ΚΕΕΛΠΝΟ Συνέντευξη του μήνα: Ιωάννης Βόντας

Facebooktwitterpinterest

Ποιά είναι τα πιο σημαντικά στάδια στην καριέρα σας;

Αποφοίτησα από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΓΠΑ) (1992), από όπου και έλαβα το διδακτορικού μου στην Γενετική Εντόμων. Εν συνεχεία δούλεψα σαν Επιστημονικός Συνεργάτης σε θέματα ανθεκτικότητας εντόμων στα εντομοκτόνα στο Πανεπιστήμιο Cardiff στην Ουαλία, στο Liverpool School of Tropical Medicine στην Αγγλία, και στο Ινστιτούτο Mοριακής Bιολογίας και Bιοτεχνολογίας στην Kρήτη. Από το 2005 έως το 2008 υπηρέτησα ως λέκτορας στο Εργ Φαρμακολογίας του ΓΠΑ και από το 2008 μέχρι σήμερα είμαι Αναπληρωτής Καθηγητής και Διευθυντής του Εργ. Μοριακής Εντομολογίας στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Συμμετέχω σε διάφορες διεθνείς επιστημονικές ομάδες και επιτροπές.

Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε με την εντομολογία;

Ασχολούμαι με την ανθεκτικότητα στα εντομοκτόνα, ένα εξειδικευμένο κλάδο της εντομολογίας, που επικαλύπτεται από τη γεωργ. Φαρμακολογία, τη μοριακή γενετική και τη βιοτεχνολογία. Γνώρισα το αντικείμενο τυχαία, αφού βρέθηκα το 1998 στο μεγαλύτερο εργαστήριο του κόσμου στην ανθεκτικότητα εντόμων υγειονομικής σημασίας, με μια μικρή μεταδιδακτορική υποτροφία από την Ελλάδα. Εν συνεχεία μου κίνησαν το ενδιαφέρον, ο εντυπωσιακός φαινότυπος της ανθεκτικότητας (τα ανθεκτικά κουνούπια δεν πέθαιναν ακόμα και μέσα στο αδιάλυτο σκεύασμα..), το μέγεθος του προβλήματος που προκαλούσε (το κουνούπι Anopheles gambiae είναι ο μεγαλύτερος «δολοφόνος» του πλανήτη, με έως και 1 εκατομ. θύματα ετησίως) και η σχετική «ευκολία» διεξαγωγής πειραμάτων με έντομα (διασταυρώσεις, μικρός βιολογικός κύκλος κλπ).

Πως βλέπετε το μέλλον της εντομολογίας στην Ελλάδα;

Στην Ελλάδα υπάρχουν εξαιρετικοί εντομολόγοι και ακαρεολόγοι με διεθνή αναγνώριση σε επιμέρους αντικείμενα. Ο κλάδος εξελίσσεται ταχύτατα με την ενσωμάτωση και χρήση νέων τεχνικών. Αν και φοβάμαι θα παραμείνει προβληματική η οικονομική κατάσταση της χώρας μας για αρκετά χρόνια, και είναι ορατός ο κίνδυνος να φύγουν οι καλύτεροί μας επιστήμονες στο εξωτερικό, θεωρώ ότι υπάρχουν πολλά περιθώρια ενίσχυσης των ερευνητικών μας ομάδων, με στόχο την κάλυψη ερευνητικών αναγκών μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής στην Ανατολική Μεσόγειο, ειδικά σε ορισμένους τομείς που διαθέτουμε παράδοση, όπως τα έντομα υγειονομικής σημασίας. Ένα παράδειγμα της δυναμικής της χώρας μας στο αντικείμενο αυτό, η οποία έχει οριοθετηθεί εδώ και δεκαετίες από αναγνωρισμένους έλληνες επιστήμονες (όπως οι Καθ. Φώτης Καφάτος και Χρήστος Λούης), είναι η διοργάνωση του πιο φημισμένου παγκόσμιου συνεδρίου για τα κουνούπια που γίνεται κάθε δύο χρόνια στις εγκαταστάσεις της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης (Ο.Α.Κ.) στο Κολυμπάρι, και προσελκύει τους καλύτερους ερευνητές από όλο τον κόσμο. Το γεγονός αποτελεί μεγάλη τιμή για την Ελλάδα, και μπορούμε να το «εκμεταλλευτούμε».

 

Όσον αφορά στον ιό του Δυτικού Νείλου: Ποια είναι η γνώμη σας για τους διαβιβαστές του ιού του Δυτικού Νείλου και ειδικά για τον ρόλο των ανθρωπο-ορνιθόφιλων υβριδίων κουνουπιών στην εξάπλωση του ιού? Πιστεύετε ότι θα επηρεάσουν στο μέλλον την κυκλοφορία του ιού?

