« Ο ρόλος των Νέων Τεχνολογιών στη Φυσική Αγωγή».

Facebooktwitterpinterest

Περίληψη

Οι νέες τεχνολογίες έχουν εισχωρήσει σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και φυσικά και στην επιστήμη της φυσικής αγωγής. Είναι πλέον απαραίτητο βοήθημα για τον καθηγητή φυσικής αγωγής και μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο διδασκαλίας, αλλά και το αποτέλεσμα της μάθησης. Στην παρούσα βιβλιογραφική ανασκόπηση φάνηκε ότι η μάθηση με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών αποτελεί μια ισάξια εναλλακτική μέθοδο διδασκαλίας, σε σχέση με την παραδοσιακή μέθοδο, καθιστώντας την ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του καθηγητή φυσικής αγωγής. Συμπερασματικά η φυσική αγωγή, είτε αναφέρεται στο σχολείο, είτε στην προπόνηση αθλητών, μπορεί να ωφεληθεί από τη χρήση και την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στην εκπαιδευτική διαδικασία.

The Role of New Technologies on Physical Education

Ο ρόλος των Νέων Τεχνολογιών στη Φυσική Αγωγή.

Οι νέες τεχνολογίες έχουν τα τελευταία χρόνια διεισδύσει σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και προβάλλουν ως ένα πολλά υποσχόμενο δυναμικό τεχνολογικό εργαλείο. Λίγοι μπορούν να ισχυριστούν σήμερα ότι αγνοούν εντελώς την ύπαρξή τους, ακόμη και αν γνωρίζουν ελάχιστα για τους τρόπους αξιοποίησης, τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που παρέχουν.

Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, η κυριότερη έκφραση των νέων τεχνολογιών, έχει εισχωρήσει σε όλους τους τομείς της επιστήμης και κάθε άλλης παραγωγικής δραστηριότητας, συμβάλλοντας έτσι, με άμεσο και έμμεσο τρόπο, στην ίδια τη ραγδαία εξέλιξή τους. Είναι προφανές πως οι κοινωνικές επιπτώσεις από τη νέα αυτή παραγωγική δύναμη είναι σημαντικές, σύνθετες και, ως ένα σημείο, απρόβλεπτες (Ρές Γ, 2004). Ο υπολογιστής έχει και μια σημαντική παρουσία στην επιστήμη της φυσικής αγωγής. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής μπορεί να επεξεργαστεί πολύ γρήγορα μεγάλο όγκο δεδομένων και να συνδυάσει πολλά μέσα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πίνακας, σα διαφανοσκόπιο, σα βίντεο, σαν κασετόφωνο ή σαν συνδυασμός όλων αυτών. Είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο ως ένα εποπτικό μέσο διδασκαλίας, αλλά και ως ένα δυναμικό εργαλείο γνωστικής ανάπτυξης. Τα ποικίλα χαρακτηριστικά του (αλληλεπιδραστικότητα, πολλαπλές και ευέλικτες αναπαραστάσεις της πληροφορίας, μοντελοποιήσεις, αξιοποίηση της τεχνολογίας των πολυμέσων και του δικτύου επικοινωνίας), παρέχουν ενδιαφέρουσες δυνατότητες για τη συγκρότηση ενός γόνιμου και προωθημένου μαθησιακού περιβάλλοντος το οποίο, με την κατάλληλη διαμεσολάβηση του εκπαιδευτικού, καθηγητή φυσικής αγωγής, ή προπονητή, είναι δυνατό να λειτουργήσει ενισχυτικά στη βελτίωση των επικοινωνιακών και μαθησιακών παραμέτρων της εκπαιδευτικής διαδικασίας (Εμβαλιώτης, 2002).

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι ότι δίνει τη δυνατότητα να έχουμε πληροφορία οποιουδήποτε τύπου τη στιγμή που τη θέλουμε και ότι μπορεί να εκμεταλλεύεται ταυτόχρονα πολλά συστήματα συμβόλων (κείμενο, ήχος, εικόνα, βίντεο, τρισδιάστατη αναπαράσταση) κατά επιλογή (Ρές, 2004).

Σύμφωνα με δεδομένα ερευνητικών μελετών (Papert, 1993), οι υπολογιστές παρουσιάζουν πολλές εκπαιδευτικές δυνατότητες και κάνουν τη μάθηση πιο ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική, παρουσιάζουν τα γεγονότα και τις πληροφορίες με πολλαπλό τρόπο, τονίζουν τον ενεργητικό ρόλο του εκπαιδευόμενου στη διαδικασία της μάθησης, εξατομικεύουν τη διαδικασία και παρέχουν την κατάλληλη ανατροφοδότηση σε σύντομο χρονικό διάστημα, παρέχουν τον έλεγχο της διαδικασίας είτε στον εκπαιδευτή, είτε στον εκπαιδευόμενο, ή τον κρατούν οι ίδιοι, συνδέουν τη μαθησιακή δραστηριότητα με την καθημερινή ζωή, δημιουργούν ποιοτικότερες συνθήκες συνεργατικής μάθησης, και υπογραμμίζουν το διευκολυντικό, συντονιστικό και διαμεσολαβητικό ρόλο του εκπαιδευτικού στη μαθησιακή διαδικασία (Ρές, 2004).

Οι νέες τεχνολογίες και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το δάσκαλο, τον καθηγητή φυσικής αγωγής, τον προπονητή ως γνωστικό και διερευνητικό εργαλείο (αλληλεπιδραστικά πολυμέσα, προσομοιώσεις, εκπαιδευτικά παιχνίδια), ως εποπτικό μέσο, ως εργαλείο επικοινωνίας (επικοινωνία με διάφορους φορείς, μεταξύ μαθητών, ψηφιακές βιβλιοθήκες), ως εργαλείο αναζήτησης πληροφοριών (on line βάσεις δεδομένων) και ως εργαλείο τεχνολογικού αλφαβητισμού (Αναστασιάδης, 2003).

