Οι Βιολογικές και Κοινωνικές Συνέπειες της Χρήσης Κάνναβης

Facebooktwitterpinterest

Όπως συμβαίνει με πολλές ουσίες που εισέρχονται στο ανθρώπινο σώμα, έτσι και με την κάνναβη μπορεί να προκύψουν θετικές ή αρνητικές συνέπειες για τον χρήστη, ανάλογα με την ποσότητα, τη συχνότητα, την ποιότητα και – ίσως το σημαντικότερο – το βιοχημικό προφίλ του χρήστη.

Οι υποστηρικτές της απαγόρευσης της χρήσης στηρίζουν την άποψή τους στις αρνητικές επιπτώσεις της κατανάλωσης κάνναβης, ενώ όσοι υποστηρίζουν την αντι-απαγόρευση τείνουν να επικεντρώνονται στις θετικές συνέπειές της. Αν υποθέσουμε ότι και οι δύο πλευρές έχουν βάσιμα επιχειρήματα, το  ζήτημα μεταξύ τους αφορά το συνολικό ισοζύγιο ανάμεσα στις αρνητικές και τις θετικές συνέπειες. Θα ήταν η πολιτική της ανοχής, ή εκείνη της απαγόρευσης, που θα είχε περισσότερες πιθανότητες να μειώσει συνολικά τη βλάβη; Ποιά πολιτική θα εξυπηρετούσε καλύτερα την κοινωνία σαν σύνολο, καθώς και τους προβληματικούς χρήστες ναρκωτικών;

Η επιστήμη της βιολογίας είναι περισσότερο επιδεκτική αντικειμενικής αποτίμησης, σε σχέση με τις κοινωνικές επιστήμες. Η βασική θέση που θα αναπτύξω στα παρακάτω είναι ότι η σωστή χρήση κάνναβης μειώνει τη βιολογική βλάβη που προκαλείται από βιοχημικές διαταραχές του οργανισμού, ιδιαίτερα εκείνες που σχετίζονται με την ηλικία. Η σωστή χρήση, σε διάκριση προς τη μη ενδεδειγμένη, μπορεί να έχει σημαντικές θετικές συνέπειες για την υγεία μας, λόγω του τρόπου με τον οποίο η κάνναβη μιμείται τα φυσικά κανναβινοειδή. Ουσιαστικά, ισχυρίζομαι ότι το ενδοκανναβιβοειδές σύστημα, όπως έχει διαμορφωθεί μετά από 600 εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης, είναι βασικός παράγοντας μείωσης της βιολογικής βλάβης, λόγω της ομοιοστατικής δράσης του. Τα κοινωνικά επακόλουθα της χρήσης κάνναβης θα αντιμετωπιστούν ως επιγενόμενα αυτού του βιολογικού υποβάθρου. Εδώ έγκειται το παράδοξο της σχέσης ανάμεσα στην κάνναβη και τη μείωση της βλάβης. Είναι μήπως προτιμότερη η σωστή χρήση της κάνναβης από τη μη χρήση;

Το Ενδοκανναβινοειδές Σύστημα

Σκευάσματα κάνναβης έχουν χρησιμοποιηθεί, εδώ και χιλιάδες χρόνια, στη θεραπεία ασθενειών όπως η επιληψία, οι ημικρανίες, προβλήματα εγκυμοσύνης και δυσμηνόρροιας. Ωστόσο, μόνο πρόσφατα ταυτοποιήθηκαν τα δραστικά συστατικά της κι άρχισαν να κατανοούνται οι μηχανισμοί της δράσης τους. Αν και    η Δ-9-Τετραϋδροκανναβινόλη (THC) είχε παραχθεί από τον Mechoulam ήδη από το 1967, μόλις το 1990 εντοπίστηκε στον εγκέφαλο και απομονώθηκε ο υποδοχέας κανναβινοειδών. Από τότε, η πρόοδος στο πεδίο αυτό έχει υπάρξει αλματώδης. Η ανακάλυψη υποδοχέων κανναβινοειδών στα κύτταρα εύλογα οδήγησε στην αναζήτηση ενδογενών ουσιών (συνδετών) που θα μπορούσαν να τους ενεργοποιήσουν, αφού έμοιαζε απίθανο τέτοιοι υποδοχείς να είχαν διαμορφωθεί για να καπνίζουμε εμείς χόρτο. Το 1992 ανακαλύφθηκε το λιπίδιο ανανδαμίδη. Αυτός ο μεταβολίτης ήταν η πρώτη από μία διαρκώς επεκτεινόμενη ομάδα ενώσεων, γνωστών ως ενδοκανναβινοειδών (ενδογενείς συνδέτες που μοιάζουν στη μαριχουάνα), που ανακαλύφθηκαν. Η σύνθεση, η αποικοδόμηση και η μεταφορά των κανναβινοειδών στους υποδοχείς, συγκροτούν μαζί το ενδοκανναβινοειδές σύστημα.