Σε πρόσφατη μελέτη στην οποία συμμετείχε το Εργαστήριό μας βρέθηκε ότι η παρουσία και η συχνότητα ανθρωπο-ορνιθόφιλων υβριδικών πληθυσμών κουνουπιών Culex σε συγκεκριμένες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας σχετίζονταν σημαντικά με τα αυξημένα κρούσματα του Ιού του Δυτικού Νείλου που καταγράφηκε το 2010. Τα κουνούπια αυτά είναι εξαιρετικά επικίνδυνα επιδημιολογικά, γιατί τρέφονται τόσο από πουλιά όσο και από θηλαστικά, κάτι το οποίο αυξάνει πολύ τον κίνδυνο της άμεσης μετάδοσης του ιού από τα πουλιά (τα οποία αποτελούν τη δεξαμενή του ιού) προς τον άνθρωπο. Η παρουσία και εξέλιξη των υβριδικών πληθυσμών και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως και η πιθανή συσχέτιση της συχνότητάς τους με τα κρούσματα Ιού του Δυτικού Νείλου που αναφέρθηκαν πρόσφατα στην Αθήνα πρέπει απαραίτητα να διερευνηθεί και αντιμετωπισθεί.

Όσον αφορά στη ελονοσία:

Η ελονοσία είχε επίσημα εξαλειφθεί από την Ελλάδα από το 1974. Ωστόσο, το παράσιτο έχει επανεμφανιστεί και με βάση τα τελευταία δεδομένα, αν και φέτος υπάρξουν κρούσματα ενδογενούς μετάδοσης ελονοσίας, η Ελλάδα μετά από 40 χρόνια θα χαρακτηριστεί πάλι ενδημική χώρα ελονοσίας, κάτι που σίγουρα δεν το θέλουμε για λόγους που αφορούν τόσο τη δημόσια υγεία όσο και την τουριστική μας οικονομία. Η εκδήλωση της ελονοσίας πάντως μπορεί να μη ταυτίζεται χρονικά με τη μετάδοση του παρασίτου από κουνούπι, αφού το plasmodium vivax μπορεί να «κρυφτεί» στο συκώτι για μήνες ή και χρόνια χωρίς να υπάρχουν συμπτώματα.

α)Ποιοί είναι σήμερα οι στόχοι στις ερευνητικές σας προσπάθειες σε σχέση με τα ανωφελή κουνούπια ,τους διαβιβαστές των πλασμωδίων της ελονοσίας?

Η ομάδα μου στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης συμμετέχει στο μεγαλύτερο ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την καταπολέμηση των φορέων της ελονοσίας στην Αφρική (AVECNET), και επίσης χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς (IVCC/BMGF) για αντίστοιχη έρευνα. Η ερευνητική μας προσπάθεια εστιάζεται σε δύο αντικείμενα: (i) τη μοριακή ανάλυση μηχανισμών ανθεκτικότητας, για την ανάπτυξη ενζυμικών αναστολέων για βελτιωμένα εντομοκτόνα σκευάσματα και (ii) την ανάπτυξη μιας απλής μοριακής διαγνωστική πλατφόρμα (multiplex DNA-chip) για την ανάλυση κουνουπιών (vector incrimination) που συλλέγονται στο πεδίο, για το είδος (φορείς ελονοσίας ή όχι), την παρουσία μεταλλαγών ανθεκτικότητας σε επιμέρους εντομοκτόνα, την παρουσία και το είδος των παρασίτων της ελονοσίας και το αίμα από το οποίο έχουν τραφεί. Η ερευνητική μας ομάδα επίσης συμμετέχει από το 2013 στη μελέτη ανωφελών της Ελλάδας. Σε συνεργασία με την ομάδα του κ. Κολλιόπουλου (ΜΦΙ) αναλύουμε πληθυσμούς Anopheles από την περιοχή του Ευρώτα Λακωνίας, όπου έχουν παρατηρηθεί κρούσματα ελονοσίας. Το πρόγραμμα συντονίζεται από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (συντονιστής προγράμματος Καθ. κ. Χατζηχριστοδούλου) και εκτελείται με τη συμμετοχή του ΚΕΛΠΝΟ, της Σχολής Δημόσιας Υγείας και άλλων φορέων.

β)Δεδομένων των μικρών ποσοστών μολυσμένων με πλασμώδια ανωφελών θεωρείτε χρήσιμη την προσπάθεια αναζήτησης πλασμωδίων σε αυτά? Πρέπει να γίνεται σε ορισμένα είδη?

