Αγκύλωση
Δυσκαμψία, ή συχνότερα, σύντηξη μιας αρθρώσεως. Από την ελληνική λέξη ‘αγκύλωση’, που σημαίνει δυσκαμψία μιας άρθρωσης.
Δυσκαμψία, ή συχνότερα, σύντηξη μιας αρθρώσεως. Από την ελληνική λέξη ‘αγκύλωση’, που σημαίνει δυσκαμψία μιας άρθρωσης.