Ψυχολογικοί παράγοντες και Διαβήτης

Facebooktwitterpinterest

Ο διαβήτης με την ψυχολογία είναι συνδεδεμένα από 60ετίας, τότε που το ψυχοσωματικό μοντέλο της ιατρικής ασθένειας θεωρούσε ότι ψυχοσωματικοί παράγοντες μπορούσαν να πυροδοτήσουν ή να δημιουργήσουν ποικίλες διαταραχές συμπεριλαμβανομένου καί του διαβήτη. Αυτή η αντίληψη έχει εγκαταληφθεί, αλλά είναι φανερό πως για το άτομο που ζεί με διαβήτη και διευθύνει αυτή τη σύνθετη κατάσταση συμπεριφοράς, υπάρχουν πολλά σημεία όπου ο διαβήτης και η ψυχολογία αλληλεπιδρούν.
Σημαντικό είναι να εξετασθούν τρία κύρια σημεία διασταύρωσης: οι ψυχολογικές αντιδράσεις στην ανάπτυξη του διαβήτη και τις επιπλοκές του, οι νευροψυχολογικές ή γνωστικές συνέπειες του διαβήτη και οι ψυχολογικοί παράγοντες που έχουν σχέση με την καθημερινή αντιμετώπιση του διαβήτη.
Συμβατική κλινική φρόνηση θα προέβλεπε ότι διαβητικοί ασθενείς θα υπέφεραν από σημαντικό ψυχολογικό στρές. Άλλωστε έχουν κάποιο πρόβλημα που μπορεί να οδηγήσει σε βιοιατρικές επιπλοκές όπως μείωση της όρασης, πολυνευροπάθεια, πολυαγγειακή νόσο και απαιτεί από αυτούς να αναλαμβάνουν την καθημερινή ευθύνη για τον έλεγχο της υγείας τους λαμβάνοντας τα αντιδιαβητικά δισκία ή ενέσεις ινσουλίνης, κάνοντας δίαιτα και άσκηση ώστε να ρυθμίσουν ιδανικά τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
Χρόνιες ασθένειες, όπως ο διαβήτης, επηρεάζουν σημαντικά εως στιγματίζουν, γονείς και παιδιά, επιβαρύνοντας τις οικογένειες με απαιτητικές ευθύνες για τη φροντίδα της υγείας των αγαπημένων τους, ένα συχνά δύσκολο έργο. Λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις παραμέτρους, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως πολλοί διαβητικοί καί οι οικογένειες τους συναντούν υψηλά επίπεδα συγκινησιακών ενοχλήσεων και προβλημάτων συμπεριφοράς.
Κατά την διάρκεια των τελευταίων 15 ετών σημαντικές καινοτομίες στην ψυχιατρική επιδημιολογία έχουν βοηθήσει να καταγραφεί και να χαρακτηρισθεί η ψυχοπαθολογία που συνδέεται με διαβητικά παιδιά και εφήβους. Τα παιδιά, κυρίως κορίτσια, τα οποία παρουσίασαν μεγαλύτερη δυσκολία στο να ρυθμίσουν τον διαβήτη έδειξαν περισσότερα συμπτώματα ψυχολογικού στρές, άγχους και κατάθλιψης.
Το αναπτυξιακό καί συναισθηματικό επίπεδο του παιδιού και του εφήβου βρέθηκε ότι έχει κάποια σχέση με την εμφάνιση συμπτωμάτων ψυχολογικού στρές.
Διασταυρούμενες μελέτες ενηλίκων με διαβήτη υποδηλώνουν ότι ποσοστά ψυχολογικού στρές, ιδιαίτερα κατάθλιψης, τείνουν να είναι υψηλότερα από τον γενικό πληθυσμό. Έχει παρατηρηθεί ότι τα υψηλότερα ποσοστά κοινών ψυχιατρικών διαταραχών τείνουν να βρίσκονται σε νοσηλευόμενους διαβητικούς ασθενείς, ή σε πιο ηλικιωμένα άτομα και με άλλα ιατρικά προβλήματα.
Ο τύπος του διαβήτη (ινσουλινοεξαρτώμενος ή μη ινσουλινοεξαρτώμενος) δεν φαίνεται να επηρεάζει την πιθανότητα μιάς ψυχιατρικής διαταραχής. Η αδύναμη σχέση ανάμεσα στις επιπλοκές του διαβήτη καί στα περιστατικά κατάθλιψης υποδηλώνουν ότι αυτή (η κατάθλιψη) δεν είναι απλά μιά ψυχολογική αντίδραση στην εξέλιξη του διαβήτη ή τις επιπλοκές του, αλλά μπορεί να επηρεάζεται σημαντικά από υποκείμενους γενετικούς, ψυχολογικούς ή σωματικούς παράγοντες.
