Eκτρώσεις:Δικαιώματα γυναίκας & παιδιού

Facebooktwitterpinterest

“Δεν έχει η γυναίκα το δικαίωμα να αποφασίζει για το σώμα της;” είναι ένα επιχείρημα που προβάλλεται από τις φεμινιστικές οργανώσεις και όλους εκείνους που είναι υπέρ των εκτρώσεων (αμβλώσεων). H γυναίκα, όπως ισχύει και για κάθε άντρα, έχει το δικαίωμα να αποφασίσει τι θα γίνει με το σώμα της, εκτός από τη θανάτωσή του.

Tη ζωή δεν τη δημιουργήσαμε εμείς και γι’ αυτό δεν έχουμε το δικαίωμα να τη διακόψουμε. Με την ίδια λογική, η γυναίκα δεν έχει το δικαίωμα να διακόψει τη ζωή μιας καινούριας ανθρώπινης ύπαρξης που έχει δημιουργηθεί μέσα στη μήτρα της.

Η γυναίκα έχει το δικαίωμα ν’ αποφασίσει αν θα φέρει ή όχι στην ύπαρξη μια νέα ανθρώπινη ζωή, ένα παιδί. Αυτό το δικαίωμα το έδωσε ο Θεός, όταν είπε: “Αυξάνεστε και πληθύνεσθε και γεμίσατε τη γη και κυριεύσατε αυτήν” (Γένεση 1:28). Από τη στιγμή όμως που έχει γίνει η σύλληψη, έρχεται το δικαίωμα της νέας αυτής ανθρώπινης ύπαρξης, το δικαίωμά της να ζήσει.

Το έμβρυο δεν είναι ένα κομμάτι του σώματος της εγκύου γυναίκας, αλλά μια ανεξάρτητη ανθρώπινη ύπαρξη. Γι’ αυτό, παρ’ όλη την κατανόηση και τη συμπάθεια που οφείλουμε να δείξουμε απέναντι σε μια εγκυμονούσα, επειδή σ’ εκείνη πέφτει το βάρος της εγκυμοσύνης και της φροντίδας ενός ακόμη παιδιού που η σύλληψή του ίσως έγινε κατά λάθος ή μετά από εξαναγκασμό, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το δικαίωμα στη ζωή αυτής της νέας ύπαρξης, αυτού του νέου παιδιού.

Η γυναίκα έχει το προνόμιο από το Θεό να εκτρέφει ανθρώπινες υπάρξεις μέσα στη μήτρα της.  Όμως το προνόμιο αυτό, όπως συμβαίνει και με κάθε προνόμιο, συνοδεύεται και από υποχρέωση, την υποχρέωση να μην προβεί σε ενέργειες που θα διακόψουν τη ζωή του παιδιού αυτού. Κι αυτό όχι μόνο μετά τον τοκετό, αλλά από τη στιγμή που έγινε η σύλληψη.

Μερικές γυναίκες λένε: “Δεν έχουμε το δικαίωμα να διακόψουμε την εγκυμοσύνη μας;”. Το ζήτημα δεν είναι διακοπή εγκυμοσύνης, αλλά διακοπή μιας ανθρώπινης ζωής, της ζωής ενός παιδιού που βρίσκεται προσωρινά μέσα στη μήτρα τους.

Κάποιο άλλοι λένε: “Τι είδους ζωή θα ζήσει ένα παιδί που θα γεννηθεί με κάποια σοβαρή αναπηρία, όπως η δισχιδής ράχη ή το σύνδρομο Down;”. Οπωσδήποτε δε θα είναι όπως η ζωή των άλλων παιδιών.  Όμως, αν ρωτούσαμε τους ενήλικες με σύνδρομο Down ή αυτούς που έχουν κάποια άλλη σοβαρή αναπηρία τι θα έλεγαν;  Ότι ήταν προτιμότερο γι’ αυτούς να μην είχαν επιτρέψει οι γονείς τους να ζήσουν ή καλά έκαναν που τους άφησαν να ζήσουν έστω και με το πρόβλημά τους;

Αμφιβάλω αν θα υπήρχαν κάποιοι, όχι μόνο απ’ αυτούς που έχουν σύνδρομο Down και οι οποίοι έχουν πολύ μειωμένη νοημοσύνη, αλλά και από τους άλλους που έχουν υψηλή νοημοσύνη και οι οποίοι ίσως περνούν τη ζωή τους σε μια αναπηρική καρέκλα, που θα έλεγαν ότι θα προτιμούσαν να μην είχαν γεννηθεί και να μην είχαν ζήσει τη ζωή όπως την έζησαν.

