Η τινζαπαρίνη πιο αποτελεσματική στην πρόληψη της θρόμβωσης στους καρκινοπαθείς

Ασπιρίνη: καθυστερεί τη νοητική λειτουργία των ηλικιωμένων Facebooktwitterpinterest

Σύμφωνα με δεδομένα της διεθνούς μελέτης CATCH (Comparison of Acute Treatment in Cancer Haemostasis) που παρουσιάστηκαν στο 56ο Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Αιματολογικής Εταιρείας (ASH) στο Σαν Φρανσίσκο στην Καλιφόρνια, η τινζαπαρίνη είναι πιο αποτελεσματική από τη βαρφαρίνη για την πρόληψη της υποτροπής των φλεβικών θρομβωτικών επεισοδίων σε καρκινοπαθείς.

Η μελέτη CATCH είναι η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα δοκιμή για την πρόληψη της υποτροπής φλεβικής θρομβοεμβολής (VTE) σε ασθενείς με ενεργό καρκίνο. Πρόκειται για διεθνής, κεκαλυμμένη, τυχαιοποιημένη, ενεργά ελεγχόμενη, ανοικτή δοκιμή φάσης III, με τυφλή αξιολόγηση, με στόχο την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας και ασφάλειας της μακροπρόθεσμης αγωγής (έξι μήνες) με τινζαπαρίνη (νατριούχο τινζαπαρίνη, 175 IU/kg) έναντι της χορήγησης βαρφαρίνης για την αντιπηκτική θεραπεία της VTE σε 900 καρκινοπαθείς.

Οι καρκινοπαθείς με ιστορικό φλεβικής θρομβοεμβολής (VTE), συμπεριλαμβανομένης της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης (DVT) ή της πνευμονικής εμβολής (PE), εμφανίζουν σημαντικό κίνδυνο υποτροπής της θρόμβωσης. Επομένως, η αποτελεσματική προληπτική αγωγή αποτελεί προτεραιότητα στον εν λόγω πληθυσμό.

Σύμφωνα με τους τρέχοντες κανόνες κλινικής πρακτικής συνιστάται η χρήση σκευασμάτων ηπαρίνης μικρού μοριακού βάρους (LMWH) αντί της βαρφαρίνης, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος αυτός, όμως οι συστάσεις βασίζονται σε μία και μοναδική δοκιμή.

Δεδομένης της απουσίας μελετών επιβεβαίωσης, η χορήγηση βαρφαρίνης εξακολουθεί να είναι συνήθης αντιπηκτική αγωγή που εφαρμόζεται στους καρκινοπαθείς. Προκειμένου να επιβεβαιωθούν τα προηγούμενα ευρήματα, σύμφωνα με τα οποία οι LMWH είναι πιο αποτελεσματικές από τη βαρφαρίνη για την πρόληψη της υποτροπιάζουσας VTE στους καρκινοπαθείς, η εταιρεία LEO Pharma διεξήγαγε τη μελέτη CATCH.

Κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων η Δρ Αγνκες Λι από το Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά, κύρια ερευνήτρια της μελέτης CATCH, εξήγησε ότι «ως η μεγαλύτερη τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή για τη θεραπεία της θρόμβωσης σε καρκινοπαθείς, η παρούσα μελέτη ενισχύει τις κλινικές οδηγίες που υποστηρίζουν τη χρήση ηπαρινών μικρού μοριακού βάρους αντί της βαρφαρίνης για την πρόληψη της υποτροπής των θρομβώσεων σε αυτούς τους ασθενείς. Επίσης, τα αποτελέσματά μας παρέχουν την πρώτη ένδειξη για δευτερεύοντες παράγοντες που μπορεί να ληφθούν υπόψη με στόχο την πρόληψη των θρομβώσεων σε αυτόν τον πληθυσμό υψηλού κινδύνου, όπως η ταυτοποίηση βιολογικών δεικτών και άλλων παραμέτρων μιας και ενδέχεται να απαιτείται πιο επιθετική αγωγή σε ορισμένους ασθενείς».