Τα αποτελέσματα όλων των εργασιών συγκλίνουν στην παραδοχή πως τα παιδιά και οι έφηβοι φανερώνουν ένα αξιοσημείωτο βαθμό ψυχολογικής ελαστικότητας. Οι βαθμίδες, όμως, του ψυχολογικού στρες φαίνονται να αυξάνονται στην ενηλικίωση, καθώς και οι επιβαρύνσεις του διαβήτη και οι επιπλοκές του αυξάνονται.
Ποιά είναι η ψυχολογική αντίδραση αμέσως μετά την διάγνωση του διαβήτη;
Μέxρι σήμερα η πιο περιεκτική μελέτη των διαβητικών παιδιών και των οικογενειών τους έχει διεξαχθεί από τον Kovacs και τους συνεργάτες του, όπου εκτιμήθηκαν 95 παιδιά αμέσως μετά την έξοδο τους από την αρχική εισαγωγή τους στο νοσοκομείο και παρακολούθηθηκαν για 6-10 χρόνια. Πληροφορίες που παρέθεσαν γονείς στην καταγραφή της μελέτης έδειξαν ότι το 14% των παιδιών συνάντησε κριτήρια ψυχιατρικής διαταραχής, με πιό κοινό πρόβλημα την ανησυχία. Μέσα σε διάστημα 3 μηνών, 36% των παιδιών βίωσαν επαρκές ψυχολογικό στρές ικανό να φθάσει τα κριτήρια μιας διαγνώσιμης διαταραχής. Τα περισσότερα είχαν δυσχέρεια προσαρμογής, η οποία καθορίζεται σαν μιά παροδική αντίδραση που υπερβαίνει την φυσιολογική και αναμενόμενη ανταπόκριση σε μιά κατάσταση έντασης. Η απαρχή τέτοιας δυσχέρειας προσαρμογής σηματοδοτεί πως το παιδί αρχίζει να αντιμετωπίζει την διάγνωση του διαβήτη, η οποία συχνά ακολουθεί την εξέλιξη κάθε χρόνιας ασθένειας.
Όπως ήταν αναμενόμενο για την φύση του προβλήματος (δυσχέρεια προσαρμογής), η ανάρρωση υπήρξε ραγδαία και το 93% έδειξε ολοκληρωτική επαναφορά στο φυσιολογικό μέσα σε 9 μήνες. Kυρίαρχα συμπτώματα στα παιδιά είναι σωματικά παράπονα, κοινωνική απόσυρση, διαταραχές στον ύπνο, κατάθλιψη και ανησυχία, ενώ απουσιάζουν τάσεις καταστροφής, επιθετικότητα, ή συμπτώματα ξεσπάσματος. Οι διαβητικές επιπλοκές δεν μπορούν απλά μόνο να μεταβάλλουν το συνηθισμένο ρυθμό ζωής κάποιου ατόμου και να αναμειχθούν με τις δραστηριότητες αυτού, αλλά επίσης να λειτουργήσουν σαν υπενθύμιση για το άτομο πως πρέπει να επιτύχει καλύτερη ρύθμιση του διαβήτη. Με τον ίδιο τρόπο που ένα παιδί μαθαίνει πως έχει διαβήτη και γίνεται ανήσυχο, θλιμμένο σαν μέρος μιας διαταραχής προσαρμογής, έτσι και μεγαλύτεροι ασθενείς είναι αναμενόμενο να εμφανίσουν ανησυχία ακολουθώντας την εξέλιξη μιας σημαντικής κλινικής διαβητικής επιπλοκής.
Δύο τύποι διαβητικών επιπλοκών είναι ιδιαίτερα γνωστό ότι αυξάνουν τον κίνδυνο ψυχοπαθολογίας, η πολυαγγειακή νόσος με ψηλά επίπεδα κατάθλιψης και πτωχότερη ποιότητα ζωής και η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια λόγω της μείωσης της οπτικής οξύτητας.
Μελετάται σήμερα κατά πόσο η ίδια η κατάθλιψη θα μπορούσε να αυξήσει την πιθανότητα σ’ ένα διαβητικό άτομο να αναπτύξει ακολούθως διαβητικές επιπλοκές, στο βαθμό που η κατάθλιψη θα μπορούσε να συμβάλλει στην μη ικανοποιητική ρύθμιση του διαβήτη.
