Έλεγχος για οστεοπόρωση

Facebooktwitterpinterest

Τι πρέπει να προσέχουμε

Η οστεοπόρωση είναι μία νόσος κατά την οποία η πυκνότητα και η ποιότητα του οστού μειώνεται, οδηγώντας έτσι σε αδυναμία του σκελετού και σε αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων, κυρίως στην σπονδυλική στήλη, στον καρπό, στο ισχίο , στη λεκάνη και στο βραχιόνιο οστό. Η οστεοπόρωση και τα προκαλούμενα από αυτήν κατάγματα, αποτελούν μία πολύ σημαντική αιτία θνητότητας και θνησιμότητας.
Σε πολλούς ασθενείς , η ελάττωση οστικής μάζας είναι σταδιακή και χωρίς έκδηλη συμπτωματολογία, μέχρι το σημείο επιδείνωσης της νόσου. Συνήθως η διάγνωση της νόσου γίνεται καθυστερημένα και συνήθως με αφορμή ένα κάταγμα που παθαίνει ο ασθενής. Η απώλεια ύψους και η κεκαμμένη θέση της σπονδυλικής στήλης (η οποία είναι το αποτέλεσμα πολλών καταγμάτων συμπιεστικών στους σπονδύλους) μπορεί να είναι το μοναδικό διαγνωστικό σημείο για τη νόσο.
Η οστεοπόρωση αποτελεί μία παγκόσμια ασθένεια, της οποίας η σημασία ολοένα και μεγαλώνει καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται και γερνάει ταυτόχρονα. Για αυτούς τους λόγους και η νόσος έχει χαρακτηρισθεί και σαν σιωπηλή επιδημία. Υπάρχουν πολλές λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με τη νόσο, όπως π.χ. ότι αφορά μόνο γυναίκες μεγάλης ηλικίας. Στην πραγματικότητα η απώλεια οστικής μάζας μπορεί να ξεκινήσει από την ηλικία των 25 ετών. Παγκοσμίως η πιθανότητα μία γυναίκα να πάθει στη ζωή της κάταγμα λόγω οστεοπόρωσης ανέρχεται μεταξύ 30-40%. Επιπλέον ο επιπολασμός της νόσου αυτής στον ανδρικό πληθυσμό είναι υψηλότερος από αυτό που πιστευόταν, με 1 στους 5 άνδρες να πάσχει από τη νόσο αυτή.
Ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου για κάταγμα, ανεξάρτητα από την οστική πυκνότητα, είναι ένα προηγούμενο οστεοπορωτικό κάταγμα. Το ιστορικό αυτό αυξάνει τον κίνδυνο για μελλοντικά κατάγματα μέχρι και 8 φορές. Τα “σιωπηλά” σπονδυλικά κατάγματα (αυτά που ανευρίσκονται ακτινολογικά), επίσης αυξάνουν τον κίνδυνο και πρέπει να αναζητούνται σε ασθενείς που έχουν χάσει πάνω από 2 εκ. ύψος. Υπάρχει επίσης συσχέτιση μεταξύ τραυματικών καταγμάτων και οστεοπόρωσης, συνεπώς οποιοδήποτε κάταγμα, σε μετεμμηνοπαυσιακή γυναίκα, θα πρέπει να φέρνει στη σκέψη μας τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας.
Ο κίνδυνος κατάγματος αυξάνεται 2-3 φορές για κάθε δεκαετία μετά την ηλικία των 50 ετών.
Οι πτώσεις είναι ένας άλλος σημαντικός προγνωστικός δείκτης, ιδιαίτερα για κατάγματα ισχίου στους ηλικιωμένους. Συνεπώς, παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο της πτώσης – όπως πλημμελής όραση, νευρομυικές διαταραχές, ή φάρμακα που επηρεάζουν την ισορροπία – θα πρέπει επίσης να αξιολογούνται. Ασθενείς με φλεγμονώδεις παθήσεις του μυοσκελετικού, γαστρεντερικού ή αναπνευστικού συστήματος και ασθενείς που έχουν χρόνια νεφρική νόσο ή έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση, έχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο για χαμηλή οστική πυκνότητα και κάταγμα.
Οι μετρήσεις οστικής πυκνότητας θα πρέπει να γίνονται ως ρουτίνα σε όλες τις γυναίκες από 65 ετών και άνω, καθώς και σε άνδρες και νεότερες γυναίκες που έχουν υποστεί οστεοπορωτικό κάταγμα. Όλοι οι εξεταζόμενοι θα πρέπει να ερωτώνται για παράγοντες κινδύνου οστεοπορωτικού κατάγματος και δευτεροπαθείς αιτίες. Οι παράγοντες κινδύνου θα πρέπει να επανεξετάζονται και οι συμβουλές για τον κατάλληλο τρόπο ζωής να τονίζονται ξανά σε κάθε επίσκεψη του ασθενούς με τον ορθοπεδικό ιατρό.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.