Με τη χρήση των νέων τεχνολογιών ο ρόλος του εκπαιδευτικού μετεξελίσσεται στο να οργανώνει και να συντονίζει τα πολλαπλά μέσα τα οποία έχει πλέον στη διάθεσή του και να υποστηρίζει τον εκπαιδευόμενο στην ανακάλυψη της γνώσης. Εφεξής, ο δάσκαλος όλων των ειδικοτήτων, θα έχει ως πρόσθετο ρόλο να επιλέξει τα κατάλληλα προγράμματα, να οργανώσει τη χρήση τους μέσα και έξω από το περιβάλλον μάθησης, να ελέγξει τις αξιολογήσεις των μαθητών του, να εξηγήσει δύσκολα ή δυσνόητα σημεία, να παραπέμψει σε πρόσθετη συμβατική ή ηλεκτρονικά προσπελάσιμη βιβλιογραφία και γενικά θα πρέπει με κάποια μορφή συμβατικού μαθήματος να κατευθύνει και την εκμάθηση με προγράμματα (Αναστασιάδης, 2003).

Ο ρόλος του διδασκομένου μεταβάλλεται, καθώς αποκτά μεγαλύτερη ευθύνη στην επιλογή του ρυθμού, του χρόνου, του τόπου, αλλά και της μεθοδολογίας που επιλέγει, προκειμένου να προσεγγίσει κριτικά την παρεχόμενη γνώση. Το κέντρο βάρους των προσπαθειών του μετατοπίζεται από τη δυνατότητα αφομοίωσης της παρεχόμενης γνώσης, στην ανακαλυπτική και διερευνητική μάθηση (Αναστασιάδης, 2003).

Τέλος, ο ρόλος του εκπαιδευτικού υλικού αποκτά ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία, καθώς η μετατροπή του σε ηλεκτρονικό προσφέρει εύκολη, ταχύτατη και ευχάριστη πρόσβαση σε μια απίστευτη ποσότητα πολυμεσικής πληροφορίας. Για τον εκπαιδευόμενο, το ζητούμενο πλέον δεν είναι τόσο η πρόσβαση στο εκπαιδευτικό υλικό, αλλά η δυνατότητα διαχείρισης του μεγάλου όγκου πληροφορίας που έχει στη διάθεσή του, προκειμένου να ανακαλύψει και να συνθέσει το πάζλ της γνώσης σε κάθε θεματικό πεδίο (Αναστασιάδης, 2003).

Στις μέρες μας οι νέες τεχνολογίες είναι ένα απαραίτητο βοήθημα για το δάσκαλο, τον καθηγητή φυσικής αγωγής, τον προπονητή και μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο διδασκαλίας, αλλά και το αποτέλεσμα της μάθησης. Σύμφωνα με συμπεράσματα του Βρετανικού Οργανισμού Τεχνολογίας της Εκπαίδευσης, με τη χρήση των νέων τεχνολογιών επηρεάζεται θετικά η γνωστική ανάπτυξη των μαθητών. Συγκεκριμένα, οι τεχνολογίες της πληροφορίας εξασφαλίζουν στα παιδιά ένα ασφαλές και σίγουρο περιβάλλον μάθησης, παρέχουν άμεση πρόσβαση σε πλούσιες πηγές πληροφοριών και εκπαιδευτικού υλικού, βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση εννοιών και ιδεών, οι προσομοιώσεις δια μέσου του υπολογιστή ενθαρρύνουν την αναλυτική και αποκλίνουσα σκέψη και προσφέρουν δυνατότητα αποτελεσματικής και αποδοτικής συλλογικής εργασίας (Κοπαρίδης Ν, 2002).

Επιπλέον, σύμφωνα με τους Αντωνίου & Δέρρη (2003), οι νέες τεχνολογίες προάγουν την εξατομικευμένη και διερευνητική μάθηση, συμβάλλουν στην αύξηση της ενεργητικής και αυτόνομης συμπεριφοράς των μαθητών, προωθούν την ομαδική εργασία, διαφοροποιούν δραστηριότητες ώστε να αντιμετωπιστούν οι ιδιαιτερότητες των μαθητών, ενισχύουν την παροχή κινήτρων στους μαθητές και στηρίζουν διαφορετικά μαθησιακά μοντέλα και διαφορετικούς ρυθμούς μάθησης.

Οι νέες τεχνολογίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν δυναμικά σε διάφορους διδακτικούς χώρους και προσανατολισμούς και κυρίως στο χώρο της φυσικής αγωγής, ο οποίος λόγω της μορφής του μαθήματος περιλαμβάνει διάλεξη, επίδειξη και εκτέλεση κινητικών δεξιοτήτων (Adams, Waldrop & Justen, 1989). Κατά την οργάνωση της διαδικασία; της μάθησης ο ηλεκτρονικός υπολογιστής μπορεί να χρησιμοποιηθεί δίνοντας τη δυνατότητα στους μαθητές να δημιουργήσουν το δικό τους ηλεκτρονικό οργανόγραμμα, να καταγράψουν τα επίπεδα της φυσικής τους κατάστασης, τους κινητικούς και γνωστικούς τους στόχους, να παρατηρήσουν την πορεία βελτίωσής τους (Mendom & Blom, 1999).

Αρκετές έρευνες έχουν γίνει στο χώρο της φυσικής αγωγής για να συγκρίνουν την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή, με την παραδοσιακή μέθοδο διδασκαλίας σε ομάδες μαθητών, φοιτητών και επαγγελματικών αθλητών. Οι Steffen & Hansen (1987), συνέκριναν τη διδασκαλία με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή με την παραδοσιακή μέθοδο διδασκαλίας στο μπόουλινγκ. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι οι μαθητές που διδάχτηκαν μέσω υπολογιστή τη δεξιότητα είχαν στατιστικά σημαντικά υψηλότερα σκόρ στο μπόουλινγκ, ενώ στα σκόρ των γενικών τέστ δε βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές.

Αντίθετα ήταν τα αποτελέσματα της έρευνας του Ross (1994), που χρησιμοποίησε ένα πρόγραμμα για υπολογιστές που προσομοίωνε ολυμπιακά αγωνίσματα του στίβου με τη μορφή παιχνιδιού. Η έρευνα είχε ως αντικείμενο το αγώνισμα του άλματος τριπλούν και κάθε συμμετέχων φοιτητής δεν είχε δεχθεί προηγούμενα καμία διδασκαλία αναφορικά με το άθλημα. Παρόλο που δε βρέθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων παραδοσιακής και διδασκαλίας με τη βοήθεια υπολογιστή, όσον αφορά το τέστ γνώσεων, η ομάδα παραδοσιακής διδασκαλίας απέδωσε σημαντικά υψηλότερα από την ομάδα που εξασκήθηκε με τη βοήθεια υπολογιστή στο τέστ δεξιοτήτων.