Ανάλυση των δεδομένων 10 ετών, από την έναρξη του διαβήτη σε παιδική ηλικία, έδειξε πως η σοβαρότητα της αμφιβληστροειδοπάθειας μπορούσε να προβλεφθεί από τρείς παραμέτρους: την διάρκεια του διαβήτη, την ποιότητα του μεταβολικού ελέγχου και την διάρκεια της καταθλιπτικής διαταραχής.
Αυτές οι παράμετροι είχαν ένα επιπρόσθετο αποτέλεσμα στο ότι η πιθανότητα της αμφιβληστροειδοπάθειας, αυξήθηκε, όσο μεγαλύτερη ήταν η διάρκεια του διαβήτη με χαμηλό μεταβολικό έλεγχο, μαζί με την επιπλέον αναλογία του χρόνου κατάθλιψης. Σε αυτό το ποσοστό η κατάθλιψη δεν ήταν η αντίδραση στην αμφιβληστροειδοπάθεια, αλλά σε ένα βαθμο προκαθόρισε την διάγνωση της αμφιβληστροειδοπάθειας πριν αρκετά χρόνια. Μπορεί πράγματι η κατάθλιψη να αποτελεί ένα επικίνδυνο παράγοντα εμφάνισης επιπλοκών στο διαβήτη, τουλάχιστον σε μερικά άτομα με ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως η θεραπεία της κατάθλιψης μετά την έγκαιρη διάγνωση, μπορεί όχι μονο να βελτιώσει την ψυχοδιανοητική υγεία του ατόμου, αλλά μπορεί ακόμη και να καθυστερήσει την εμφάνιση διαβητικών επιπλοκών. Η ψυχοπαθολογία, εκτιμημένη από τεκμηριωμένες έρευνες και καθορισμένη από συγκεκριμένα κριτήρια, έχει γίνει έως τώρα η κύρια εστία συζήτησης, αλλά και κατά πόσο ο διαβήτης επηρεάζει την ποιότητα ζωής του ατόμου είναι επίσης σημαντικό. Ο καθορισμός της ποιότητας ζωής παραμένει αμφισβητήσιμος άν και είναι γενικά αποδεκτό πως αυτή η ιδέα θα έπρεπε να περιλαμβάνει την κατανόηση των συναισθημάτων του ατόμου για ένα καλό επίπεδο ζωής και μιά γενικότερη ικανοποίηση από αυτή. Από έρευνες μεγάλου αριθμού ποικίλων χρόνιων ασθενειών, φαίνεται πως η ποιότητα ζωής στους διαβητικούς ενήλικες είναι ελαττωμένη, όμως τόσο η διανοητική όσο καί η συναισθηματική υγεία στους διαβητικούς ασθενείς ήταν σαφώς καλύτερη από άλλους ασθενείς με καρδιαγγειακές, πνευμονικές διαταραχές, ενώ ήταν ανάλογη με ασθενείς με αρθρίτιδα, νεφρικές, δερματολογικές διαταραχές.
Ασθενείς με ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη αναφέρουν ότι είναι ικανοποιημένοι με τη ζωή τους και δηλώνουν ότι ο διαβήτης έχει μικρό αντίκτυπο στη καθημερινή ζωή τους. Ενήλικες με μη ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη, αντίθετα είναι λιγότερο ενθουσιώδεις και πολλοί δηλώνουν ότι δεν μπορούν να συμμετέχουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις φαγητού και ποτού. Η ποιότητα ζωής επηρεάζεται σαφέστατα στην περίπτωση εμφάνισης επιπλοκών. Μιά έρευνα της γενετήσιας συμπεριφοράς των διαβητικών έδειξε ότι τα άτομα στα οποία είχε διαγνωσθεί ο διαβήτης πριν την ηλικία των 9 ετών, ήταν περισσότερο ικανοποιημένα με τον γάμο τους και ήταν πιθανότερο να αποκτήσουν παιδιά, από εκείνους στους οποίους ο διαβήτης είχε διαγνωσθεί αργότερα. Η εμπειρία που έχουν τα παιδιά λόγω πρώιμης έναρξης της ασθένειας έχει σαν αποτέλεσμα την πιο εύκολη ενσωμάτωση του διαβήτη στη ζωή τους.
