Ερωτήσεις και απαντήσεις για την ελκώδη κολίτιδα

Τι ειναι η δυσκοιλιότητα; Facebooktwitterpinterest

Τι είναι η ελκώδης κολίτιδα;

Η ελκώδης κολίτιδα είναι μια χρόνια ασθένεια του παχέος εντέρου αγνώστου αιτίας. Προσβάλλει τον εσωτερικό χιτώνα του παχέος ενέρου (βλεννογόνος). Η φλεγμονή (κολίτιδα) προκαλεί έλκη του βλεννογόνου που αιμορραγούν ενώ διεγείρει την παραγωγή βλέννας και πύου με αποτέλεσμα να προκαλούνται διαρροϊκές κενώσεις που περιέχουν αίμα, βλέννα και πύον. Σε κάθε ασθενή είναι πάντα προσβεβλημένο το ορθό (το τελικό τμήμα του εντέρου) αλλά η έκταση της προσβολής διαφέρει: έτσι η νόσος χαρακτηρίζεται ως ελκώδης ορθίτιδα, αριστερής κατανομής (προσβολή του αριστερού κόλου) και εκτεταμένη ελκώδης κολίτιδα ανάλογα με την έκταση της προσβολής. Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να προσβάλλεται και το τελικό τμήμα του λεπτού εντέρου (παλίνδρομη ειλεΐτιδα). Σε κάθε ασθενή η έκταση της νόσου μπορεί να μεταβληθεί με την πάροδο του χρόνου, να αυξηθεί ή να μειωθεί.

Η ελκώδης κολίτιδα πρέπει να διακρίνεται από οξείες λοιμώδεις κολίτιδες, τη «σπαστική» κολίτιδα, που αν και βασανιστική είναι αθώα νόσος, και τη νόσο του Crohn, μια πολύ σοβαρή επίσης νόσο που προσβάλλει πιο πολύ το λεπτό από το παχύ έντερο.
Ποιούς πλήττει η νόσος;

Η νόσος προσβάλλει εξ ίσου άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, πριν από τα 10 αλλά και μετά τα 60 έτη. Συνήθως όμως προσβάλλει νέους ενήλικες 30-40 ετών. Υπολογίζεται ότι 8-10 νέοι ασθενείς ανά 100.000 πληθυσμού κάθε χρόνο θα εμφανίσουν τη νόσο αν και στην Ελλάδα δεν διαθέτουμε ακριβή επιδημιολογικά δεδομένα.
Τι προκαλεί την ελκώδη κολίτιδα;

Δεν γνωρίζουμε τα αίτια της νόσου. Πιστεύουμε όμως ότι για να εκδηλωθεί χρειάζεται να αλληλεπιδράσουν τα γονίδια του ασθενούς με αντιγόνα της εντερικής χλωρίδας ή κάποιον άλλο περιβαλλοντικό παράγοντα που εισέρχεται στο έντερο με την τροφή για να προκληθεί μια έντονη ανοσιακή εντερική φλεγμονή. Ο οργανισμός φαίνεται πως εξ αιτίας γενετικών διαταραχών δεν μπορεί να καταλαγιάσει τη φλεγμονή κι αυτή διαιωνίζεται απρόσφορα, χωρίς δηλαδή να ωφελείται ο ασθενής, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ελκών στον εντερικό βλεννογόνο.
Είναι η νόσος κληρονομική; Μπορεί να προληφθεί;

Το 80% των ασθενών δεν έχει συγγενείς με τη νόσο. Όμως, το 20% των ασθενών έχουν κι άλλα μέλη της οικογένειάς τους με ελκώδη κολίτιδα (συνήθως) ή νόσο του Crohn. Όμως, τα γονίδια που ενοχοποιούνται για την κληρονομικότητα είναι πολλά και διαφέρουν μεταξύ φυλών και εθνών. Προς το παρόν δεν γνωρίζουμε πως κληρονομείται η νόσος. Δεν υπάρχει κάποια εξέταση ή μέθοδος που να δείχνει ακόμη και σε προσβεβλημένες οικογένειες ποιος θα εκδηλώσει τη νόσο και πολύ περισσότερο πως θα προληφθεί η νόσος.
Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου;