Κατά την περίοδο της αγωγής, 6,9% των ασθενών που έλαβαν τινζαπαρίνη εμφάνισαν υποτροπή της VTE, σε σύγκριση με 10% των ασθενών που έλαβαν βαρφαρίνη. Η τινζαπαρίνη δεν εμφάνισε στατιστικά σημαντική μείωση της υποτροπής της VTE, ωστόσο, εμφάνισε στατιστικά σημαντική δράση στη μείωση της DVT σε φλέβες άνω του γόνατος (σοβαρότερες/εγγύς DVT).

Οι ερευνητές δεν παρατήρησαν διαφορές στη θνησιμότητα ή στην επίπτωση μειζόνων αιμορραγικών επεισοδίων (2,9% στο σκέλος της τινζαπαρίνης και 2,7% στο σκέλος της βαρφαρίνης), διαπίστωσαν όμως ότι σημαντικά λιγότεροι ασθενείς εμφάνισαν ήσσονος κλινικής σημασίας μικρότερες αιμορραγίες με την τινζαπαρίνη παρά με τη βαρφαρίνη (11% έναντι 16%).

Να σημειωθεί ότι, σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό, οι καρκινοπαθείς εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης VTE. Η VTE αποτελεί μείζονα παράγοντα νοσηρότητας και θνησιμότητας και κύριο αίτιο θανάτου στους καρκινοπαθείς. Επιπλέον, καθώς αυξάνεται η επίπτωση και ο επιπολασμός του καρκίνου, σε συνδυασμό με πιο επιθετικές, συχνά θρομβογόνες αγωγές και χειρουργικές επεμβάσεις, είναι ενδεχομένως αναμενόμενο να αυξηθεί ο επιπολασμός των συνδεόμενων με τον καρκίνο θρομβώσεων.

Οι οδηγίες στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική συνιστούν τη μακροπρόθεσμη αγωγή της συμπτωματικής VTE σε όλους τους καρκινοπαθείς. Οι κυριότεροι θεραπευτικοί στόχοι είναι η μείωση των συμπτωμάτων της οξείας DVT και/ή PE, η μείωση της υποτροπιάζουσας θρόμβωσης και η μείωση της θανατηφόρου και της μη θανατηφόρου PE. Η θεραπεία της VTE θα πρέπει επίσης να μειώνει την επίπτωση των συνεπειών σε βάθος χρόνου, όπως του μεταθρομβωτικού συνδρόμου (PTS).

Για τον γενικό πληθυσμό, η τυπική αγωγή της οξείας VTE συνίσταται στην αρχική θεραπεία με ηπαρίνη μικρού μοριακού βάρους (LMWH), που μπορεί να ακολουθείται από μακρύτερης διάρκειας αγωγή με έναν από του στόματος ανταγωνιστή της βιταμίνης K (VKA). Αν και αυτή η προσέγγιση μπορεί να φανεί αποτελεσματική για πολλούς ασθενείς, οι καρκινοπαθείς έχουν σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο υποτροπής της VTE. Διάφορες μελέτες αναφέρουν επίπτωση της υποτροπιάζουσας VTE μέχρι και σε ποσοστό 20% των καρκινοπαθών. Ωστόσο, οι μελέτες σχετικά με τον τρόπο ανίχνευσης και θεραπείας των ασθενών που κινδυνεύουν από την υποτροπιάζουσα VTE είναι σπάνιες. Επιπλέον, η συχνή παρακολούθηση και οι προσαρμογές της δοσολογίας που απαιτούνται για την αγωγή με VKA επηρεάζουν δυσμενώς την ποιότητα της ζωής των ασθενών.

Σε αντίθεση με τους VKA, οι LMWH έχουν προβλέψιμο φαρμακοκινητικό προφίλ και ελάχιστες φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις. Ακόμη, έχει αποδειχθεί ότι οι LMWH υπερτερούν των VKA στη δευτερογενή πρόληψη της VTE στους καρκινοπαθείς. Κατά συνέπεια, οι συμφωνημένοι κανόνες για την αντιπηκτική θεραπεία, οι οποίοι βασίζονται σε στοιχεία, συνιστούν τη χρήση των LMWH επί 3-6 μήνες για τη θεραπεία της οξείας VTE σε ασθενείς με ενεργό καρκίνο (ASCO, ESMO, NCCN και ACCP).

health.in.gr

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.