Η προσπάθεια ικανοποιητικής ρύθμισης του διαβήτη είναι μιά εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία. Ένα άτομο με ινσουλινοθεραπευόμενο διαβήτη πρέπει να αναλάβει την ευθύνη χορήγησης ινσουλίνης δύο ή περισσότερες φορές την ημέρα, προσεκτική λήψη των γευμάτων και περιοδικό έλεγχο γλυκόζης στο αίμα. Επίσης κατά την διάρκεια οξέων ασθενειών, ή σαν απάντηση σε εξαιρετικά υψηλές ή χαμηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα πρέπει να προσαρμόζει την ινσουλίνη και τα γεύματα. Παρόμοιες απαιτήσεις υπάρχουν και στους μη ινσουλινοεξαρτώμενους διαβητικούς. Σε κάθε περίπτωση ο ασθενής και οι γονείς για τα παιδιά τους αναλαμβάνουν προκαταβολικά ευθύνη για την συμπεριφορά φροντίδας του ατόμου με αντικειμενικό σκοπό την επιτυχία του καλύτερου δυνατού μεταβολικού ελέγχου.
Το επερχόμενο αποτέλεσμα μπορεί να επηρεάσει την διάθεση και την όλη ψυχολογική κατάσταση του διαβητικού. Κατά κανόνα η “ψυχολογία” κάθε ατόμου μπορεί να επηρεάσει και να επηρεασθεί από τον τρόπο ρύθμισης του διαβήτη.
Στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνονται η “ιδιοσυγκρασία” η “προσωπικότητα”, ο “τρόπος συμπεριφοράς”, ο “τόπος ελέγχου”, η “αυτοαποτελεσματικότητα”, ο “τύπος συμπεριφοράς” και οι “πεποιθήσεις υγείας”. Καθένας από αυτούς τους παράγοντες προβλέπει μεταβολικό έλεγχο έως κάποιο σημείο, πιθανά επηρεάζοντας ή την συμπεριφορά ατομικής φροντίδας ή την συγκινησιακή κατάσταση, ιδιαίτερα το επίπεδο του άγχους. Άτομα που έχουν μιά έντονη ανάγκη για επιτυχία και ένα υψηλό επίπεδο ανταπόκρισης στις κοινωνικές απαντήσεις απολαμβάνουν καλύτερο μεταβολικό έλεγχο. Αντίθετα, φτωχότερος είναι ο μεταβολικός έλεγχος στους ενήλικες με “δραματικό-εξαρτώμενη” προσωπικότητα. Υψηλότερα επίπεδα άγχους συνδέονται με χαμηλό μεταβολικό έλεγχο.
Ο “τόπος ελέγχου” είναι ακόμη ένα ψυχολογικό χαρακτηριστικό που μπορεί να επηρεάσει την ρύθμιση του διαβήτη. Άτομα που έχουν ένα “εσωτερικό” τόπο ελέγχου πιστεύουν ότι είναι υπεύθυνοι για την υγεία τους, εκεί όπου άλλοι που έχουν ένα “εξωτερικό” τόπο ελέγχου πιστεύουν πως βρίσκονται στο έλεος της τύχης ή κάποιας άλλης εξωτερικής δύναμης. Γενικά άτομα με ένα “εσωτερικό” τόπο ελέγχου είναι πιθανότερο να δείξουν καλύτερη συνεργασιμότητα στη θεραπεία με αποτέλεσμα καλύτερο μεταβολικό έλεγχο, εκτός και αν υπάρχει στον χαρακτήρα τους το στοιχείο της “αυτοκατηγορίας”.
Οι “πεποιθήσεις υγείας” είναι ένα επιπλέον χαρακτηριστικό που είναι πιθανόν να επηρεάσει την ρύθμιση του διαβήτη. Αν γίνει κατανοητό το όφελος από τον καλό μεταβολικό έλεγχο, αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα καλή πορεία του διαβήτη.
Χωρίς να προκαλεί έκπληξη, η ψυχολογική κατάσταση έχει μελετηθεί λεπτομερώς και σαν αιτία και σαν συνέπεια προβληματικής αντιμετώπισης του διαβήτη. Πτωχότερος γλυκαιμικός έλεγχος συνδέεται με υψηλότερα επίπεδα στρές και στους ενήλικες και στους έφηβους. Όπως η κατάθλιψη, έτσι και το στρές μπορεί να επηρεάσει τον μεταβολικό έλεγχο διακόπτοντας την ικανότητα του ατόμου να αντιμετωπίσει τον διαβήτη αποτελεσματικά. Ο διαβήτης μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στην οικογένεια, ειδικά όταν ο ασθενής είναι παιδί ή έφηβος. Ποικίλλα οικογενειακά χαρακτηριστικά μπορούν να επηρεάσουν τον μεταβολικό έλεγχο. Τα παιδιά, ιδιαίτερα τα μικρά, απολαμβάνουν καλύτερο μεταβολικό έλεγχο όταν οι γονείς τους παίζουν ενεργό ρόλο στην αντιμετώπιση του διαβήτη. Μέσα στην οικογένεια υπάρχουν παράγοντες, όπως χαμηλά επίπεδα ψυχικών συγκρούσεων, υψηλά επίπεδα συνοχής, καλύτερη επικονωνία και ισχυρότερος οικογενειακός προσανατολισμός επίτευξης στόχου, που συνδέονται άμεσα με τον καλύτερο έλεγχο του διαβήτη.