Η ελκώδης κολίτιδα πλήττει όσους δεν κάπνισαν ποτέ ή διέκοψαν το κάπνισμα. Προσβάλλει πχ άνδρες που εμφάνισαν στεφανιαία νόσο στα 60 και διέκοψαν το κάπνισμα κι άρχισαν να λαμβάνουν ασπιρίνη. Αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως συνηγορία για κάπνισμα γιατί ενώ δεν γνωρίζουμε ποιος μη καπνιστής θα εμφανίσει ελκώδη κολίτιδα γνωρίζουμε τι θα συμβεί στη συντριπτική πλειοψηφία των καπνιστών. Η νόσος είναι πιο συχνή στους Εβραίους Ashkenazi και στη λευκή φυλή. Μπορεί να εμφανισθεί μετά από θεραπεία με αντιβιοτικά ή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, λοιμώξεις του πεπτικού, ψυχολογικό στρες αλλά δεν προκαλείται από αυτά.
Ποια είναι τα συμπτώματα και πως θα διαγνωσθεί η νόσος;

Τα κύρια συμπτώματα είναι οι βλεννοπυοαιματηρές διάρροιες με κοιλιακό πόνο, που περιγράφεται ως «κράμπα», και συνεχή ανάγκη για αφόδευση. Όμως, τα συμπτώματα ποικίλλουν ανάλογα με τη βαρύτητα και την έκταση της νόσου. Σε ήπιες περιπτώσεις ο ασθενής έχει πολτώδεις κενώσεις χωρίς αίμα. Χωρίς θεραπεία η διάρροια επιδεινώνεται βαθμιαία και ο ασθενής θα δει αίμα και βλέννα, ενώ θα προστεθούν ανορεξία, εύκολη κόπωση και πυρέτιο. Σε βαρειές περιπτώσεις η νόσος εισβάλλει κεραυνοβόλα με έντονη αιμορραγική διάρροια, κοιλιακό πόνο, κακουχία και πυρετό και μπορεί να χρειασθεί επείγουσα κολεκτομή για να σωθεί ο ασθενής. Ασθενείς με ελκώδη ορθίτιδα συνήθως έχουν αίμα και βλέννα στις κενώσεις και τεινεσμό αλλά όχι πυρετό ή κακουχία. Αντίθετα, ασθενείς με πιο εκτεταμένη νόσο έχουν συχνότερα γενικά συμπτώματα (κακουχία, καταβολή, ανορεξία) και αναιμία.

Στο 15% των ασθενών προσβάλλονται και εξωεντερικά όργανα, όπως οι αρθρώσεις, τα μάτια, το δέρμα, το συκώτι, κλπ. Οι εξωεντερικές εκδηλώσεις ενίοτε εμφανίζονται πριν από τα συμπτώματα της ελκώδους κολίτιδας. Μερικές φορές είναι τόσο έντονες που οι ασθενείς καταφεύγουν για θεραπεία σε γιατρούς άλλων ειδικοτήτων αγνοώντας τη σχέση μεταξύ της εντερικής νόσου και των εξωεντερικών εκδηλώσεων.

Η νόσος διαγιγνώσκεται με ιστορικό, εξέταση του ασθενούς, εξετάσεις κοπράνων και αίματος για να αποκλεισθούν λοιμώξεις και να ελεγχθεί αν ο ασθενής είναι αναιμικός και κολοσκόπηση, ολική ή μερική, με λήψη βιοψιών για ιστολογική τεκμηρίωση της νόσου και αποκλεισμό άλλων σοβαρών παθήσεων, όπως ο καρκίνος του εντέρου. Για επιβεβαίωση όμως της διάγνωσης ο ασθενής χρειάζεται συνεχή παρακολούθηση και νέα κολοσκόπηση με βιοψίες 6-12 μήνες αργότερα.
Θεραπεία

Δεν υπάρχει ριζική θεραπεία. Η θεραπεία προσπαθεί να επουλώσει και να διατηρήσει επουλωμένα τα έλκη του βλεννογόνου γιατί αυτό εγγυάται λιγότερες επιπλοκές και καλύτερη ποιότητα ζωής για τον ασθενή.

Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες φαρμάκων που χρησιμοποιούνται μόνα ή σε συνδυασμούς ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου: αμινοσαλικυλικά, κορτιζόνη, ανοσοκατασταλτικά και βιολογικές θεραπείες. Τα αντιβιοτικά δεν φαίνεται να βοηθούν.

