, αλλά για κάποιο άλλο άτομο αντικειμενικά ουδέτερο, για τον αγχώδη εκλαμβάνεται μόνο ως απειλή. Στα άτομα δε με υψηλό επίπεδο διεγερσιμότητας, τα ερεθίσματα μιας κάποιας έντασης προκαλούν αρκετά υψηλό επίπεδο διέγερσης, ενώ από την άλλη στα άτομα με χαμηλό επίπεδο διεγερσιμότητας το επίπεδο της διέγερσης στο ίδιο ερέθισμα είναι χαμηλότερο. Το ιδιοσυγκρασιακό αυτό χαρακτηριστικό της διεγερσιμότητας δρα σαν ρυθμιστής, όπου αυξάνει το επίπεδο του άγχους στα άτομα και σε αρκετές περιπτώσεις οδηγεί δυστυχώς σε επίπεδα υπερβολικού άγχους.

Συμπληρωματικά, οι διαταραχές άγχους δεν προκαλούνται από έναν μόνο παράγοντα, αλλά από έναν συνδυασμό παραγόντων. Αρχικά, ένα οικογενειακό ιστορικό άγχους, η σωματική υγεία ενός ατόμου, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και οι αγχωτικές εμπειρίες ζωής μπορούν να είναι παράγοντες που συνεισφέρουν σε αυτό. Επίσης, οι αγχώδεις διαταραχές είναι πιθανό να αναπτυχθούν με την πάροδο του χρόνου και συνήθως διατηρούνται από μη χρήσιμα πρότυπα σκέψης. Ειδικότερα, οι ανησυχίες μπορεί να περιστρέφονται γύρω από την εργασία, τα χρήματα, την οικογενειακή ζωή, την υγεία και άλλα κρίσιμα ζητήματα που απαιτούν την προσοχή ενός ατόμου χωρίς να απαιτείται απαραιτήτως η αντίδραση «μάχης ή φυγής».

Το άγχος γενικά επηρεάζει όλους τους τομείς της ζωής μας όπως το σχολείο/πανεπιστήμιο, την οικογένεια, την εργασία και τις κοινωνικές επαφές. Αλλάζει την σκέψη προκαλώντας επαγρύπνηση για τυχόν δυσκολίες και καταστροφές, αλλάζει την προσοχή μας αλλά και την συγκέντρωσή μας , δυσκολεύει την λήψη αποφάσεων ενώ η σκέψη εστιάζει μόνο στο πρόβλημα και όχι στη λύση . Υπάρχουν αλλαγές στην συμπεριφορά αλλά και αλλαγές συναισθηματικές με αυξημένο φόβο και αίσθημα απώλειας ελέγχου και ανικανότητας να αντιμετωπιστούν διάφορες καταστάσεις. Όλα αυτά με την πάροδο του χρόνου επιφέρουν και σωματικές αλλαγές με έντονες και επίμονες ταχυκαρδίες , υπέρταση ή και υπόταση , αναπνευστικές δυσκολίες και νευρολογικά και μυϊκά συμπτώματα ( μουδιάσματά, κόπωση κλπ.)αλλά και την υιοθέτηση συνηθειών  ενός μη υγιεινού τρόπου ζωής.

Ο Σύλλογος Επισκεπτών Υγείας και τα μέλη του με τις γνώσεις τους πάνω σε θέματα Πρόληψης και Προαγωγής της υγείας μπορούν  να εφαρμόσουν προγράμματα ανακούφισης και σωστής διαχείρισης του άγχους είτε αυτό αφορά στο σχολείο/ πανεπιστήμιο  είτε στο οικογενειακό  και εργασιακό περιβάλλον λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες του πλαισίου στο οποίο απευθύνονται .