Σε διαφορετικά αποτελέσματα κατέληξαν και οι Adams, Kandt Thogmartin & Waldrop (1991), οι οποίοι διεξήγαγαν μια μελέτη με σκοπό την εκμάθηση των κανονισμών του γκόλφ που διδάχτηκαν σε αρχάριους φοιτητές πανεπιστημίου με δυο μεθόδους, τη μέθοδο διδασκαλίας με τη βοήθεια υπολογιστή και τη μέθοδο διάλεξης. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 94 φοιτητές, που κατανεμήθηκαν σε δυο ομάδες, σύμφωνα με τη μέθοδο διδασκαλίας που ακολούθησε η κάθε μια. Τα συμπεράσματα σύμφωνα με τους συγγραφείς είναι ότι η διδασκαλία με τη βοήθεια υπολογιστή μπορεί να είναι ένας αποτελεσματικός εναλλακτικός τρόπος εκμάθησης των κανόνων του γκόλφ, αφού δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων.

Σε αποτελέσματα ότι η διδασκαλία με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι εξίσου αποτελεσματική όσο και η παραδοσιακή μέθοδος διδασκαλίας, κατέληξαν και οι δυο επόμενες έρευνες που αφορούν τη μάθηση κανονισμών αθλημάτων Οι Skinsley & Brodie (1990), πραγματοποίησαν μια μελέτη που αφορούσε την επίδραση της διδασκαλίας με τη βοήθεια υπολογιστή στην εκμάθηση των κανονισμών των βασικών αρχών του badminton, σε σχέση με την παραδοσιακή διδασκαλία. Σαράντα δυο αγόρια, ηλικίας 12 ετών χωρίστηκαν σε δυο ομάδες και δέχτηκαν πειραματική παρέμβαση διάρκειας έξι εβδομάδων. Και οι δυο ομάδες διδάχτηκαν το ίδιο πλάνο εργασίας, αλλά ο διδάσκων χρησιμοποίησε με τη μια ομάδα επιπλέον κείμενο και σχεδιαγράμματα που εμφανιζόταν στην οθόνη του υπολογιστή για να εξηγήσει τη διδακτέα ύλη. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι υπήρξε στατιστικά σημαντική βελτίωση στις επιδόσεις των ομάδων μεταξύ πρώτης και δεύτερης μέτρησης, αλλά δεν υπήρχε σημαντική διαφορά μεταξύ των επιδόσεων των δυο ομάδων.

Στην επόμενη έρευνα που αφορά και αυτή διδασκαλία κανονισμών, ο Alvarez – Pons (1992), αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας με τη βοήθεια υπολογιστή αντικειμένων που αφορούν το άθλημα της αντισφαίρισης, όπως οι κανονισμοί, η διαδικασία μέτρησης του σκορ, η ορολογία, συγκρίνοντάς την με την παραδοσιακή μορφή διδασκαλίας. Παράλληλα αξιολόγησε και τις στάσεις του δείγματος απέναντι στις δυο μορφές διδασκαλίας. Η διάρκεια του πειράματος ήταν πέντε εβδομάδες. Το δείγμα αποτέλεσαν 28 μαθητές, που χωρίστηκαν στις δυο ομάδες διδασκαλίας. Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν σαν εργαλεία αξιολόγησης τα τεστ πριν και μετά την εκπαίδευση, καθώς και ένα ερωτηματολόγιο στάσεων. Κάθε μέλος της ομάδας διδασκαλίας με τη βοήθεια του υπολογιστή διδάχτηκε ατομικά και δε δέχτηκε καμία άλλη πληροφορία από τον καθηγητή. Η ομάδα παραδοσιακής διδασκαλίας διδάχτηκε την ίδια ύλη, αλλά με διαλέξεις, με επίδειξη της δεξιότητας και ακολούθησαν και ερωτήσεις προς τον καθηγητή. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι και οι δυο μέθοδοι διδασκαλίας ήταν το ίδιο αποτελεσματικές, όσον αφορά τη μάθηση.

Σε έρευνα των Αντωνίου, Θεοδωράκη & Κιουμουρτζόγλου (1999), αξιολογήθηκε η ελκυστικότητα μιας συγκεκριμένης τεχνικής χαλάρωσης, μέσω της σύγκρισης δυο μεθόδων διδασκαλίας, η μια με μορφή διάλεξης από τον καθηγητή φυσικής αγωγής μέσα στην αίθουσα και η άλλη με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή και μέσα από ένα πρόγραμμα πολυμέσων. Στην έρευνα συμμετείχαν 30 φοιτητές της γυμναστικής ακαδημίας, οι οποίοι διδάχτηκαν τις τεχνικές χαλάρωσης και με τις δυο μεθόδους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, σύμφωνα με τις απόψεις των φοιτητών, η διδασκαλία με το διδάσκοντα θεωρείται περισσότερο χρήσιμη και η διδασκαλία με τη βοήθεια του υπολογιστή θεωρείται περισσότερο έξυπνη. Σε σύγκριση των δυο μεθόδων, υπερίσχυσε η διδασκαλία με τον καθηγητή, παρόλο που μερικοί ανέφεραν ότι η διδασκαλία με τη βοήθεια του υπολογιστή αποτελεί μια ισάξια εναλλακτική μορφή διδασκαλίας της συγκεκριμένης τεχνικής χαλάρωσης.

Σε άλλη έρευνα των Wiksten, Spanjer & LaMaster (2002), εξετάστηκε η επίδραση ενός προγράμματος cd-rom, ως συμπληρωματική πηγή μάθησης και γνώσης κατά τη διάρκεια 16 εβδομάδων αθλητικής προπόνησης μαθητών. Είκοσι έξι μαθητές συμμετείχαν στην έρευνα χωρισμένοι σε δυο ομάδες, η πρώτη διδάχτηκε θέματα σχετικά με την αθλητική προπόνηση, την πρόληψη και φροντίδα των αθλητικών κακώσεων με την παραδοσιακή μέθοδο διδασκαλίας μέσω διάλεξης από τον καθηγητή φυσικής αγωγής και η δεύτερη ομάδα διδάχτηκε τις παραπάνω θεματικές ενότητες με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή και του cd-rom, που περιείχε σε ψηφιακή μορφή όλες τις πληροφορίες. Για την εξαγωγή των συμπερασμάτων από τους ερευνητές, οι μαθητές συμμετείχαν σε γραπτές και πρακτικές εξετάσεις και επιπλέον κλήθηκαν και σε διαδικασία συνέντευξης, η οποία εστίαζε σε ειδικούς και συγκεκριμένους σκοπούς. Τα αποτελέσματα της έρευνας δεν έδειξαν σημαντικές διαφορές στην απόδοση των δυο ομάδων και διαπιστώθηκαν και θετικές στάσεις των μαθητών για τη μάθηση μέσω της εφαρμογής του cd-rom.