Τα αμινοσαλικυλικά χορηγούνται από το στόμα (στη χώρα μας Asacol®, Mesavant®, Salofalk®, Salopyrin®) ή/και ως υποκλυσμοί (Asacol®, Salofalk®) και είναι αποτελεσματικά για τη θεραπεία της ήπιας προς μέτριας βαρύτητας νόσου. Διατηρούν επίσης τη νόσο σε ύφεση και αποτελούν τη μόνιμη θεραπεία των ασθενών δια βίου.

Τα κορτικοστεροειδή (πρεδνιζόνη, πρεδνιζολόνη, μεθυλπρεδνιζολόνη, κλπ) χρησιμοποιούνται σε ασθενείς με μέτρια/βαρειά νόσο και όσους δεν ανταποκρίνονται στα αμινοσαλικυλικά. Ασθενείς με βαρειά νόσο εισάγονται στο Νοσοκομείο και λαμβάνουν ενδοφλεβίως κορτικοειδή. Είναι θαυμάσια φάρμακα αλλά δεν πρέπει να χορηγηθούν χρονίως γιατί έχουν σημαντικές παρενέργειες και δεν διατηρούν την ύφεση της νόσου.

Από τα κλασικά ανοσοκατασταλτικά χρησιμοποιείται κυρίως η αζαθειοπρίνη με σκοπό να διατηρήσει την ύφεση της νόσου σε ασθενείς που υποτροπιάζουν μόλις διακοπεί η κορτιζόνη ή δεν ανταποκρίνονται στα αμινοσαλικυλικά ή/και τα κορτικοστεροειδή. Χορηγούνται επίσης σε ασθενείς με βαρειά νόσο που ανταποκρίθηκαν μεν αλλά κινδυνεύουν να υποτροπιάσουν μόλις διακόψουν την κορτιζόνη.

Τέλος, από τα βιολογικά φάρμακα το infliximab (Remicade®), ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που μπλοκάρει τη δράση του παράγοντα νέκρωσης των όγκων (μιας κυτταροκίνης που διεγείρει φλεγμονώδη φαινόμενα στο έντερο ασθενών με ελκώδη κολίτιδα), μπορεί να καταστείλει τη φλεγμονή και να διατηρήσει την ύφεση ασθενών με μέτρια προς βαρειά νόσο που δεν ανταποκρίνεται σε καμιά άλλη φαρμακευτική θεραπεία. Το infliximab είναι το πρώτο βιολογικό μόριο που πρόσφερε «στοχευμένη» θεραπεία.

Αν και η νόσος δεν προκαλείται από κάποια συγκεκριμένη τροφή λόγω της διάρροιας στην οξεία φάση συνιστάται να μη καταναλίσκονται φυτικές ίνες και ωμά λαχανικά ενώ επιβάλλεται η αποκατάσταση των θρεπτικών ελλειμμάτων, ιδίως ηλεκτρολυτών, υγρών. και η λήψη θρεπτικών ουσιών μεγάλη θερμιδικής αξίας. Στην ύφεση της νόσου ο ασθενής πρέπει να τρώει απ’ όλα εκτός αν δεν μπορεί να ανεχθεί κάποια τρόφιμα, όπως το γάλα οι υπολακτασικοί.

Ασθενείς με βαρειά νόσο που δεν ανταποκρίνονται στο φαρμακευτικό οπλοστάσιο ή εμφανίζουν βαρειές επιπλοκές [αθρόα αιμορραγία, τοξική διάταση του εντέρου (τοξικό μεγάκολο), διάτρηση] ή προκαρκινικές βλάβες, πρέπει να υποβληθούν σε κολεκτομή. Η συνέχεια του πεπτικού σωλήνα αποκαθίσταται με τη δημιουργία ληκύθου από λεπτό έντερο που συρράπτεται στον πρωκτό (ειλεϊκή λήκυθος). Αν και μερικώς αναπηρική, η χειρουργική θεραπεία δεν είναι τιμωρία αλλά σωτηρία για τους ασθενείς αυτούς και αποκαθιστά πολύ καλό επίπεδο ζωής χωρίς μόνιμες «παρά φύσιν» έδρες.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.