Το ευρύ θεραπευτικό δυναμικό, που απορρέει από τη σωστή διαχείριση του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος, μόλις άρχισε να αναγνωρίζεται. Πράγματι, μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες και πανεπιστημιακοί ερευνητές σ’ όλο τον κόσμο κάνουν πια έρευνες που σχετίζονται με τα κανναβινοειδή. Προσπαθούν κυρίως να κατανοήσουν τη λειτουργία του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος, καθώς και να μάθουν πώς μπορούμε να το επηρεάσουμε, αυξάνοντας ή ελαττώνοντας τη δραστηριότητά του, ανάλογα με την ασθένεια ή όποια άλλη κατάσταση μας ενδιαφέρει. Η Βρετανική GW Pharmaceuticals αναπτύσσει μια σειρά προϊόντων βασισμένων σε εκχύλισμα κάνναβης, που τώρα βρίσκονται σε στάδιο κλινικής δοκιμασίας, στη Βρετανία και στον Καναδά. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα είναι τόσο θετικά, που η Bayer AG μπήκε σε μια συμφωνία 25 εκατομμυρίων δολαρίων για τη διανομή του προϊόντος Sativa της GW. Από την άλλη μεριά, η Sanofi Research έχει αναπτύξει ένα σκεύασμα με ανταγωνιστική δράση ως προς τα ενδοκανναβινοειδή, που αποτρέπει το αίσθημα πείνας που αυτά επιφέρουν, και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο του βάρους.

Βιολογική Ιστορία των Ενδοκανναβινοειδών

Η ιστορία του κανναβινοειδούς συστήματος φαίνεται να πηγαίνει πολύ πίσω στο χρόνο. Κάποια από τα στοιχεία του εμφανίστηκαν 600 εκατομμύρια χρόνια πριν, μαζί με τους πρώτους πολυκύτταρους οργανισμούς. Οι απαρχές του κανναβινοειδούς συστήματος, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, απαντώνται στα μαλάκια και στην ύδρα. Καθώς προχωρούσε η εξέλιξη, ο ρόλος του κανναβινοειδούς συστήματος στη ζωή των οργανισμών γινόταν όλο και πιο σημαντικός. Σήμερα γνωρίζουμε ότι, για όλα τα ζώα, αυτό είναι που ευθύνεται για τη διατήρηση της ομοιόστασης στις διάφορες οργανικές ενότητές τους και ανάμεσα σ’ αυτές. Στο επίπεδο των κυττάρων, τα κανναβινοειδή ελέγχουν βασικές μεταβολικές διαδικασίες, όπως το μεταβολισμό της γλυκόζης. Τα κανναβινοειδή ρυθμίζουν τη μεσοκυτταρική επικοινωνία, ιδιαίτερα στο ανοσοποιητικό και στο νευρικό σύστημα. Γενικά, τα κανναβινοειδή ρυθμίζουν και συντονίζουν ιστούς, όργανα και οργανικά συστήματα (ανάμεσα στα οποία, το καρδιαγγειακό, το πεπτικό, το ενδοκρινικό, το απεκκριτικό, το ανοσοποιητικό, το μυοσκελετικό, το νευρικό, το αναπαραγωγικό και το αναπνευστικό). Οι επιδράσεις των κανναβινοειδών στη συνείδηση δεν έχουν κατανοηθεί επαρκώς ακόμα, είναι όμως αρκετά γνωστές κι έχουν να κάνουν με τη ψυχαγωγική χρήση της κάνναβης. Αυτές οι επιδράσεις μπορούν να έχουν επίσης και θεραπευτικές ιδιότητες.

Σκλήρυνση κατά Πλάκας

Έρευνες σε ζώα και ανθρώπους έχουν προσφέρει ισχυρές ενδείξεις για την ιδιότητα των κανναβινοειδών, να δρουν ανακουφιστικά σε κάποιες νευρολογικές παθολογικές καταστάσεις. Η χρήση κανναβινοειδών σε περιπτώσεις σκλήρυνσης κατά πλάκας (ΣΚΠ) αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα της ιατρικής χρήσης της μαριχουάνας, ως σημαντικού παράγοντα μείωσης της βλάβης. Η ΣΚΠ είναι μια νευροεκφυλιστική πάθηση, κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται σε δομές του νευρικού συστήματος. Οι νευρίτες πολλών νευρώνων του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) φέρουν ένα περίβλημα μυελίνης που λειτουργεί περίπου όπως το μονωτικό περίβλημα ενός καλωδίου. Η ΣΚΠ σχετίζεται με την αποσύνθεση αυτού του μυελινικού περιβλήματος, η οποία προκαλεί τα συμπτώματα της πάθησης, μέσα από την αποδυνάμωση των νευριτών και το θάνατο των κυττάρων.