Στο συμπέρασμα ότι η διδασκαλία με τη χρήση νέων τεχνολογιών είναι το ίδιο αποτελεσματική με την παραδοσιακή διδασκαλία στην εκμάθηση των δεξιοτήτων, κατέληξαν σε πρόσφατη έρευνά τους οι Βερναδάκης, Αντωνίου, Κέλλης και Κιουμουρτζόγλου (2003). Σκοπός της έρευνάς τους ήταν να προσδιοριστεί η αποτελεσματικότητα της παραδοσιακής διδασκαλίας και της διδασκαλίας με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή στην εκμάθηση της πάσας με δάχτυλα στην πετοσφαίριση. Οι συμμετέχοντες ήταν 32 μαθητές της πρώτης και δευτέρας τάξης γυμνασίου, που κατανεμήθηκαν σε δυο ομάδες διδασκαλίας. Σε κάθε ομάδα αφιερώθηκαν εννέα 40-λεπτες περίοδοι διδασκαλίας. Η πρώτη ομάδα διδάχτηκε τη δεξιότητα της πάσας μέσα από προοδευτικές και διαδοχικές δεξιότητες που συνοδευόταν από ασκήσεις και πρακτική επανάληψη με τη βοήθεια του δασκάλου. Η ομάδα διδασκαλίας με τη βοήθεια του υπολογιστή μάθαινε τη δεξιότητα της πάσας μέσα από διαδοχικές και προοδευτικές δεξιότητες που συνοδευόταν από ασκήσεις και πρακτική επανάληψη δια μέσου ενός προγράμματος πολυμέσων. Στην αρχή και στο τέλος της έρευνας οι ομάδες συμμετείχαν σε ένα τεστ γνώσης πολλαπλών επιλογών και σε ένα τεστ δεξιότητας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η διδασκαλία με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι το ίδιο αποτελεσματική με την παραδοσιακή διδασκαλία στη μάθηση της συγκεκριμένης δεξιότητας.

Σε μια άλλη έρευνα των McKethan & Everhart (2001), εξετάστηκαν τα αποτελέσματα της διδασκαλίας σε ομάδα μαθητών της δεξιότητας της ρίψης μιας μπάλας με συγκεκριμένο τρόπο πάνω από το κεφάλι, καθώς και της υποδοχής της με δυο τρόπους. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Η πρώτη ομάδα, ομάδα ελέγχου, δεν πήρε καμία οδηγία για το πώς θα εκτελέσει τη συγκεκριμένη δεξιότητα, η δεύτερη πήρε οδηγίες μέσω πολυμεσικής εφαρμογής και η τρίτη μέσω προφορικών οδηγιών και επίδειξης από το διδάσκοντα. Και οι τρεις ομάδες συμμετείχαν σε δοκιμασία εκτέλεσης πριν και μετά τη διδασκαλία της δεξιότητας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα φάνηκαν σημαντικές διαφορές στην απόδοση μεταξύ της ομάδας ελέγχου και των δυο πειραματικών ομάδων, ενώ αντίθετα δε διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές στην απόδοση μεταξύ των δυο πειραματικών ομάδων. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η χρήση των πολυμεσικών εφαρμογών κατά τη διδασκαλία μιας αθλητικής δεξιότητας δεν είναι καλύτερη η χειρότερη σε σχέση με τον παραδοσιακό τρόπο και κάτω υπ’ αυτή τη θεώρηση οι πολυμεσικές εφαρμογές γίνονται ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του καθηγητή φυσικής αγωγής.