Ατομική ψυχοθεραπεία ή υποστηρικτική συμβουλευτική μπορεί να είναι το ίδιο αποτελεσματική σε διαβητικά παιδιά ή ενήλικες.
Παραδοσιακές ομάδες θεραπείας έχουν χρησιμοποιηθεί επιτυχώς στην παροχή συναισθηματικής υποστήριξης σε διαβητικούς και μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευεργετικές για ασθενείς που αντιμετωπίζουν την εξέλιξη επιπλοκών.
Οι ομάδες οδηγούνται χαρακτηριστικά από επαγγελματίες ψυχικής υγείας, έχουν 8 με 12 μετέχοντες και συναντώνται ανά 7-15 ημέρες για 90 λεπτά της ώρας περίπου. Οι συναντήσεις μπορεί να συνεχίζονται για ένα χρόνο και συνήθως είναι σύντομες της τάξης των 7 εβδομάδων. Στην ομάδα δίνονται στην αρχή περισσότερες ιατρικές πληροφορίες για τον διαβήτη, με τον καιρό, οι μετέχοντες νιώθουν πιο άνετοι και συζητούν και άλλα θέματα. H ευρεία ακτίνα των θεμάτων μπορεί να περιλάβει κάποιο τρόπο αντιμετώπισης μιας συνεχιζόμενης θλίψης για τα προβλήματα τα συνδεόμενα με τον διαβήτη, αντιμετώπιση της ενοχής για το ενδεχόμενο ότι οι ίδιοι έχουν προκαλέσει κάποιες επιπλοκές τους και επίσης αντιμετώπιση των φόβων απωλείας της ανεξαρτησίας τους.
Πολλοί συμμετέχοντες στις ομάδες, δηλώνουν ικανοποιημένοι από τον τρόπο λειτουργίας της ομάδας και είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι στον έλεγχο του μεταβολισμού, που αποτελεί σημαντικό γεγονός για τον περιορισμό των επιπλοκών.
Συμπεράσματα
Είναι γεγονός ότι ψυχολόγοι και διαβητολόγοι μπορούν να συνεργασθούν αποτελεσματικά για την βελτίωση τόσο της διανοητικής, ψυχικής όσο και σωματικής υγείας των διαβητικών ασθενών. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας είναι η δυσχέρεια πολλών θεραπόντων ιατρών να αναγνωρίσουν έγκαιρα τους διαβητικούς ασθενείς που υποφέρουν από ψυχολογικό στρές. Μιά πληθώρα πολύπλοκων ψυχολογικών δοκιμασιών και ερωτηματολογίων έχουν αναπτυχθεί για μελέτες ερευνητικές με διαβητικούς ασθενείς. Παρόλα αυτά ο ευκολότερος τρόπος να καθοριστεί αν ο ασθενής έχει ψυχολογικά προβλήματα είναι να ερωτηθεί με σαφήνεια.
Όταν κάποια τέτοια προβλήματα αποκαλυφθούν, οφείλει να γίνει άμεση αναφορά σε επαγγελματία ψυχικής υγείας.
Έχει συζητηθεί πως ο θεράπων ιατρός θα έπρεπε να διαγνώσει και να αντιμετωπίσει τις συγκινησιακές διαταραχές του διαβητικού ασθενή, αλλά αυτή η άποψη δεν είναι ρεαλιστική. Λόγω της απουσίας εμπειρίας των διαβητολόγων στην χρησιμοποίηση των κατάλληλων ψυχοθεραπευτικών τεχνικών προσέγγισης η παρουσία επαγγελματία ψυχικής υγείας στην ομάδα θεραπείας του διαβήτη κρίνεται απαραίτητος.
Είναι φανερό πως οι διαβητικοί ασθενείς έχουν μιά αξιοσημείωτη ψυχολογική ελαστικότητα, αλλά όπως και οποιοσδήποτε άλλος είναι πιθανό να βιώνουν ψυχολογικό στρές. Ψυχολόγοι και διαβητολόγοι οφείλουν να συνεχίσουν να βελτιώνουν τους τρόπους ψυχολογικής στήριξης, έτσι ώστε να ανακουφίσουν από το άγχος ή την κατάθλιψη τους διαβητικούς ασθενείς.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.