Οι θεραπείες κάνναβης για τη ΣΚΠ μπορούν να προσφέρουν ανακούφιση των συμπτωμάτων, αλλά και ουσιαστικά θεραπευτικά αποτελέσματα. Από τη μια μεριά, τα κανναβινοειδή  περιορίζουν τη σπαστικότητα στη χρόνια υπόστροφη πειραματική αυτοάνοση εγκεφαλομυελίτιδα (CREAE) – ένα ζωικό μοντέλο της ΣΚΠ. Ωστόσο, η σχέση του κανναβινοειδούς συστήματος με την αιτιολογία της ΣΚΠ πάει πολύ πιο μακριά. Η ΣΚΠ είναι στην πραγματικότητα μια αυτοάνοση πάθηση. Για να κατανοήσουμε τη σημασία του ρόλου των κανναβινοειδών, πέρα από όσα έχουν ήδη ειπωθεί σε ένα μηχανιστικό επίπεδο προσέγγισης της ΣΚΠ, πρέπει να πούμε δυο λόγια για την ανοσολογία.

Τα Κανναβινοειδή και το Ανοσοποιητικό Σύστημα

Μπορούμε να πούμε, κάπως απλουστευτικά, ότι το ανοσοποιητικό σύστημα μας προστατεύει απέναντι σε επιθέσεις από εξωτερικούς εισβολείς. Πιο σωστά, θα λέγαμε ότι ο βιολογικός ρόλος του ανοσοποιητικού συστήματος είναι η ρύθμιση της ζωής, του θανάτου και της διαφοροποίησης των κυττάρων, με σκοπό την προστασία μας. Εν μέρει, αυτοί οι στόχοι επιτυγχάνονται μέσα από την εξισορρόπηση δυο αμοιβαία αντιτιθέμενων μηχανισμών, των ανοσοαποκρίσεων «Th1» και «Th2». Η ανοσοαπόκριση Th1 είναι κρίσιμης σημασίας για την καταπολέμηση λοιμώξεων που προκαλούνται από συγκεκριμένους νοσογόνους παράγοντες. Αυτή η λειτουργία αποτρέπεται από τα κανναβινοειδή, που άρα έχουν σημαντική ομοιοστατική ρυθμιστική δράση. Αν και συχνά θεωρούνται ανοσοαναστολείς, στην πραγματικότητα τα κανναβινοειδή, ενώ αποτρέπουν την Th1, υποστηρίζουν την Th2 ανοσοαπόκριση. Τα κανναβινοειδή είναι λοιπόν ρυθμιστές του ανοσοποιητικού συστήματος. Τα περισσότερα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος είναι εφοδιασμένα με έναν ειδικό υποδοχέα κανναβινοειδών (Cb2).

Th1 Ανοσοαπόκριση

Η Th1 είναι μια φλεγμονώδης οδός ανοσοαπόκρισης, η οποία λειτουργεί  προκαλώντας την παραγωγή ελευθέρων ριζών που είναι κρίσιμες για την απόκρουση των παθογόνων, ιδιαίτερα των ενδοκυτταρικών παθογόνων, όπως αυτών που προκαλούν τη νόσο των λεγεωναρίων, τη λεϊσμανίαση και τη φυματίωση. Αντίστοιχα, η χρήση της κάνναβης θα πρέπει να αποφεύγεται, όταν η Th1 οδός ανοσοαπόκρισης μας χρειάζεται για την καταπολέμηση αυτών των παθήσεων.

Καναβιννοειδή, Th1 και Αυτοάνοσα Νοσήματα

Σε αντίθεση με την Th1, η Th2 ανοσοαπόκριση υποστηρίζει τη χυμική δράση του ανοσοποιητικού συστήματος. Αποτρέπει την Th1 οδό απόκρισης, χαρακτηρίζεται από την παραγωγή αντισωμάτων και έχει αντιφλεγμονώδη συμπεριφορά. Στην ιδανική κατάσταση, οι λειτουργίες των Th1 και Th2 οδών ανοσοαπόκρισης ισορροπούν, έτσι ώστε να υποστηρίζουν με τον καλύτερο τρόπο τις ανάγκες επιβίωσης του οργανισμού στο περιβάλλον του. Στην πράξη όμως, πολλά αυτοάνοσα νοσήματα, καθώς και άλλες παθήσεις που σχετίζονται με την ηλικία, χαρακτηρίζονται από υπερβολική δραστηριοποίηση του Th1 ανοσοποιητικού μηχανισμού στους προσβεβλημένους ιστούς. Η σκλήρυνση κατά πλάκας, η αρθρίτιδα, η ασθένεια του Κρον και ο διαβήτης εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία.