Όλες οι παραπάνω έρευνες έγιναν σε μαθητές και φοιτητές, αποδεικνύοντας ότι η διδασκαλία με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι αντάξια της παραδοσιακής διδασκαλίας με απλή διάλεξη από τον εκπαιδευτικό. Οι McKethan, Everhart & Stubblefield (2000), θέλησαν να ελέγξουν την ορθότητα του παραπάνω και σε καθηγητές φυσικής αγωγής. Η έρευνά τους είχε σκοπό την ανάλυση της επίδρασης ενός προγράμματος πολυμέσων στη διδασκαλία γνωστικών χαρακτηριστικών αθλητικών δεξιοτήτων στην παραπάνω επαγγελματική ομάδα. Το γνωστικό αντικείμενο ήταν η σωστή περιγραφή της δεξιότητας της ρίψης της μπάλας πάνω από το κεφάλι, λαβή και λάκτισμα. Οι συμμετέχοντες (97 άτομα), χωρίστηκαν σε δυο ομάδες, η πρώτη ομάδα λάμβανε την απαραίτητη πληροφόρηση μέσω πολυμεσικής εφαρμογής και η δεύτερη μέσω προφορικής διδασκαλίας. Και οι δυο ομάδες θα έπρεπε με το πέρας της εξάσκησης να μπορούν να περιγράψουν προφορικά και με συγκεκριμένο τρόπο τα περιεχόμενα των τριών κινητικών δεξιοτήτων. Η πρώτη ομάδα που λάμβανε πληροφόρηση με τη βοήθεια του υπολογιστή, διάβαζε τις πληροφορίες για τη χρήση της δεξιότητας μέσω κειμένου, έβλεπε φωτογραφίες με περιγραφικά στοιχεία καθώς και βίντεο με τη σωστή εκτέλεση της δεξιότητας. Η δεύτερη ομάδα είχε συχνές συναντήσεις με τον εκπαιδευτή, ο οποίος τους έδινες προφορικές περιγραφικές πληροφορίες, αλλά και τους επιδείκνυε τη δεξιότητα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ομάδα που συμμετείχε στην παραδοσιακή μέθοδο διδασκαλίας είχε καλύτερες επιδόσεις στο τεστ γνώσεων των γενικών χαρακτηριστικών των τριών δεξιοτήτων, ενώ αντίθετα δε διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές κατά την προφορική περιγραφή της δεξιότητας. Οι ερευνητές δικαιολόγησαν το γεγονός αυτό και θεώρησαν ότι η ομάδα που ασχολήθηκε με την πολυμεσική εφαρμογή δεν αφιέρωνε όλη την ώρα της διδασκαλίας στη γνώση και μάθηση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, γιατί είχε να ασχοληθεί και με τις δεξιότητες χειρισμού του ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Σε άλλη έρευνα οι Vernadakis, Zetou, Antoniou & Kioumourtzoglou (2002), προσπάθησαν να εξετάσουν την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας με τη βοήθεια υπολογιστή, που εκτελούσε μια πολυμεσική εφαρμογή, σε μαθητές γυμνασίου, όσον αφορά στη μάθηση μιας κινητικής δεξιότητας στην πετοσφαίριση. Το δείγμα αποτέλεσαν 32 μαθητές της Α΄ και Β΄ γυμνασίου, που τυχαία χωρίστηκαν στην ομάδα διδασκαλίας με πολυμέσα και στην ομάδα της πολυμεσικής διδασκαλίας. Η κινητική δεξιότητα που διδάχτηκε στους μαθητές ήταν «η πάσα με τα δάκτυλα», καθώς και θεωρητικά στοιχεία του αθλήματος (ιστορικά, τεχνικής και βασικών κανονισμών). Η διάρκεια της πειραματικής παρέμβασης ήταν οκτώ εβδομάδες και περιελάμβανε, εκτός της διαδικασίας της διδασκαλίας, την αρχική και τελική μέτρηση. Κάθε ομάδα συμμετείχε σε εννέα περιόδους εκπαίδευσης των 45 λεπτών και η κάθε μια χωρίστηκε σε τέσσερις ενότητες, α) 10 λεπτά ζέσταμα, β) 15 λεπτά διδασκαλία, γ) ατομική πρακτική χωρίς λεκτική ή οπτική ανατροφοδότηση από τον εκπαιδευτή και δ) 5 λεπτά αποθεραπεία και κριτική του μαθήματος. Οι διαφορές μεταξύ των διδακτικών μονάδων εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της ενότητας της διδασκαλίας. Οι συμμετέχοντες στην ομάδα της παραδοσιακής διδασκαλίας εξασκήθηκαν στην «πάσα με τα δάκτυλα» δια μέσου μιας σειράς από προοδευτικές δεξιότητες, συνοδευόμενες από ασκήσεις και πρακτικές επαναλήψεις που παρουσιάζονταν από τον εκπαιδευτή. Αντίθετα η ομάδα διδασκαλίας με τη βοήθεια του υπολογιστή, στην περιοχή της πρακτικής εξάσκησης χρησιμοποιούσε μια εφαρμογή πολυμέσων και περιελάμβανε προοδευτικές ασκήσεις που λάμβαναν οι δοκιμαζόμενοι από τον υπολογιστή. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι και οι δυο ομάδες έμαθαν τα βασικά στοιχεία για την πάσα με τα δάχτυλα σε θεωρία και πράξη και ο παράγονταν μέθοδος διδασκαλίας δεν είχε σχέση με τη μάθηση της κινητικής δεξιότητας.

Σε παρόμοια συμπεράσματα οδηγείται και η μελέτη των Antoniou, Derri, Kioumourtzoglou & Mouroutsou (2003), που προσπάθησαν να εξετάσουν την αποτελεσματικότητα ενός προγράμματος πολυμέσων στη διδασκαλία των κανονισμών της καλαθόσφαιρας. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 70 φοιτήτριες της γυμναστικής ακαδημίας, που τυχαία χωρίστηκαν σε τρείς ομάδες. Η πειραματική παρέμβαση περιελάμβανε δυο διδακτικές μονάδες διάρκειας 2,5 ωρών κάθε μια και πραγματοποιήθηκαν τρεις μετρήσεις. Μια μέτρηση πριν την έναρξη του πειράματος, μια ακριβώς μετά τη λήξη και μια μέτρηση διατήρησης μια εβδομάδα μετά το τέλος της παρέμβασης. Η ομάδα των πολυμέσων διδάχτηκε τους κανονισμούς της καλαθόσφαιρας με την αποκλειστική βοήθεια του προγράμματος πολυμέσων, ενώ η ομάδα της παραδοσιακής διδασκαλίας τους διδάχτηκε από διεθνή διαιτητή μέσα σε αίθουσα με τη μορφή διαλέξεων. Η ομάδα της μεικτής διδασκαλίας παρακολούθησε μια διδακτική μονάδα με διάλεξη από το διεθνή διαιτητή και μια διδακτική μονάδα ασχολήθηκε ατομικά με το πρόγραμμα πολυμέσων. Από το αποτέλεσμα φάνηκε ότι ο παράγοντας μέθοδος διδασκαλίας δεν είχε σχέση με τη μεταβολή της γνώσης των φοιτητριών, υπήρξε όμως μια αύξηση του επιπέδου γνώσης των κανονισμών της καλαθόσφαιρας στην ομάδα των πολυμέσων.

Ανάλογες μελέτες για την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας, έχουν διενεργηθεί με τη βοήθεια αλληλεπιδραστικού βίντεο, σε σύγκριση με την παραδοσιακή μέθοδο διδασκαλίας. Η Ignico (1997), πραγματοποίησε μελέτη με σκοπό να εξετάσεις την επίδραση της διδασκαλίας με τη βοήθεια βίντεο στη γνώση, στην απόδοση και στην αξιολόγηση της απόδοσης φοιτητών σε οκτώ αθλητικές δεξιότητες. Στόχος των φοιτητών ήταν να αποκτήσουν τις γνώσεις και τις δεξιότητες για να εκτελέσουν με επιτυχία και να αξιολογήσουν οκτώ αθλητικές δεξιότητες, σχετικές με την πετοσφαίριση, την καλαθοσφαίριση και το softball. Για κάθε μια από αυτές τις οκτώ δεξιότητες προσδιορίστηκαν τέσσερα αντιπροσωπευτικά κριτήρια απόδοσης. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι η διδασκαλία με τη βοήθεια αλληλεπιδραστικού βίντεο, υπερτερεί σε σύγκριση με την παραδοσιακή διδασκαλία, στην απόκτηση γνώσης, στη βελτίωση της απόδοσης και των ικανοτήτων αξιολόγησης της απόδοσης και μπορεί να αποτελέσει μια εναλλακτική και αποδοτική μέθοδο διδασκαλίας, δίνοντας επίσης την ευκαιρία στους μαθητές να αποκτήσουν πρακτικές εμπειρίες στην παρατήρηση και ανάλυση των κινήσεων.