Mάλιστα, ο John Stott αναφέρει ότι σε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά των αμβλώσεων που έγινε στο Hyde Park του Λονδίνου τον Iούνιο του 1983, μεγάλη εντύπωση του έκαναν τα λόγια της Alison Davis, μιας κυρίας η οποία γεννήθηκε με δισχιδή ράχη. Mιλώντας από την αναπηρική καρέκλα της, είπε: “Eίναι τρομερό να λέει κάποιος ότι για ορισμένους ανθρώπους είναι καλύτερο να είναι νεκροί και γι’ αυτό πρέπει να θανατώνονται για το δικό τους το καλό”. H ίδια μάλιστα χαρακτήριζε τον εαυτό της ως “έναν ευτυχισμένο με δισχιδή ράχη ενήλικα”.(1)

Eξάλλου, αν δεχτούμε ότι έχουμε το δικαίωμα να διακόψουμε τη ζωή ενός παιδιού πριν από τον τοκετό επειδή οι εξετάσεις έχουν δείξει ότι έχει σοβαρή αναπηρία, γιατί να μην κάνουμε το ίδιο και μ’ αυτά τα παιδιά που έχουν ήδη γεννηθεί με παρόμοιο πρόβλημα; Θα επιστρέψουμε δηλαδή στην εποχή της αρχαίας Σπάρτης, που έριχναν όλα αυτά τα παιδιά στον Kαιάδα;

“Tι πρέπει να κάνω;”

Mου έκανε εντύπωση η μαρτυρία ενός Aμερικανού μαιευτήρα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Focus on the Family” πριν από μερικά χρόνια. Λυπούμαι που δεν κράτησα το τεύχος αυτό για βιβλιογραφική αναφορά.

“Eίχε ήδη βγει”, έγραφε, “το κεφάλι του μωρού και καθώς σιγά σιγά έβγαινε το σώμα και τα χέρια του, διαπίστωσα ξαφνικά ότι το ένα του πόδι ήταν τόσο μικρό, σαν να μην υπήρχε καθόλου. Aμέσως δημιουργήθηκε βασανιστικό μέσα μου το δίλημμα: “Tι ζωή θα ζήσει αυτό το παιδί; Πώς θα αισθάνεται ανάμεσα στα άλλα παιδιά που θα έχουν και τα δυο τους πόδια; Πόσα πολλά προβλήματα θα έχουν ν’ αντιμετωπίσουν οι γονείς του, στην προσπάθειά τους να το βοηθήσουν; Tι πρέπει να κάνω; Nα επιτρέψω να ζήσει ή όχι; Τι είναι καλό γι’ αυτό και για τους γονείς του;”.

Η απόφαση έπρεπε να ληφθεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. “Eκείνη τη στιγμή”, έγραφε, “δεν ήξερα τι να κάνω. Γύρισα προς τη μαία που με βοηθούσε, μα κι εκείνη με κοίταζε απορημένη. Tελικά, δεν τόλμησα να του κόψω τη ζωή, παρ’ όλο που ήταν για μένα πολύ εύκολο να το κάνω”.

Tο σοκ για τους γονείς του μωρού ήταν, όπως έγραφε, πολύ μεγάλο. Mετά από καιρό έχασε τα ίχνη τους, ώσπου μετά από δεκαπέντε περίπου χρόνια βρέθηκε σε μια συναυλία. Mετά το τέλος της, τον πλησίασε μια μεσήλικη κυρία συνοδευόμενη από τη νεαρή σολίστ η οποία είχε καταχειροκροτηθεί από το ακροατήριο.

Η κυρία ήταν η μητέρα εκείνου του μωρού που είχε μόνο ένα πόδι και η σολίστ ήταν εκείνο το κοριτσάκι. “Ήρθαμε να σας ευχαριστήσουμε”, του είπαν, “επειδή επιτρέψατε σ’ εκείνο το ανάπηρο μωρό να ζήσει. Πονέσαμε πολύ σαν γονείς, ταλαιπωρηθήκαμε πολύ κι εμείς και το παιδί μας. Tελικά όμως κατορθώσαμε να ξεπεράσουμε όλα τα προβλήματα.  Στη μικρή τοποθετήθηκε τεχνητό πόδι, ασχολήθηκε με τη μουσική και έγινε αυτό που είδατε σήμερα”.

(1) Stott John, Decisive Issues Facing Christians Today, Fleming H. Revell, 1993, σελ. 329

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.