Η θεραπευτική δράση των κανναβινοειδών σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να είναι θεαματική. Για παράδειγμα, εντυπωσιακά ήταν τα αποτελέσματα της αγωγής με κανναβινοειδή σε τρωκτικά με πειραματική αυτοάνοση εγκεφαλομυελίτιδα (ΕΑΕ), που είναι το ζωικό μοντέλο της ΣΚΠ. Σε μελέτη που χρησιμοποίησε ινδικά χοιρίδια και αρουραίους, το 98% των ζώων με ΕΑΕ, στα οποία δεν χορηγήθηκαν κανναβινοειδή, πέθαναν. Αντίθετα, το 95% όσων έλαβαν αγωγή THC επιβίωσαν. Εμφάνισαν με καθυστέρηση μόνο ήπια – ή και καθόλου – συμπτώματα. Η δυνατότητα των κανναβινοειδών, να θέτουν υπό έλεγχο ένα σύνολο αυτοάνοσων παθήσεων, θα πρέπει να μας υποψιάσει ενάντια στη μακρόχρονη χρήση αναστολέων των υποδοχέων CB1 για λόγους ελέγχου του βάρους. Τέτοια φάρμακα είναι αυτόν τον καιρό σε αναμονή για έγκριση, και ένας από τους συμμετέχοντες στις κλινικές δοκιμές εμφάνισε απροσδόκητα σκλήρυνση κατά πλάκας.

Διφασική Συμπεριφορά των Κανναβινοειδών

Οι σύντομες ματιές μας στα βιολογικά, νευρολογικά και ανοσολογικά δεδομένα μάς επιτρέπουν τώρα να εξετάσουμε την επίδραση των κανναβινοειδών σε διάφορες άλλες παθολογικές καταστάσεις. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι, λόγω του ομοιοστατικού ρυθμιστικού ρόλου της, πολύ υψηλά ή πολύ χαμηλά επίπεδα κανναβινοειδούς δραστηριότητας μπορούν να είναι επιβλαβή. Τα όρια διακύμανσης, για τις συγκεντρώσεις και τη δραστηριότητα των κανναβινοειδών, είναι συνάρτηση γενετικών παραμέτρων, του τύπου των κυττάρων και της κατάστασης της υγείας τους, καθώς και του περιβάλλοντος. Οι επιστημονικές δημοσιεύσεις πάνω στα κανναβινοειδή και τις επιδράσεις τους πρέπει να προσεγγίζονται με προσοχή. Τα κανναβινοειδή συχνά εμφανίζουν διφασικές αποκρίσεις. Σε χαμηλές δόσεις μπορούν να ενεργοποιήσουν την Th2 ανοσολογική απόκριση, ενώ σε υψηλές δόσεις μπορούν να αποτρέψουν την Th2 και να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ της Th1 απόκρισης. Σε σχέση με τις πολιτικές μείωσης της βλάβης, τα παραπάνω καταδεικνύουν την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η θεραπευτική δράση της κάνναβης ως συνάρτηση των δόσεων, της νόσου και της κατάστασης του οργανισμού του συγκεκριμένου ασθενή στον οποίο απευθύνεται.

Η χρήση των κανναβινοειδών στη θεραπεία της νόσου του Πάρκινσον είναι μια τέτοια περίπτωση, όπου υπερβολικά υψηλά ή χαμηλά επίπεδα κανναβινοειδούς δραστηριότητας μπορούν να είναι επιζήμια.