Οι νέες τεχνολογίες μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο για τη μάθηση νέων δεξιοτήτων και κανονισμών, αλλά και για την παροχή ανατροφοδότησης σχετικά με την απόδοση ομάδων, με θετικά αποτελέσματα. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν οι Partridge & Franks (1993), οι οποίοι με την έρευνά τους ήθελαν να διαπιστώσουν την ωφέλεια που θα είχε ένα σύστημα ανάλυσης, μέσω υπολογιστή, ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, που θα δίνει ανατροφοδότηση στον προπονητή σχετικά με επιλεγμένους δείκτες απόδοσης της ομάδας τους. Βιντεοσκοπήθηκαν 20 παιχνίδια μιας συγκεκριμένης ομάδας κατηγορίας νέων και στη συνέχεια ακολούθησε η ανάλυση κάθε παιχνιδιού, δίνοντας την κατάλληλη ανατροφοδότηση στον προπονητή, η οποία περιείχε ποσοτικές και ποιοτικές πληροφορίες. Αυτός με τη σειρά του εστίαζε την προσοχή των παικτών του σε σημεία – κλειδιά που καθόριζαν την απόδοσή τους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ομάδα απέδιδε συνεχώς καλύτερα από αγώνα σε αγώνα, μειώνοντας τα λάθη της, κυρίως λάθη τακτικής και αυξάνοντας την απόδοσή της.

Η χρήση των νέων τεχνολογιών στη φυσική αγωγή, εκτός από τα θετικά αποτελέσματα στη διδασκαλία διαφόρων κινητικών δεξιοτήτων και κανονισμών, μπορεί να αποβεί χρήσιμη και για τη διαδικασία μέτρησης, καταγραφής και αξιοποίησης στοιχείων φυσικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τον Ernst (2000), μια μέθοδος απευθείας μέτρησης της φυσικής δραστηριότητας είναι η παρατήρηση από το διδάσκοντα, καθηγητή φυσικής αγωγής ή προπονητή, η οποία όμως απαιτεί μεγάλο εύρος χρόνου και δεν είναι πλήρως αντικειμενική και αξιόπιστη. Με τη βοήθεια όμως των νέων τεχνολογιών, οι καθηγητές φυσικής αγωγής μπορούν να καταγράψουν τη φυσική δραστηριότητα και τις επιδόσεις των μαθητών τους σε διάφορους χρονικές περιόδους, να μετατρέψουν τους αριθμούς σε δεδομένα και από εκεί να τα περάσουν σε ένα στατιστικό πρόγραμμα, με τη βοήθεια του οποίου θα τα επεξεργαστούν για περαιτέρω ανάλυση. Για να μάθει λοιπόν επακριβώς ο καθηγητής φυσικής αγωγής να μετρά με ακρίβεια τα επίπεδα της φυσικής δραστηριότητας και τις ευκαιρίες που έχουν οι μαθητές για συμμετοχή και κινητική δραστηριότητα στο μάθημα της φυσικής αγωγή, μπορεί να χρησιμοποιήσει κατάλληλα εργαλεία που έχουν ως βάση τις νέες τεχνολογίες, όπως το SOFIT (System for observing fitness instruction time ) (Keating, Kulinna & Silverman, 1999). Άλλα τέτοια παρόμοια μηχανήματα – εργαλεία που μπορούν να βοηθήσουν τη μαθησιακή διαδικασία, αλλά και να βελτιώσουν την απόδοση και τα κίνητρα των μαθητών για μάθηση είναι οι υπολογιστές παλάμης, οι ηλεκτρονικοί χαρτοφύλακες (portfolios), οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές να δημιουργήσουν ατομικά πλάνα εξάσκησης με βάση τους στόχους που έχουν θέσει, το software για πληροφορίες φυσικής αγωγής, το οποίο είναι μια μεγάλη βάση δεδομένων με βιβλιογραφικές αναφορές για όλα τα αθλήματα και τη φυσική κατάσταση και είναι προσβάσιμο από όλες σχεδόν τις βιβλιοθήκες, και τέλος, υπάρχει το υλικό των πολυμεσικών εφαρμογών, που μπορεί να περιλαμβάνει πληροφορίες για τη γνώση του ανθρώπινου σώματος μέχρι προγράμματα φυσικής κατάστασης και πληροφορίες για παροχή πρώτων βοηθειών , στοιχεία διατροφής κ.α. (Dorman, 1998).

Μια άλλη «εφαρμογή» της τεχνολογίας στη φυσική αγωγή, είναι η χρήση του διαδικτύου. Το διαδίκτυο αποκτά μια ξεχωριστή διδακτική λειτουργία, κυρίως με την έννοια της εύκολα προσπελάσιμης «αποθήκης» πολυμεσικού υλικού. Μέσα από το διαδίκτυο υπάρχει η διαδικασία της ατομικής μάθησης, που σχετίζεται άμεσα με τη στάση και τα κίνητρα που διαμορφώνουν απέναντι στο δίκτυο οι μαθητές, αλλά και οι εκπαιδευτικοί. Φαίνεται να είναι για όλους ιδιαίτερα συναρπαστικό το γεγονός ότι τους παρέχεται η δυνατότητα να διαλέγονται από απόσταση και να έχουν πρόσβαση σε ένα τεράστιο όγκο πληροφοριών, με τις οποίες μπορούν να αλληλεπιδρούν δυναμικά (Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 2001).

Το διαδίκτυο απελευθερώνει τη διδασκαλία και μάθηση από τα φυσικά όρια της αίθουσας διδασκαλίας, είναι ένα διαρκών αυξανόμενο εργαλείο για τους εκπαιδευτές και τους εκπαιδευόμενους και έχει τη δυναμική να μεταμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η μετάδοση και η πρόσληψη των γνώσεων. Παρέχει πρόσβαση σε μεγάλες βάσεις δεδομένων, σε αλληλεπιδραστικό υλικό πολυμέσων και σε τεράστιες ποσότητες πληροφορίας διαφορετικού τύπου, όπως κείμενα, εικόνες, γραφικά, ήχο. Δίνει τη δυνατότητα για σύνδεση με μεγάλες ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες, προκειμένου να αναζητηθεί ερευνητικό υλικό, πολιτιστικές και παιδαγωγικές πληροφορίες και τέλος, σα μέσο επικοινωνίας, δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες να επικοινωνήσουν μεταξύ τους μέσω ποικίλων ασύχρονων και σύγχρονων υπηρεσιών, όπως αυτές του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, της συμμετοχής σε ομάδες συζήτησης με κοινά ενδιαφέροντα, σε διάφορες εξ’ αποστάσεων συνεδριάσεις ή σε ομαδικές δραστηριότητες ( Κοντονή, Πετρόπουλος, 2001).