Προγράμματα που μπορούν να σχεδιαστούν και που μπορούν να συμβάλλουν θετικά στη διαχείριση του στρες είναι :

  • Για τη σωστή διατροφή και ενυδάτωση του οργανισμού, όπως πχ για την αποφυγή της ζάχαρης της καφεΐνης και των λιπαρών γευμάτων
  • Για τις επιπτώσεις του τσιγάρου στην υγεία και τη διακοπή της ανθυγιεινής συνήθειας του καπνίσματος
  • Για την ενίσχυση της σωματικής άσκησης και τα ευεργετικά της αποτελέσματα στη διάθεση
  • Για την ανάγκη διατήρησης ενός προγράμματος επαρκούς και ποιοτικού ύπνου με αποφυγή της χρήσης των ηλεκτρονικών συσκευών πριν την κατάκλιση ( κινητό/ tablet , τηλεόραση)
  • Για την σωστή διαχείριση χρόνιων παθήσεων πχ άνοια  και την εκπαίδευση των υπολοίπων  μελών της οικογένειας ως φροντιστές.
  • Προγράμματα  time management (διαχείριση χρόνου) ιδίως στο εργασιακό περιβάλλον , βοηθώντας έτσι σημαντικά στην διαχείριση του εργασιακού στρες
  • Προγράμματα ψυχοεκπαίδευσης ιδίως στο σχολικό περιβάλλον για την   αναγνώριση των συναισθημάτων και  τη λεκτική έκφραση αυτών με σκοπό την αποτελεσματική συναισθηματική ρύθμιση των παιδιών και εφήβων
  • Προγράμματα οικογενειακού προγραμματισμού αλλά και ενημέρωσης γονεϊκού ρόλου (σχολή νέων γονέων)
  • Προγράμματα εγγραματισμού ψυχικής υγείας στην κοινότητα

Συμπερασματικά το άγχος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, αλλά μπορεί να επιδράσει αρνητικά τόσο στη σωματική όσο και στην ψυχική υγεία. Αποκτώντας επαρκή  γνώση γύρω από το άγχος αλλά και δεξιότητες για την σωστή αντιμετώπιση και διαχείριση αυτού ενισχύεται η αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση των ατόμων αντιμετωπίζοντας επιτυχώς τις προκλήσεις της καθημερινότητας και αποκτώντας το έλεγχο της υγείας τους και γενικά της ζωής τους .

###

 

Πηγές

  1. Βασιλάκη, Ε., Τρίλοβα, Σ. & Μπεζεβέγκης, Η. (2001). Το στρες, το άγχος και η αντιμετώπισή τους. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  2. Ζαβλανός, Μ. (2002). Οργανωτική Συμπεριφορά. Αθήνα: Σταμούλης
  3. Ραγιά, Α. (1993). Νοσηλευτική Ψυχικής Υγείας: Ψυχιατρική Νοσηλευτική. Αθήνα: Παρισιάνος.
  4. Σταθάτου, Α. (1989). Το εργασιακό στρες, οι επιπτώσεις και ο έλεγχος του. Αθήνα: Γαλαίο.
  5. American Psychiatric Association. Task Force on DSM-IV. (1991). DSM-IV options book: Work in progress (7/1/91). American Psychiatric Press.
  6. American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (DSM-5). American Psychiatric Pub.
  7. Atkinson, R. L., Atkinson, R. C., Smith, E. E., Bem, D. J. & Nolen-Hoeksema, S. (2004). Εισαγωγή στην ψυχολογία του Hilgard. 13η εκδ. Αθήνα: Παπαζήση.
  8. Holmes, T. & Rahe, R. (1967). The social readjustment rating scale. Journal of Psychosomatic Research, 11, 213-218.
  9. Cannon, W. B. (1914). The emergency function of the adrenal medulla in pain and the major emotions. American Journal of Physiology-Legacy Content, 33(2), 356-372.
  10. Gold, Y. & Roth, R. A. (1993). Teachers managing stress and preventing burnout: The professional health solution. The Farmer Press.
  11. Lazarus, R. S. & Launier, R. (1978). Stress-related transactions between person and environment. In Perspectives in interactional psychology (pp. 287-327). Springer, Boston, MA.
  12. LeFevre, M., Matheny, J. & Kolts, G. S. (2003). Eustress, distress and interpretation in occupational stress. Journal of Managerial Psychology, 18, 726-744.
  13. Selye, H. (1976). The stress of life (Revised ed.). New York.
  14. Selye, H. (1987). Stress without Distress. Transworld London.
  15. Sheridan, C. L. & Radmacher, S. A. (1992). Health psychology: Challenging the biomedical model. John Wiley & Sons.

 

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.