Η ιστορία του διαβήτη

Facebooktwitterpinterest

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί ιατρικό πρόβλημα περίπου εδώ και 3500 χρόνια. Η ιστορία αυτής της νόσου είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της ασταμάτητης, επίμονης και επίπονης προσπάθειας της επιστήμης, για την ανακάλυψη της αλήθειας, την ανακούφιση του αρρώστου από τον πόνο και την αποκατάσταση της υγείας του. Αν σήμερα οι διαβητικοί ζουν μια σχεδόν πλήρη φυσιολογική ζωή, τούτο είναι αποτέλεσμα του τιτάνιου αυτού αγώνα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η ιστορία του διαβήτη θα μπορούσε να χωριστεί σε τέσσερις μεγάλες εποχές ή περιόδους.
Σαν πρώτη εποχή θα μπορούσε να θεωρηθεί η “Εποχή της Κλινικής Αναγνώρισης” του διαβήτη. Η δεύτερη εποχή συνδυάζεται με τη “Βιοχημική Αναγνώριση” της νόσου, δηλ. τη διαπίστωση πρώτα της σακχαρουρίας και ύστερα της υπεργλυκαιμίας. Η τρίτη εποχή ταυτίζεται με την “Ανακάλυψη της Ινσουλίνης” και θα μπορούσε να ονομαστεί και “Ηρωική Εποχή”. Η τετάρτη εποχή είναι η “Εποχή των Υπογλυκαιμικών δισκίων”. Τέλος, θα μπορούσε κανείς οραματιζόμενος, να προβλέψει και μια “πέμπτη” μελλοντική εποχή. Η εποχή αυτή είναι η “Εποχή της Πραγματοποίησης των Μεγάλων Προσδοκιών”, δηλ. η εποχή των αναλόγων ινσουλίνης και των σούπερ ινσουλινών, της ινσουλίνης από το στόμα ή από τη μύτη με σπρέι, των μεταμοσχεύσεων νησιδίων του παγκρέατος, των αντλιών κλειστού κυκλώματος, με ενσωματωμένο βιοαισθητήρα γλυκόζης και, τέλος, της οριστικής λύσης αυτού του “γλυκού μυστηρίου”. Οι προβλέψεις για την πραγματοποίηση των προσδοκιών αυτών στο άμεσο μέλλον διαγράφονται αισιόδοξες χάρις στη μεγάλη πρόοδο που έχει σημειωθεί στους τομείς της γενετικής, της γενετικής μηχανικής και της βιοτεχνολογίας.
Η παρούσα ανασκόπηση αναφέρεται στις τρεις πρώτες εποχές της ιστορίας του διαβήτη.
Εποχή Πρώτη: “Εποχή της Κλινικής Αναγνώρισης του Σακχαρώδη Διαβήτη”
Οι ρίζες της εποχής αυτής ξεκινούν μέσα από τα βάθη των αιώνων. Εκεί βρίσκει κανείς στοιχεία που αναφέρονται σε χαρακτηριστικά κλινικά σημεία και συμπτώματα της νόσου. Ως πρώτη περιγραφή του διαβήτη πρέπει να θεωρηθεί εκείνη που βρέθηκε σε χειρόγραφο της αρχαίας Αιγύπτου, που σήμερα είναι γνωστό ως “Πάπυρος Ebers” (1500 π.Χ.). Στο χειρόγραφο αυτό ο διαβήτης περιγράφεται αλάνθαστα ως “νόσος με πολυουρία, χωρίς πόνους, αλλά με λιποσαρκία” (δηλ. περιγράφεται ως “νόσος φθοράς”).
Ο πρώτος όμως που ονομάζει τη νόσο “Διαβήτη” είναι ο μεγάλος Έλληνας γιατρός της αρχαιότητας Αρεταίος (περίπου 120-200 μ.Χ.), τρίτη στη σειρά μεγάλη ιατρική μορφή της αρχαιότητας, μετά τον Ιπποκράτη και το Γαληνό. Ο Αρεταίος δίνει στη νοσηρά αυτή κατάσταση το όνομα “Διαβήτης” από το ρήμα “διαβαίνω”. Έτσι, με τον όρο αυτό ο Αρεταίος αναφέρεται σ’ ένα από τα κυριότερα συμπτώματα της νόσου, δηλ. την πολυουρία (ο όρος “Διαβήτης” σημαίνει πως το νερό, που ακατάπαυστα πίνει ο άρρωστος για να κατασιγάσει το έντονο αίσθημα δίψας που έχει, “διαβαίνει”, σαν μέσα από ένα σιφώνιο, αναλλοίωτο). Μέχρι τότε ο διαβήτης είχε άλλο όνομα. Τον ονόμαζαν “Δίψα” ή “Δίψακο” από το όνομα ενός φιδιού που το δάγκωμά του προκαλούσε ακατάσχετη δίψα και που από τον ίδιο τον Αρεταίο είχε θεωρηθεί ως πιθανό αίτιο της πάθησης.