Μέσω του διαδικτύου λοιπόν μπορεί να υπάρξει ποιοτική και ποσοτική πληροφόρηση μεταξύ των καθηγητών φυσικής αγωγής, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε αυτούς που έχουν κοινά ενδιαφέροντα και ανησυχίες, να επικοινωνούν χωρίς περιορισμούς σε χρόνο, ώρα και τόπο (Shiffett, Murdach, Meschke & Megginson, 2001). Αυτό εξάλλου έδειξε και έρευνα των Pennington, Wilkinson & Vance (2004), η οποία εξέτασε και κατηγοριοποίησε ηλεκτρονικές συζητήσεις καθηγητών φυσικής αγωγής σε έναν επιλεγμένο δικτυακό τόπο (NASPE), στον οποίο έδιναν πληροφορίες ο ένας στον άλλο, για τις απορίες, ανάγκες και ανησυχίες τους πάνω στο μάθημα της σχολικής φυσικής αγωγής. Εξετάστηκαν 333 μηνύματα που κατατάχτηκαν σε πέντε κύρια θέματα συζήτησης, επαγγελματικά θέματα, διδακτικές δραστηριότητες, εκπαιδευτικές στρατηγικές, τεχνολογία στη φυσική αγωγή, διασκέψεις. Σύμφωνα με τους συγγραφείς τέτοιες ηλεκτρονικές φόρμες δίνουν την ευκαιρία στους καθηγητές φυσικής αγωγής να αλληλεπιδρούν με συναδέρφους από τη χώρα τους, αλλά και από όλον τον κόσμο.

Από όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι βρισκόμαστε πλέον στην κοινωνία της πληροφορίας και των νέων τεχνολογιών, η οποία χαρακτηρίζεται από την ανατροπή της βασικής σχέσης ανθρώπου και πληροφορίας, με την έννοια ότι στις μέρες μας η ψηφιοποιημένη πληροφορία – υπό τη μορφή προϊόντων και υπηρεσιών – διαχέεται προς τους ανθρώπους, που την αναζητούν κυρίως από τις οθόνες των ηλεκτρονικών τους υπολογιστών, αποφεύγοντας τις άσκοπες μετακινήσεις, κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο, βελτιώνοντας τις συνθήκες της καθημερινότητάς τους. Αναμφισβήτητα σήμερα βιώνουμε την εποχή της επανάστασης της πληροφορίας, ως αποτέλεσμα ραγδαίας ανάπτυξης των νέων εφαρμογών των τεχνολογιών και των επικοινωνιών, που διαπερνά το σύνολο σχεδόν της επαγγελματικής, αλλά και της καθημερινής μας ζωής (Αναστασιάδης, 2003). Από τα παραπάνω δε θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη η εκπαίδευση και η επιστήμη της φυσικής αγωγής. Είναι γεγονός ότι ο εκπαιδευτικός, ο καθηγητής φυσικής αγωγής, μελλοντικά θα χρειάζεται κατάλληλα εργαλεία που θα είναι σε θέση να υπερνικήσουν την απόσταση, το χρόνο και τις απαιτήσεις απόδοσης. Τέτοιες απαιτήσεις προσδιορίζονται από τη γεωγραφική αύξηση των κέντρων διανομής εκπαίδευσης και κατάρτισης, την ανάγκη για δια βίου εκπαίδευση σε θέματα τεχνολογίας και την αποτελεσματικότητα της μάθησης που παρέχεται από την ολοκληρωμένη χρήση πολλαπλών μορφών διδασκαλίας (Βερναδάκης και συν. 2003).

Στις μέρες μας είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και οι νέες τεχνολογίες, έχουν εισαχθεί στη σχολική τάξη και έχουν επηρεάσει τόσο τον τρόπο με τον οποίο διδάσκουν οι δάσκαλοι, όσο και τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουν οι μαθητές. Ο τελικός στόχος της ένταξής τους πρέπει να είναι η βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας για εκπαιδευτές και εκπαιδευομένους. Όσον αφορά την αθλητική εκπαίδευση, φάνηκε ότι η μάθηση με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι μια σημαντική πηγή γνώσης και οι εκπαιδευτικοί μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτόν τον τρόπο κατάλληλα για να πολλαπλασιάσουν τα πλεονεκτήματά του (Wiksten et al. 2002). Η τεχνολογία λοιπόν μπορεί να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για μια επιτυχή διδασκαλία και ένα επιτυχές μαθησιακό περιβάλλον (Βερναδάκης και συν. 2003), καθώς η εισαγωγή των εφαρμογών πολυμέσων στην εκπαίδευση και γενικά στη φυσική αγωγή δεν αντιμετωπίζεται αρνητικά από τους διδασκόμενους (Αντωνίου και συν. 1999), είναι ισάξια με τη μέθοδο της παραδοσιακής διδασκαλίας (McKethan et.al 2001) και μπορεί να αποδειχτεί ένα χρήσιμο εργαλείο για τη διδασκαλία κανονισμών και αθλητικών δεξιοτήτων (Βερναδάκης και συν. 2003).

Καταλήγοντας συμπεραίνουμε ότι η εισαγωγή των υπολογιστικών συστημάτων και των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση γενικότερα και στη φυσική αγωγή ειδικότερα, είναι ισάξια με τη συμβατική μορφή διδασκαλίας και παρουσιάζει πλεονεκτήματα όσον αφορά τη διδακτική διαδικασία και τη μετάδοση της πληροφορίας. Η πληρέστερη μορφή αυτής της πληροφορίας με την αναπαραγωγή της από το σύστημα με διάφορα μέσα, η ατομικότητα στην εκπαίδευση, η ταχύτητα πρόσβασης σε μεγάλο όγκο πληροφοριών, είναι ορισμένα πλεονεκτήματα. Για να γίνει όμως αποδοτικότερη μιας τέτοιας μορφής εκπαίδευση, θα πρέπει να καθοριστούν και άλλοι παράγοντες, όπως η ποιότητα των προγραμμάτων και των συστημάτων αναπαραγωγής τους, τα κίνητρα των εκπαιδευομένων (Βερναδάκης και συν. 2003), η θεματολογία τους και η εύκολη και προσιτή τους χρήση (Αντωνίου και συν. 1997).

