Αζωοσπερμία, βιοψία όρχεων (TESE) και εξωσωματική γονιμοποίηση

Facebooktwitterpinterest

Από αζωοσπερμία πάσχει περίπου το 1% των ανδρών του γενικού πληθυσμού και το 10% των ανδρών που μπαίνουν σε διαδικασία διερεύνησης της γονιμότητάς τους.

Μέχρι το 1993 οι μοναδικές επιλογές των ανδρών με αζωοσπερμία ήταν η δωρεά σπέρματος ή η υιοθεσία. Ωστόσο, με την εισαγωγή της μικρογονιμοποίησης (ICSI) το 1993, οι άνδρες που πάσχουν από αζωοσπερμία μπορούν πια να αποκτήσουν τον δικό τους βιολογικό απόγονο με την βοήθεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Για τη διάγνωση της αζωοσπερμίας γίνεται αρχικά ένα σπερμοδιάγραμμα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό βήμα που απαιτεί, εκτός από προσεκτική εξέταση, και φυγοκέντρηση, μιας και σε αρκετά δείγματα, τα οποία αρχικά είναι αρνητικά για την παρουσία σπερματοζωαρίων, τελικά εντοπίζονται σπερματοζωάρια μετά από φυγοκέντρηση του δείγματος. Για τον λόγο αυτό η φυγοκέντρηση των αζωοσπερμικών δειγμάτων, στην αρχική παρατήρηση και η προσεκτική υψηλή ανάλυση του ιζήματος στο σύνολό του, είναι βασικότατο μέρος της αξιολόγησης. Μόνον εάν και μετά την εξέταση του ιζήματος δεν βρεθούν σπερματοζωάρια μπορεί ένα δείγμα να χαρακτηριστεί ως αζωοσπερμικό. Σε αυτές τις περιπτώσεις συστήνεται επαναληπτικό σπερμοδιάγραμμα προκειμένου να επιβεβαιωθεί η πρώτη παρατήρηση. Συνολικά, αν σε 2-3 σπερμοδιαγράμματα (με χρονική απόσταση μεταξύ τους) δεν υπάρξουν σπερματοζωάρια, ο ασθενής πρέπει να συζητήσει με τον ουρολόγο του για πιθανότητα θεραπείας ή βιοψίας όρχεως.

Βιοψία όρχεως:
Από την στιγμή που θα διαπιστωθεί και θα επιβεβαιωθεί η αζωοσπερμία, ακολουθεί προσεκτική διερεύνηση από ειδικό ουρολόγο και ενδοκρινολόγο, προκειμένου να διαπιστωθούν τα πιθανά αίτιά της. Στις περισσότερες περιπτώσεις αζωοσπερμίας, η βιοψία όρχεως παραμένει η μοναδική εξέταση που θα δείξει εάν υπάρχουν σπερματοζωάρια ή όχι στους όρχεις.