Η περιγραφή του διαβήτη από τον Αρεταίο (στο βιβλίο του “Περί Αιτιών και Σημείων Οξέων και Χρονίων Παθών”) είναι αληθινά αξιοθαύμαστη και εντυπωσιακή και δίνει με την ανεπανάληπτη παρατηρητικότητα του μεγάλου αυτού κλινικού γιατρού, τα κυριότερα κλινικά σημεία και συμπτώματα της νόσου, την εξελικτική πορεία της και την τελική μοιραία έκβασή της. Παρατίθενται στα νεοελληνικά μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την περιγραφή του “Διαβήτη” (ΠΕΡΙ ΔΙΑΒΕΤΕΩ) από τον Αρεταίο:
“Ο Διαβήτης είναι μια εντυπωσιακή αρρώστια και όχι από τις πιο συνηθισμένες στον άνθρωπο. Χαρακτηρίζεται από υγρή και ψυχρή σύντηξη της σάρκας και των άκρων, που αποβάλλονται με τα ούρα. Τα νεφρά και η κύστη αποβάλλουν ασταμάτητα και σε μεγάλα ποσά, ούρα. Η δίψα είναι αχαλιναγώγητη. Η φύση της νόσου είναι χρόνια, αν και ο άρρωστος δεν επιζεί επί πολύ, γιατί όταν η νόσος πλήρως εξελιχθεί, γρήγορα έρχεται ο μαρασμός και ο θάνατος”.
Και η Οδύσσεια συνεχίζεται. Ο Γαληνός στο 2ο μ.Χ. αιώνα αναπτύσσει την άποψη ότι ο διαβήτης προκαλείται από κάποια νεφρική “αδυναμία” και γι’ αυτό το λόγο ό,τι πίνει ο άρρωστος απεκκρίνεται αναλλοίωτο. Κατά τον P.M. Allen – στην ιστορική ανασκόπησή του για το Διαβήτη – η εσφαλμένη αυτή αντίληψη του Γαληνού, κορυφαίας προσωπικότητας της εποχής του, καθυστέρησε την πρόοδο για την κατανόηση του αιτιολογικού υποστρώματος του διαβήτη, κάπου 1.500 χρόνια!
Στην εποχή περίπου του Γαληνού, ο διαβήτης είναι γνωστός και στην Άπω Ανατολή. Ο μεγάλος Κινέζος γιατρός Τσανγκ Τσονγκ-Κινγκ περιγράφει το 200 μ.Χ. το διαβήτη ως “νόσο της δίψας” και το 600 μ.Χ. ένας ιστορικός συγγραφέας, αναγνωρίζει την τριάδα των συμπτωμάτων: πολυφαγία, πολυδιψία, πολυουρία, ως το σύμπλεγμα εκδηλώσεων ταυτιζόμενο σχεδόν πάντοτε με το διαβήτη. Στις Ινδίες ο διαβήτης γίνεται γνωστός από τον Susruta (ένα συγγραφέα Hindou, 6ος αιώνας μ.Χ.), ως νόσος με “μελώδη ούρα” (Honey-urine disease). Ο ίδιος συγγραφέας αναγνωρίζει την αυξημένη συχνότητα δοθιήνωσης και φυματίωσης, ως επιπλοκές του διαβήτη.
Στον 6ο μ.Χ. αιώνα αναγνωρίζεται ο κληρονομικός χαρακτήρας της νόσου. Περίπου μετά 3 αιώνες περιγράφεται για πρώτη φορά η διαβητική γάγγραινα από τον Άραβα γιατρό Auicenna (980-1037 μ.Χ.). Στο γιατρό αυτό αποδίδεται και η πρώτη υπόθεση της νευρικής φύσης του διαβήτη, ακόμη και η πρώτη θεωρία για το ρόλο του ήπατος στην εξέλιξη της νόσου.
Εποχή δεύτερη: “Εποχή της Βιοχημικής Αναγνώρισης του Σακχαρώδη Διαβήτη”
Ύστερα από πέντε αιώνες αδράνειας εμφανίζεται στη σκηνή της ιστορίας του διαβήτη ο Παράκελσος (1493-1541 μ.Χ.). Ο Παράκελσος, που γεννήθηκε δυο χρόνια μετά την ανακάλυψη της Αμερικής από τον Κολόμβο (1492), διαπιστώνει ότι ύστερα από εξάτμιση των ούρων των διαβητικών, απομένει ένα στερεό υπόλειμμα, το οποίο θεωρεί ότι είναι “άλας”. Με το λάθος αυτό του Παρακέλσου περνούν άλλα 150 χρόνια, μέχρις ότου ο Άγγλος γιατρός Thomas Willis (1621-1675) ανακαλύπτει ότι τα διαβητικά ούρα είναι “σε υπέροχο βαθμό γλυκά, σαν να είναι ποτισμένα με μέλι ή ζάχαρη”. Ο Thomas Willis προσθέτει το όνομα “Σακχαρώδης” στο Διαβήτη (Diabetes Mellitus) και περιλαμβάνει την “εξέταση-γεύση” των ούρων ως μέρος του ποιοτικού προσδιορισμού τους.