Βιβλιογραφία

Adams T, Kandt G, Thogmartin D, Waldrop P. (1991). Computer – assisted instrucrion vs lecture methods in teaching the rules of golf. Physical Educator, 48(3), 146-150.

Adams T, Waldrop P, Justen J (1989). Effects of voluntary vs required computer – assisted instruction on student achievement. Physical Educator, 46(4), 213-217.

Alvarez Pons F.A. (1992). The effectiveness of computer – assisted instruction in teaching sport rules, scoring procedures and terminology. Doctoral Dissertation, Florida State University, University Microfilms International, O.N. 9234205.

Αναστασιάδης Π. (2003). Διαμόρφωση πλαισίου για την εισαγωγή των νέων εκπαιδευτικών τεχνολογιών στα προγράμματα σπουδών των Παιδαγωγικών Τμημάτων του Ελληνικού Πανεπιστημίου. Επιστημονικό Βήμα, Τ2, 44-54.

Αντωνίου Π, Δέρρη Β. (2003). Εκπαιδευτικά sites για διδάσκοντες, γονείς και παιδιά. Πρακτικά Forum: Φυσική Αγωγή, επαναπροσδιορισμός του ρόλου της, Ουρανούπολη Χαλκιδικής, 32-45.

Antoniou P, Derri V, Kioumourtzoglou E, Mouroutsos E. (2003). Applying multimedia computer – assisted instruction to enhance physical education students’ knowledge of basketball rules. European Journal of Physical Education, 8(1), 78-90.

Αντωνίου Π, Θεωδοράκης Ι, Κιουμουρτζόγλου Ε. (1999). Διαφορές στη διδασκαλία τεχνικής χαλάρωσης μεταξύ παραδοσιακής διδασκαλίας και διδασκαλίας με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Άθληση και Κοινωνία, 21, 73-83.

Βερναδάκης Ν, Αντωνίου Π, Κέλλης Η, Κιουμουρτζόγλου Ε. (2003). Σύγκριση της τυπικής διδασκαλίας και της διδασκαλίας με τη βοήθεια υπολογιστή στη μάθηση της πάσας με τα δάχτυλα στην πετοσφαίριση. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή και στον Αθλητισμό, 1(1), 36-42.

Vernadakis N, Zetou E, Antoniou P, Kioumourtzoglou E. (2002). The effectiveness of computer – assisted instruction in teaching the skill of setting in volleyball. Journal of Human Movement Studies, 43, 151-164.

Dorman St. (1998). Enhancing school physical education with technology. Journal of school health, 65(5), 219-223.

Εμβαλιώτης Αν. (2002). Η μετάβαση σε μια νέα εποχή : Προτάσεις αξιοποίησης των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Πρακτικά 16ου Πανελληνίου Εκπαιδευτικού Συνεδρίου Δ.Ο.Ε-Π.Ο.Ε.Δ, με θέμα «Οι Νέες Τεχνολογίες στην πρωτοβάθμια Εκπαίδευση», Αλεξανδρούπολη Μάϊος 2002.

Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων (2001). Διαδίκτυο (internet και μάθηση): Οι στρατηγικές για την πλοήγηση και η διδακτική τους αξία, σελ. 92-109.

Ernst M.(2000). Adapting physical activity surveys for use with the Palm III™ computing platform. Measurement in physical education and exercise science, 4(2), 131-132.

Ignico A (1997). The effects of interactive videotape instruction on knowledge performance, and assessment of sport skills. Physical Educator, 54(2), 58-64.

Κοντονή Δ, Πετρόπουλος Π. (2001). Οι υπηρεσίες του διαδικτύου ως εκπαιδευτικά εργαλεία για την από απόσταση συμπληρωματική εκπαίδευση αποφοίτων ΑΕΙ και ΤΕΙ. Πρακτικά 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου στην ανοικτή και εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση, Πάτρα, Μάϊος 2001.

Keating X, Kulinna P, Silverman S. (1999). Measuring teaching behaviors, lesson context and physical activity in school physical education programs : Comparing the SOFIT and the C-SOFIT instruments. Measurement in physical education and exercise science, 3(4), 207-220.

Κοπαρίδης Ν. (2002). Οι Νέες Τεχνολογίες στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Πρακτικά 16ου Πανελληνίου Εκπαιδευτικού Συνεδρίου Δ.Ο.Ε-Π.Ο.Ε.Δ, με θέμα «Οι Νέες Τεχνολογίες στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση», Αλεξανδρούπολη Μάϊος 2002.

McKethan R, Everhart Br. (2001). The effects of multimedia software instruction and lecture based instruction on learning and teaching cues of manipulate skills on preservise physical education teachers. Physical Educator, 58(1), 2-14.

McKethan R, Everhart Br, Stubblefield E. (2000). The effects of a multimedia computer program on preservise elementary teacher’s knowledge of cognitive components of movement skills. Physical Educator, 57(2), 58-69.

Mendonk K, Blom V. (1999). Using technology to enhance fitness. Teaching elementary physical education, 20-21.

Partridge D, Franks I. (1993). Computer – aided analysis of sport performance : An example from soccer. Physical Educator, 50(4), 208-216.

Pennington T, Wilkinson C, Vance J. (2004). Physical educators online: What is on the minds of teachers in Trenches? Physical Educator, 61(1), 45-57.

Ρές Γιάννης (2004). Οι Νέες Τεχνολογίες στην Εκπαίδευση. Προβλήματα και Προοπτικές. Εκπαίδευση και Νέες Τεχνολογίες, 1, 10-19.

Ross J.R. (1994). A comparison of direct instruction and computer assisted instruction on learning a motor skill by fourth grade students. Microform Publications Int. Institute for Sport and Human Performance. University of Oregon.

Shiffett B, Murdach C, Meschke S, Megginson N. (2001). Internet and education. Physical Educator, 58(4), 175-183.

Skincley M, Brodie D. (1990). A study of the effectiveness of computer assisted learning in physical education. Research Supplement 7, 14-16.

Steffen J, Hancen E. (1987). Effect of computer – assisted instruction on development of cognitive and psychomotor learning in bowling. Journal of Teaching in Physical Education, 6, 183-191.

Wiksten D, Spanjer J, LaMaster K. (2002). Effective use of multimedia technology in athletic training education. Journal of athletic training, 3(4), 213-219

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.