Κανναβινοειδή και Καρκίνος

Ίσως η μεγαλύτερη συνεισφορά των κανναβινοειδών στη μείωση της βλάβης να συναντάται στις περιπτώσεις καρκινοπαθών. Τα κανναβινοειδή διαθέτουν πολλές φαρμακολογικές ιδιότητες που είναι συχνά ευεργετικές για τους ασθενείς του καρκίνου. Η αντιεμετική δράση τους και η ιδιότητά τους να ανοίγουν την όρεξη είναι ευρέως γνωστές. Μια συγκεντρωτική μελέτη σχεδιάστηκε για να ποσοτικοποιήσει την αντιεμετική δράση των κανναβινοειδών, εξετάζοντας τα δεδομένα 30 τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων μελετών που δημοσιεύτηκαν ανάμεσα στο 1975 και το 1997, στις οποίες 1366 ασθενείς υποβλήθηκαν σε αγωγή (όχι καπνιζόμενης) κάνναβης. Για τους ασθενείς που χρειάζονταν ένα μεσαίο επίπεδο ελέγχου, τα κανναβινοειδή ήταν η προτιμώμενη αγωγή (σε ποσοστό από 38 μέχρι 90%). Αυτό το πλεονέκτημα χάνεται στις περιπτώσεις ασθενών με ανάγκες για χαμηλά ή υψηλά επίπεδα ελέγχου. Η ηρεμιστική δράση και η ευφορία αναφέρονται ως επιθυμητές παρενέργειες, ενώ η ζάλη, η δυσφορία, οι παραισθήσεις και η αρτηριακή υπόταση ως αρνητικές.

Λιγότερο γνωστές όμως στο ευρύ κοινό είναι οι αναλγητικές ιδιότητες των κανναβινοειδών, καθώς και η δυνατότητά τους να σκοτώνουν καρκινικά κύτταρα. Τα κανναβινοειδή μπορεί επίσης να αποδειχθούν χρήσιμοι χημειοθεραπευτικοί παράγοντες. Τα κανναβινοειδή προσβάλλουν διάφορους τύπους καρκίνου στα ζώα και σε κυτταροκαλλιέργειες. Για παράδειγμα, σκοτώνουν τα καρκινικά κύτταρα σε διάφορες λεμφοβλαστικές κακοήθειες, όπως στη λευχαιμία και το λέμφωμα, στον καρκίνο του δέρματος, στο γλοίωμα, στον καρκίνο του στήθους και του προστάτη, στο φαιοχρωμοκύττωμα, στον καρκίνο του θυρεοειδούς και στον καρκίνο του παχέος εντέρου. Από το 2002, η THC δοκιμάζεται κλινικά στην Ισπανία, για τη θεραπεία του γλοιώματος. Ωστόσο, καθώς οι καρκίνοι δεν είναι όλοι ίδιοι μεταξύ τους, οι βιοχημικές επιδράσεις των κανναβινοειδών, αν και αποτελεσματικές στην προσβολή κάποιων καρκινικών κυττάρων, μπορούν να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα σε άλλους τύπους καρκίνου. Για παράδειγμα, πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι το μεθανανδαμίδιο, ένα συνθετικό κανναβινοειδές, μπορεί να ενισχύσει την ανάπτυξη του καρκίνου του πνεύμονα, μέσα από μια ανεξάρτητη υποδοχέων οδό, που σχετίζεται με τη διέγερση του αναστολέα COX2. Αν και έχουμε μάθει πολλά για το θεραπευτικό δυναμικό των κανναβινοειδών και των ανταγωνιστών τους, σε διάφορες περιπτώσεις, ωστόσο η επιστημονική κατανόηση της σωστής ρύθμισης των ενδοκανναβινοειδών μηχανισμών παραμένει ακόμα σε προκαρκτικό επίπεδο. Έχουμε ακόμα περισσότερα να μάθουμε.

Κανναβινοειδή και Πόνος

Ένα ερευνητικό πεδίο, που έλκει τελευταία το ενδιαφέρον του κοινού, είναι η αναλγητική χρήση των κανναβινοειδών, τόσο σε περιπτώσεις καρκίνου, όσο και σε άλλους ασθενείς. Φάρμακα βασισμένα σε εκχύλισμα κάνναβης έχουν δείξει καλή συμπεριφορά στο θέμα της ανακούφισης του πόνου. Πρόσφατα ανακαλύφθηκε ο ενδογενής ρόλος των κανναβινοειδών στο κύκλωμα του πόνου: το ενδοκανναβινοειδές ΑΕΑ ταυτοποιήθηκε ως ο φυσικός συνδέτης για τους υποδοχείς βανιλλοειδών. Οι υποδοχείς βανιλλοειδών, που είναι κατιοντικά κανάλια (cation channels), έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη διαχείριση του πόνου. Τα κανναβινοειδή φαίνεται να ακολουθούν μια λειτουργική οδό, παράλληλη εκείνης των οπιοειδών, και θεωρείται ότι ασκούν antinociceptive δράση στο νωτιαίο μυελό και στον εγκέφαλο, αν και μπορούν να δράσουν καί περιφερειακά, αποτρέποντας την αποκοκκίωση των μαστοκυττάρων. Αναγνωρίζοντας την αναλγητική δράση των κανναβινοειδών, η Αγγλία και ο Καναδάς χρησιμοποιούν σκευάσματα κάνναβης, για την ανακούφιση πολιτών που υποφέρουν από διάφορες διαταραχές. Κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους έχουν αποδείξει ότι η χορήγηση κανναβινοειδών μπορεί να περιορίσει δραματικά τη χρήση οπιοειδών και να δράσει ανακουφιστικά σε περιπτώσεις νευρογενών συμπτωμάτων, εκεί που άλλες μέθοδοι έχουν αποτύχει. Πρόσφατα, η τοπική εφαρμογή του συνθετικού κανναβινοειδούς WIN55,212-2 ενίσχυσε σημαντικά την antinociceptive δράση της μορφίνης, ανοίγοντας το δρόμο για μεθόδους ανακούφισης του πόνου στηριγμένες στην κάνναβη, με περιορισμένες παρενέργειες στο επίπεδο της συνείδησης. Ο ενδογενής ρόλος των κανναβινοειδών στη ρύθμιση του πόνου υποστηρίζεται περαιτέρω από τη διέγερση των CB1 υποδοχέων στα ποντίκια, μετά από νευρολογικές βλάβες. Και πάλι, η φύση επέλεξε τα κανναβινοειδή για τη μείωση της βλάβης.