Σε περίπτωση πλήρους αζωοσπερμίας (σε πολλαπλά σπερμοδιαγράμματα) έχουμε την δυνατότητα της λήψης σπερματοζωαρίων απευθείας από τον όρχι με βιοψία. Από την στιγμή που τα σπερματοζωάρια που θα βρεθούν προέρχονται από βιοψία, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για IVF (εξωσωματική γονιμοποίηση) με μικρογονιμοποίηση (ΙCSI), λόγω της χαμηλής κινητικότητας των σπερματοζωαρίων που προέρχονται από τον ορχικό ιστό και της απουσίας των διεργασιών και ωρίμανσης που συμβαίνουν στην επιδιδυμίδα. Η τεχνική της βιοψίας όρχεως εφαρμόζεται μόνο από ειδικό ουρολόγο. Μπορεί να γίνει την ίδια ή προηγούμενη μέρα με την ωοληψία ή πριν από αυτή, με στόχο να καταψυχθούν τα σπερματοζωάρια και να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον. Στο παρελθόν, η βιοψία όρχεως είχε μόνο διαγνωστική αξία ώστε να αποκλείσουμε την πιθανότητα βιολογικής γονιμότητας του άντρα ή να βρεθεί η αιτία της αζωοσπερμίας. Από τη στιγμή που είναι δυνατή η χρήση των σπερματοζωαρίων που λαμβάνονται από τον όρχι σε εξωσωματική γονιμοποίηση (ICSI), η βιοψία γίνεται και θεραπευτική με την ταυτόχρονη παρουσία εξειδικευμένου εμβρυολόγου στο εργαστήριο. Έτσι, τα ιστοτεμαχίδια που λαμβάνονται από όρχι εξετάζονται επί τόπου και, εάν υπάρχουν σπερματοζωάρια, φυλάσσονται σε ειδικά καλλιεργητικά υλικά και καταψύχονται στο εργαστήριο για μελλοντική χρήση. Το πλεονέκτημα της θεραπευτικής βιοψίας, σε σχέση με την απλή ιστολογική μελέτη του ιστού, είναι ότι γίνεται ταυτόχρονα με τη διαγνωστική και εφόσον υπάρχουν σπερματοζωάρια, μπορούν να καταψυχθούν άμεσα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον. Έτσι ο άντρας δεν χρειάζεται να επαναλάβει μελλοντικά την επέμβαση ώστε να ληφθούν σπερματοζωάρια για IVF. Επίσης, είναι γνωστό ότι η σπερματογένεση γίνεται τοπικά στον όρχι και η λήψη μόνο ενός ιστοτεμαχιδίου μπορεί να αποκλείσει περιοχές ενεργούς σπερματογένεσης του όρχεως, με αποτέλεσμα να θεωρήσουμε εσφαλμένα ότι ο ασθενής είναι αζωοσπερμικός.
Με βάση λοιπόν τα σημερινά δεδομένα (2013), μια επέμβαση βιοψίας όρχεως θα πρέπει να συνδυάζεται με τη λήψη πολλαπλών ιστοτεμαχιδίων από διαφορετικές περιοχές και των δύο όρχεων, καθώς και με τη δυνατότητα άμεσης μικροσκοπικής παρατήρησης και κρυοσυντήρησης του ιστού, σε περίπτωση που διαπιστωθεί παρουσία σπερματοζωαρίων. Εκτός των ιστοτεμαχιδίων που λαμβάνονται για την ανεύρεση/κατάψυξη των σπερματοζωαρίων, είναι απαραίτητο να γίνεται και ιστολογική εξέταση από παθολογοανατόμο, ώστε να αποκλειστεί κακοήθεια. Επίσης για πρακτικούς λόγους, μια και τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο (2013), τα ασφαλιστικά ταμεία στην Ελλάδα απαιτούν παθολογοανατομική διάγνωση σε περίπτωση αζωοσπερμίας για να χορηγήσουν τα φάρμακα για εξωσωματική γονιμοποίηση.

Ποσοστά επιτυχίας:
Τα ποσοστά κυμαίνονται, ανάλογα με την αιτιοπαθολογία της αζωοσπερμίας. Πριν την βιοψία, το ζευγάρι θα πρέπει να έχει διερευνηθεί πλήρως για τα γενετικά, ανατομικά, ορμονικά ή ιδιοπαθή αίτια και για το πώς αυτά επηρεάζουν το αποτέλεσμα. Στις αζωοσπερμίες αποφρακτικού τύπου, η λειτουργία των όρχεων είναι φυσιολογική και τα ορχικά σπερματοζωάρια μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλά ποσοστά κύησης. Αντίθετα, στην μη αποφρακτική αζωοσπερμία εμπλέκονται πολλοί παράγοντες και, λόγω της μειωμένης λειτουργίας των όρχεων, τα σπερματοζωάρια ίσως να είναι λιγότερο ικανά να γονιμοποιήσουν κα να δώσουν υψηλά ποσοστά κύησης.

kontogianni

Ελένη Κοντογιάννη
Εμβρυολόγος-Γενετίστρια,

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.