COVID-19 και καρδιακές παθήσεις

COVID-19 και καρδιακές παθήσεις Facebooktwitterpinterest

Δύο περίπου έτη μετά την αναγνώριση των πρώτων κρουσμάτων, η  πανδημία από την COVID-19 συνεχίζει να αποτελεί στις μέρες μας το σημαντικότερο ζήτημα για τη δημόσια υγεία και να επιφέρει δραματικές συνέπειες σε ατομική και παγκόσμια κλίμακα. Τον καιρό που γράφονται αυτές οι γραμμές (11/2020) αρχίζει να διαγράφεται μια αμυδρή, αλλά διακριτή αίσθηση αισιοδοξίας,  βασισμένη κυρίως στην πολυαναμενόμενη παραγωγή του εμβολίου.

Προς το παρόν,  ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός ασθενών   δοκιμάζει τις αντοχές των συστημάτων υγείας σε όλον τον κόσμο, καθιστώντας επιτακτική την αντιμετώπιση όλων των ιατρικών προβλημάτων που συνδέονται με την  COVID-19, ιδιαίτερα στους βαρέως πάσχοντες ασθενείς. Η  ενασχόληση σχετικά με τη σύνδεση της COVID-19 με την καρδιά έχει κινηθεί σε δύο βασικούς άξονες: ο πρώτος αφορά στο κατά πόσο προϋπάρχουσες καρδιακές παθήσεις καθιστούν διάφορα άτομα ευπαθή στη νόσο και τις επιπλοκές που σχετίζονται με τον κορονοϊό,  ενώ ο δεύτερος σχετίζεται με τις πιθανές ειδικές εκδηλώσεις και επιπλοκές που μπορεί να προκαλέσει η συγκεκριμένη λοίμωξη  στην καρδιά.  Αρκετές από τις απόψεις που διατυπώθηκαν και για τα δύο αυτά ζητήματα διαφοροποιήθηκαν σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις, μετά την αξιοποίηση της πρόσφατα συσσωρευμένης κλινικής εμπειρίας και τον εμπλουτισμό της βιβλιογραφίας από το απόσταγμα των νέων πληροφοριών.

Σε ότι αφορά το πρώτο θέμα, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οποιαδήποτε πάθηση του καρδιαγγειακού συστήματος δε συνιστά υποχρεωτικά παράγοντα πού καθιστά άτομα επιρρεπή ή ευαίσθητα στην  COVID-19. Για παράδειγμα, τα άτομα στα οποία χορηγείται αγωγή για την αντιμετώπιση αρτηριακής υπέρτασης ή υπερλιπιδαιμίας,  χωρίς όμως να έχουν παρουσιάσει μέχρι τώρα επεισόδια, δε θεωρείται ότι ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Ακόμη και ασθενείς με ιστορικό εμφράγματος ή αγγειοπλαστικής των στεφανιαίων, οι οποίοι όμως διατηρούν φυσιολογική λειτουργικότητα της καρδιάς και δεν πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια, δεν πιστεύεται ότι βρίσκονται σε ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.
Ο σκεπτικισμός που διατυπώθηκε αρχικά για συγκεκριμένες κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων (αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτενσίνης) και την πιθανή επιβάρυνση που μπορεί να επιφέρουν σχετικά με την COVI
D-19, καθησυχάστηκε από διαδοχικές μεταγενέστερες δημοσιεύσεις.  Απεναντίας, η καρδιακή ανεπάρκεια, ορισμένες σοβαρές βαλβιδοπάθειες και κάποιες μυοκαρδιοπάθειες, πιστεύεται ότι μπορεί να επηρεάσουν δυσμενώς την έκβαση ασθενών που πάσχουν από COVID-19. Γενικά, φαίνεται ότι η ευπάθεια στις επιπλοκές του COVID-19 σχετίζεται κυρίως με νοσήματα που επηρεάζουν την αναπνευστική λειτουργία και την ανοσολογική ισορροπία, όπως, για παράδειγμα, οι προϋπάρχουσες πνευμονικές παθήσεις (Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια κλπ),  η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης. Θα  πρέπει εδώ πάντως να σημειωθεί ότι, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο διάστημα με την ευρεία διασπορά της νόσου, καταγράφεται σημαντικός αριθμός πασχόντων και θυμάτων σε ένα αρκετά ευρύ ηλικιακό φάσμα, που περιλαμβάνει πολλά νέα άτομα χωρίς υποκείμενες καρδιακές ή άλλες παθήσεις, υπενθυμίζοντας ότι κανένας δε μπορεί να νιώθει άτρωτος.