Κάπνισμα και Καρκίνος των Πνευμόνων

Βασικό ζήτημα για τη συνεισφορά της κάνναβης στη μείωση της βλάβης – τόσο από τη σκοπιά της βιολογίας, όσο κι από εκείνη των πολιτικών μείωσης της βλάβης – είναι ο τρόπος χορήγησης του φαρμάκου. Το κάπνισμα της κάνναβης, σε αντίθεση με τη στοματική χορήγηση, έχει το πλεονέκτημα της άμεσης δράσης, που επιτρέπει την αυτοτιτλοδότηση της δραστηριότητας του φαρμάκου. Δυστυχώς όμως, ο καπνός της κάνναβης περιέχει πολυάριθμες καρκινογόνες ενώσεις. Στην πραγματικότητα, ο καπνός της κάνναβης μπορεί να περιέχει περισσότερη πίσσα από εκείνον του τσιγάρου. Παρά το γεγονός όμως ότι ο καπνός της κάνναβης προκαλεί κυτταρικές αλλοιώσεις που θεωρούνται προκαρκινικές, μια μεγάλη επιδημιολογική μελέτη δεν κατάφερε να συσχετίσει το κάπνισμα της κάνναβης με τους τύπους καρκίνου που σχετίζονται με το τσιγάρο. Πολλές πρόσφατες μελέτες παρέχουν πια μια επιστημονική βάση στην ξεκάθαρη σχέση ανάμεσα στο τσιγάρο και τον καρκίνο των πνευμόνων, μια σχέση που δεν υφίσταται στην περίπτωση του καπνού της κάνναβης.

 

Αντί για το Κάπνισμα

Ανεξάρτητα από το αν το κάπνισμα της κάνναβης μπορεί ή όχι να προκαλέσει καρκίνο των πνευμόνων, οτιδήποτε περιέχει μερικά οξειδωμένους υδρογονάνθρακες ή καρκινογόνες και ερεθιστικές ουσίες, είναι ανθυγιεινό και όταν καπνίζεται έχει αρνητικές συνέπειες. Ευτυχώς όμως υπάρχουν και εναλλακτικές οδοί μείωσης της βλάβης. Αν και συχνά αντιμετωπίζεται σαν πρόβλημα, η κάνναβη με υψηλή περιεκτικότητα σε THC, επιτρέπει τον περιορισμό της κάνναβης που πρέπει κάποιος να καπνίσει για θεραπευτικούς σκοπούς. Επιπλέον, μελέτες δείχνουν ότι η εξαέρωση των δραστικών συστατικών της κάνναβης μπορεί να απομακρύνει με επιτυχία τις ανεπιθύμητες ουσίες, κρατώντας μόνο τις επιθυμητές. Αυτά τα αποτελέσματα έρχονται σε αντίθεση με μια πρόσφατη μελέτη που έγινε στην Αυστραλία, σύμφωνα με την οποία η χρήση ναργιλέ δεν περιορίζει τις ποσότητες πίσσας και μονοξειδίου του άνθρακα που εισπνέει ο καπνιστής. Η GW Pharmaceuticals μελετά την παραγωγή ενός στοματικού σπρέι, που μάλλον θα αποτελέσει μια ακόμα ασφαλή και αποτελεσματική εναλλακτική οδό χορήγησης, πολύτιμη για όσους χρησιμοποιούν κάνναβη για θεραπευτικούς σκοπούς. Η εταιρεία έχει επίσης απομονώσει ποικιλίες κάνναβης με συγκεκριμένες αναλογίες διαφόρων κανναβινοειδών, που μπορούν να έχουν εξειδικευμένη ιατρική χρήση.