Η μοριακή ταυτοποίηση της παρουσίας παρασίτων στους φορείς είναι μια διεθνής πρακτική που εφαρμόζεται στα προγράμματα εντομολογικής επιτήρησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ χαμηλής συχνότητας παθογόνων, τα μοριακά πρωτόκολλα δύνανται να προσαρμόζονται για την ανίχνευση παθογόνων σε ομάδες εντόμων.

Ποια είναι η συμβολή των μοριακών τεχνικών στην ανίχνευση ανθεκτικότητας των κουνουπιών στα εντομοκτόνα?

Αυτή τη στιγμή το πρόβλημα της ανθεκτικότητας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στην προσπάθεια ελέγχου της ελονοσίας στην Αφρική. Οι προσπάθειες για τη διερεύνηση των μοριακών μηχανισμών που ευθύνονται για την ανθεκτικότητα των εντόμων στα εντομοκτόνα έχουν ενταθεί σημαντικά. Υπάρχουν όλα τα σύγχρονα μέσα για τη διεξαγωγή της έρευνας αυτής (μικροσυστοιχίες, SNP arrays κλπ), εξαιτίας της μεγάλης χρηματοδότησης – σε πολλές περιπτώσεις τα διαθέσιμα μοριακά εργαλεία για τα κουνούπια είναι εφάμιλλα αυτών για έρευνα σε οργανισμούς μοντέλα. Σκοπός της μοριακής έρευνας στην ανθεκτικότητα είναι (α) η ανάπτυξη βελτιωμένων εντομοκτόνων σκευασμάτων (ενσωμάτωση μη τοξικών – ενζυμικών παρεμποδιστών add-ons για την απενεργοποίηση ενζύμων ανθεκτικότητας, και ανάπτυξη τροποποιημένων δομικά εντομοκτόνων μορίων, τα οποία είναι ικανά να «ξεπερνούν» την ανθεκτικότητα) και (β) η ανάπτυξη μοριακών διαγνωστικών για την έγκαιρη ανίχνευση και διαχείριση της ανθεκτικότητας.

Υπάρχει προοπτική για χρήση μιας γρήγορης δοκιμασίας για την αξιόπιστη ανίχνευση της ανθεκτικότητας στα εντομοκτόνα?

Για επιμέρους μηχανισμούς ανθεκτικότητας έχουν αναπτυχθεί ήδη μοριακά διαγνωστικά που επιτρέπουν την ανίχνευση των μεταλλαγών ανθεκτικότητας σε πολύ σύντομο χρόνο ακόμα και χωρίς τη χρήση εξοπλισμού (π.χ. τεχνική LAMP), ενώ για την ανίχνευση οξειδασών αναπτύσσονται ανοσοδιαγνωστικά (immunο-strip test), που επίσης μπορούν να παρέχουν την πληροφορία με αμεσότητα και ασφάλεια.

Τι θα συστήνατε στην πολιτεία σχετικά με τα προγράμματα καταπολέμησης κουνουπιών;

Νομίζω γίνεται πολύ αξιόλογη προσπάθεια στα προγράμματα καταπολέμησης από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, και έχω ακούσει επανειλημμένως εγκωμιαστικά σχόλια για τις ενέργειες του ΚΕΛΠΝΟ στις επιτροπές του ΠΟΥ στη Γενεύη. Περιθώρια βελτίωσης πάντα υπάρχουν, αν κάτι θα μπορούσα εγώ να προτείνω:

(α) τον καλύτερο συντονισμό και αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού της χώρας σε θέματα αυστηρά της εξειδίκευσής του, με βασικό στόχο την προσφορά σε ένα πολύ σημαντικό θέμα που απασχολεί τη χώρα μας.

(β) την καλύτερη οργάνωση και συστηματοποίηση των προκηρύξεων που αφορούν τα έργα εκτέλεσης ψεκασμών, ώστε να υπάρχει ξεκάθαρη διαδικασία για όλους τους εμπλεκόμενους, η οποία μπορεί να οδηγήσει στη βελτίωση των υπηρεσιών, καθώς και την καλύτερη αξιολόγηση των προγραμμάτων καταπολέμησης από ανεξάρτητους φορείς, με βάση διεθνή πρωτόκολλα και διαδικασίες.

(γ) την ενίσχυση της ενημέρωσης της κοινωνίας (μαθητών, πολιτών κλπ) για θέματα που αφορούν τα κουνούπια και τις εντομομεταδιδόμενες ασθένειες, ειδικά στις περιοχές που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, με σκοπό την πρόληψη.

http://www2.keelpno.gr

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.