Σε ότι αφορά την επινέμηση της COVID-19 στην καρδιά, οι πρώτες εκτιμήσεις από την άνοιξη του 2020 επηρεάστηκαν σημαντικά από αρχικές δημοσιεύσεις που έδειξαν ότι σε πολλούς βαρέως πάσχοντες ασθενείς ανιχνεύτηκαν αυξημένα επίπεδα τροπονίνης.
 Η τροπονίνη είναι μια ουσία η οποία βρίσκεται αυξημένη σε πάσχοντες από οξείες ή χρόνιες καρδιακές παθήσεις (οξύ έμφραγμα, μυοκαρδίτιδα, καρδιακή ανεπάρκεια και άλλες), ενισχύοντας την υπόθεση ότι η COVID-19 μπορεί, όπως και αρκετές άλλες ιογενείς λοιμώξεις, να προκαλέσει μυοκαρδίτιδα, μια φλεγμονώδη πάθηση της καρδιάς, με δυνητικά σοβαρές εκδηλώσεις. Ανάλογα στοιχεία υποστηρίχθηκαν και από πρόσφατες μελέτες, στις οποίες στοιχεία πιθανής μυοκαρδίτιδας ανιχνεύθηκαν με μαγνητική τομογραφία καρδιάς σε περισσότερους από τους μισούς ασθενείς που νόσησαν από κορονοϊό, ακόμα και αρκετούς μήνες μετά την ανάρρωσή τους. Παρόλα αυτά, από τα τελευταία δεδομένα συνάγεται ότι  στη συντριπτική πλειονότητα οι βασικές επιπλοκές της νόσου και αυτές από τις οποίες υποκύπτουν οι περισσότεροι ασθενείς, εντοπίζονται στους πνεύμονες.
Η σοβαρή διάμεση πνευμονία αποτελεί τη συνηθέστερη αιτία θανάτου στη συντριπτική πλειονότητα των ασθενών, ενώ θρόμβωση στο αρτηριακό σκέλος της κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα εμφράγματα μυοκαρδίου, ή στο φλεβικό σκέλος, με αποτέλεσμα πνευμονικές εμβολές,
 αποτελούν όχι σπάνιες επιπλοκές, οι οποίες αντιμετωπίζονται με τη χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής. Σε ότι αφορά τη σημασία των αυξημένων επιπέδων τροπονίνης, πλειάδα δημοσιεύσεων των τελευταίων ετών έχει δείξει ότι αυτά μπορεί να ανιχνεύονται, όχι μόνο σε περιπτώσεις σοβαρής καρδιακής βλάβης, αλλά και σε διάφορες καταστάσεις βαρέως πασχόντων ασθενών, όπως σηπτικές καταστάσεις, ή ακόμη και σε και σε αρκετά αθωότερες  ή διαφορετικές περιπτώσεις, όπως η έντονη άσκηση1. Φαίνεται δηλαδή, ότι η άνοδος της τροπονίνης, δεν οφείλεται υποχρεωτικά ή αποκλειστικά σε βλάβη της καρδιάς, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να εκφράζει μια κατάσταση έντονου ή γενικευμένου stress στον οργανισμό.
Είναι αρκετά πιθανό ότι και στους ασθενείς που πάσχουν από  κορονοϊό, η άνοδος της τροπονίνης συνιστά αξιόλογο προγνωστικό δείκτη και παράμετρο που συνδέεται με τη συνολική βαρύτητα της πάθησης και όχι υποχρεωτικά με μυοκαρδίτιδα από κορονοϊό. Η άποψη αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο άρθρου μας2 που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο έγκυρο περιοδικό JAMA Cardiology, ως απάντηση-σχόλιο σε σχετική ανασκόπηση που εξέτασε τις καρδιακές επιπλοκές της COVID-193.
Η  επίγνωση του γεγονότος αυτού και η αναθεώρηση της αρχικής αντίληψης σχετικά με το ρόλο της τροπονίνης στην COVID-19, μπορεί να έχει κλινική σημασία. Mε δεδομένη τη δυσχέρεια διενέργειας εμπεριστατωμένου ελέγχου σε όλα τα περιστατικά, λόγω αυξημένου φόρτου και   σχετικής αποφυγής εξετάσεων που προϋποθέτουν εγγύτητα με τον πάσχοντα (όπως το υπερηχοκαρδιογράφημα που μπορεί να αναδείξει τη μυοκαρδίτιδα), οι θεράποντες που μάχονται στην κυριολεκτικά πρώτη γραμμή του «πολέμου», οφείλουν να μην εκλαμβάνουν ως περιπτώσεις μυοκαρδίτιδας όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ανιχνεύονται αυξημένα επίπεδα τροπονίνης και να εφαρμόζουν την αρμόζουσα για κάθε περίπτωση αγωγή. Μελέτες που βρίσκονται σε εξέλιξη αναμένεται να προσδιορίσουν διεξοδικά τις καρδιακές επιπλοκές που μπορεί να συνδέονται με την COVID-19.

Η πυκνότητα του χρόνου στην εποχή της πανδημίας δεν απεικονίζεται μόνο στη βίαιη ανατροπή της καθημερινότητας των ανθρώπων σε όλη της γη, αλλά, μεταξύ άλλων και στη διαμόρφωση μίας νέας πραγματικότητας στον τρόπο δημοσιοποίησης της επιστημονικής πληροφορίας.
Η ανάγκη ταχείας κοινοποίησης και διαμοιρασμού των πληροφοριών για μία άγνωστη πάθηση, οδήγησε στο φαινόμενο της διάχυσης αναξιόπιστων ευρημάτων, ακόμα και στα πλέον έγκυρα ιατρικά περιοδικά.
Η ανασκευή των επιστημονικών θέσεων υπό το φως νέων δεδομένων αποτελούσε ανέκαθεν τμήμα της εξελικτικής διαδικασίας, όχι μόνο στην ιατρική, αλλά και σε όλες τις επιστήμες.
Στην παρούσα χρονική περίοδο όμως, η ανατροπή, ή έστω αμφισβήτηση αυτών των θέσεων από μεταγενέστερες σε βραχύ διάστημα, είχε ως αποτέλεσμα την καλλιέργεια κλίματος ανασφάλειας και αβεβαιότητας, όχι μόνο στην επιστημονική κοινότητα, αλλά, επαγωγικά, και στο ευρύ κοινό.
Η αποκατάσταση της κανονικότητας και του πραγματικού χρόνου ελπίζεται ότι θα διευκολύνει την επούλωση και αυτών των πληγών.

Γιώργος Σταυρουλάκης, Καρδιολόγος Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

Γιώργος Σταυρουλάκης ,
Καρδιολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.