Κανναβινοειδή και Μεταβολισμός των Φαρμάκων

Είδαμε ότι, τόσο τα έξω- όσο και τα ενδοκανναβινοειδή, μπορούν να μειώσουν τη βλάβη σε διάφορες περιπτώσεις. Θεραπείες βασισμένες σ’ αυτά έχουν φανεί ιδιαίτερα χρήσιμες στο χειρισμό διαφόρων νευρολογικών και ανοσολογικών διαταραχών. Κι όμως, δεν έχουμε ρίξει παρά μια γρήγορη ματιά στην επιστημονική βιβλιογραφία που αφορά τα κανναβινοειδή και τις βιολογικές επιδράσεις τους. Θα πρέπει ωστόσο να έχει γίνει σαφές ότι τα κανναβινοειδή διαθέτουν τεράστιο θεραπευτικό δυναμικό, ιδιαίτερα καθώς μαθαίνουμε περισσότερα για το φυσικό κανναβινοειδή μηχανισμό μείωσης της βλάβης, που η εξέλιξη έχει διαμορφώσει στους ζωικούς οργανισμούς.

Κανναβινοειδή και Στρες

Το στρες και η απόλαυση είναι περίπλοκες παράμετροι της εξαρτησιακής συμπεριφοράς. Πώς τις επηρεάζει η επαναλαμβανόμενη χρήση THC; Μια πρόσφατη μελέτη προσεγγίζει το ερώτημα, μετρώντας την απορρόφηση γλυκόζης σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου των αρουραίων, μετά από επαναλαμβανόμενες χορηγήσεις THC. Μετά από 7 και 21 ημέρες χορήγησης, περιοχές του εγκεφάλου που κανονικά επηρεάζονται από μία μόνο δόση THC δεν εμφάνιζαν πια μειωμένη απορρόφηση γλυκόζης (οι περισσότερες περιοχές του φλοιού, του θαλάμου και των βασικών γαγγλίων). Αντίθετα, σε άλλες περιοχές του εγκεφάλου, οι μεταβολές στην απορρόφηση γλυκόζης παρέμειναν σταθερές (στον επικλινή πυρήνα, στον έσω ραχιαίο θάλαμο, στο βασικό και πλάγιο πυρήνα της αμυγδαλής, σε τμήματα του ιπποκάμπου και στον έσω πυρήνα της ραφής). Έτσι, ενώ ο οργανισμός αναπτύσσει ανθεκτικότητα στην επίδραση της επαναλαμβανόμενης χορήγησης THC στη θερμοκρασία και στην κινητικη δραστηριότητα του σώματος, εκείνες οι περιοχές που εμπλέκονται σε υψηλότερες εγκεφαλικές λειτουργίες παραμένουν ευαίσθητες στην THC. Αυτή η διαφορική προσαρμοστικότητα στη χορήγηση THC είναι συμβατή με ένα χαμηλό εθιστικό δυναμικό. Η καλύτερη απόδειξη ότι η χρήση της κάνναβης δεν προκαλεί εθιστικές αντιδράσεις είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι από εκείνους που τους χορηγήθηκε κάνναβη σταματούν τη χρήση της χωρίς κόπο.

Μια σημαντική διάσταση της φαρμακολογικής δράσης των κανναβινοειδών είναι οι αγχολυτικές ιδιότητές τους. Ενας ενδιαφέρων μηχανισμός, με τον οποίο τα κανναβινοειδή ανακουφίζουν το άγχος, είναι μέσω της επίδρασής τους στη μνήμη. Τα κανναβινοειδή ρυθμίζουν τη διαγραφή των οδυνηρών αναμνήσεων. Τι ευλογία για όσους υποφέρουν από βαριές ή και θανατηφόρες ασθένειες… Τα κανναβινοειδή τους επιτρέπουν να ξεχάσουν την ατυχία τους.

Επιπλοκές στη Συμπεριφορά

Η χρήση της κάνναβης – ή και οποιασδήποτε ψυχοτρόπας ουσίας – από νέους ανθρώπους, με μυαλά που ακόμα διαμορφώνονται, σωστά παραμένει ένα ζήτημα προς διερεύνηση. Υπάρχει, για παράδειγμα, σχέση ανάμεσα στη χρήση κάνναβης και τη σχιζοφρένεια; Η σχιζοφρένεια χαρακτηρίζεται από παραμορφωτική αντίληψη της πραγματικότητας, διαταραχές στη γλώσσα και τη σκέψη, καθώς και τάσεις απομόνωσης. Σίγουρα κάποιες πλευρές της τοξίνωσης από κάνναβη μπορούν να παραλληλιστούν με αυτά τα συμπτώματα. Υπάρχουν φόβοι ότι η κάνναβη μπορεί να επιταχύνει την εμφάνισή τους, ιδιαίτερα σε άτομα που έχουν τη σχετική προδιάθεση. Έχει υποστηριχτεί ότι οι σχιζοφρενείς (ή οι δυνάμει σχιζοφρενείς) ανήκουν σε δύο κατηγορίες, αναφορικά με τη χρήση κάνναβης. Η χρήση μπορεί να ανακουφίσει τα συμπτώματα όσων ανήκουν στη μία από αυτές, οι υπόλοιποι όμως ίσως κινδυνεύουν να ανοίξουν το δρόμο στην εκδήλωση της πάθησης. Οι περιπλοκότητες αυτού του ζητήματος μπορούν να διαλευκανθούν, αν εξετάσουμε τις απροσδόκητες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε σύνθετα συστήματα, όπως το νευρικό και το ανοσολογικό.

Συμπεράσματα

Η εξέλιξη επέλεξε τα ενδοκανναβινοειδή ως ομοιοστατικούς ρυθμιστές πολυάριθμων βιολογικών διεργασιών, που συντελούνται σε όλα τα οργανωμένα συστήματα του σώματός μας, καθώς και για την αντιμετώπιση βιοχημικών διαταραχών που συνοδεύουν διάφορες καταστάσεις νόσου ή βλάβης, ιδιαίτερα εκείνες που σχετίζονται με την ηλικία. Ήδη στη φάση της γέννησης, τα κανναβινοειδή είναι παρόντα στο μητρικό γάλα, ενεργοποιώντας τις διεργασίες της σίτισης. Αν με κάποιον ανταγωνιστή ανασταλεί η δραστηριότητα των κανναβινοειδών στο γάλα των ποντικιών, τα νεογέννητα ποντίκια πεθαίνουν από ασιτία. Καθώς η ζωή προχωρά, τα κανναβινοειδή συνεχίζουν να ρυθμίζουν την όρεξη, τη θερμοκρασία του σώματος, την αναπαραγωγική δραστηριότητα και τις μαθησιακές λειτουργίες. Σε περιπτώσεις σωματικής βλάβης, τα κανναβινοειδή καλούνται να ελέγξουν τη φλεγμονή, να προστατεύσουν τους νευρώνες, να ρυθμίσουν τον καρδιακό ρυθμό και να προστατεύσουν την καρδιά από τη στέρηση οξυγόνου. Σε ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου, τα επίπεδα των κανναβινοειδών ενισχύονται, με σκοπό τον έλεγχο του καρκίνου. Βοηθούν ακόμα στην ανακούφιση του σωματικού, αλλά και του συναισθηματικού πόνου, μέσω της υπέρβασης των δυσάρεστων αναμνήσεων.

Αν και σίγουρα ελλιπής, η παραπάνω συνοπτική αναφορά προσπάθησε να υποστηρίξει ένα θεωρητικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο το ενδοκανναβινοειδές σύστημα παρουσιάζεται ως η φυσική μέθοδος μείωσης της βλάβης. Όλες οι διεργασίες που διαμεσολαβούνται από τα κανναβινοειδή ακολουθούν ένα κοινό μοτίβο. Πολλές από τις βιοχημικές διαταραχές, από τις οποίες μας προστατεύουν τα κανναβινοειδή, σχετίζονται με την ηλικία. Η ίδια η γήρανση αποτελεί μια κίνηση του συνόλου του οργανισμού προς τη χημική ισορροπία (μακριά από υψηλά ρυθμισμένες καταστάσεις αστάθειας), και ως τέτοια συνιστά μια διαταραχή, από την οποία πάσχουν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί. Από την άλλη μεριά, οι βλαβερές επιπτώσεις της χρήσης κάνναβης, όσο υπερβολικές κι αν φαίνονται κάποιες φορές, αντανακλούν ίσως το υψηλό δυναμικό κινδύνου για μια μειοψηφία του πληθυσμού, για την οποία τα χαμηλά επίπεδα κανναβινοειδών μπορεί να ενισχύουν τη ψυχική ισορροπία, τη γονιμότητα, ή την καλύτερη ρύθμιση της κατανάλωσης τροφής.

ΖΕΝΙΘ: Νέο Ιδεαλιστικό Πολιτισμικό Ρεύμα

Γράφει ο Robert Melamede

Harm Reduction Journal 2005, Μετάφραση: Χάρης Χρόνης

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.