Πραγματικά είναι περίεργο, αλλά ο ταυτισμός της γλυκιάς ουσίας των ούρων με το σάκχαρο, γίνεται μετά από 100 και περισσότερα χρόνια (το 1775) από τον Άγγλο Matthew Dobson. Εκείνος όμως που τελικά αποδεικνύει ότι το σάκχαρο των ούρων είναι γλυκόζη (ταυτόσημη με τη γλυκόζη των σταφυλιών) είναι ο M. Chelreul (1815). Οπωσδήποτε, η πρώτη περιγραφή διάγνωσης του “Σακχαρώδη Διαβήτη” με βάση τη διαπίστωση σακχαρουρίας, γίνεται το 1783 από έναν Άγγλο γιατρό, τον Thomas Cawley. Πέντε χρόνια αργότερα (1788) ο Cawley κατά τη διάρκεια μιας νεκροτομής διαβητικού, κάνει μια πολύ σπουδαία παρατήρηση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανακάλυψη του αιτιολογικού υποστρώματος του Διαβήτη. Πράγματι, ο Cawley διαπιστώνει ότι το πάγκρεας των διαβητικών είναι διαφορετικό από το πάγκρεας των φυσιολογικών ατόμων. Ο Cawley, ανακοινώνει την παρατήρησή του, αλλά δεν τη συσχετίζει με το διαβήτη, γιατί έχει ήδη πεισθεί ότι ο διαβήτης είναι νόσος των νεφρών. Έτσι χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία να δειχθεί ενωρίς ο ρόλος του παγκρέατος στην εκδήλωση του διαβήτη.
Στην “Εποχή της Βιοχημικής Αναγνώρισης του Σακχαρώδη Διαβήτη” θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η μεγάλη μορφή του Claude Bernard (1813-1878) που πίστευε στο πείραμα ως μέσο για τη διερεύνηση της νόσου. Πρώτος ο Claude Bernard δεικνύει την πιθανότητα της “νευρικής γλυκοζουρίας” προκαλώντας υπεργλυκαιμία μετά από ερεθισμό με βελόνα του εδάφους της 4ης κοιλίας του εγκεφάλου. Επίσης, ο Βernard καθόρισε το επίπεδο απέκκρισης της γλυκόζης από τα νεφρά (“νεφρικός ουδός” απέκκρισης της γλυκόζης) δεικνύοντας έτσι, ότι η γλυκόζη απεκκρίνεται στα ούρα, είτε όταν η συγκέντρωσή της στο αίμα είναι σε ψηλά επίπεδα, είτε όταν ο “νεφρικός ουδός” απέκκρισης της γλυκόζης είναι πολύ χαμηλός (“νεφρική γλυκοζουρία”).
Εποχή Τρίτη: Εποχή της Ανακάλυψης της Ινσουλίνης (“Η Ηρωική Εποχή”)
Η ιστορία της ανακάλυψης της ινσουλίνης είναι μια ακόμη επανάληψη της ίδιας περιπέτειας που χαρακτηρίζει όλες σχεδόν τις μεγάλες ιατρικές ανακαλύψεις. Ένας ευγενής, επίπονος και ασταμάτητος αγώνας για την καταπολέμηση της αρρώστιας και τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής του ανθρώπου. Ιδιαίτερα, η προσπάθεια για την ανακάλυψη της ινσουλίνης πέρασε μέσα από τα πιο δύσβατα μονοπάτια της έρευνας, όπου οι θεωρίες, η οξυδέρκεια, το πείραμα και (γιατί όχι;) η καλή τύχη, ακόμη και το ένστικτο, έστρωναν στον αινιγματικό καμβά τα κομμάτια της γνώσης που τελικά οδήγησαν στην ανακάλυψη της ινσουλίνης. Στα παρακάτω αναφέρονται τα πιο σημαντικά γεγονότα αυτής της διαδρομής που κατέληξε στο μεγάλο ιστορικό σταθμό της ανακάλυψης της ινσουλίνης και στη θεραπευτική αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται κάποιες ενδείξεις ότι ενδεχομένως το πάγκρεας να έχει κάποια σχέση με το διαβήτη. Μέχρι τότε, κατά καιρούς, είχαν προταθεί διάφορες θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες ο διαβήτης ήταν νόσος του αίματος, νόσος του στομάχου, νόσος των πνευμόνων, πάθηση του ήπατος ή ακόμη και του νευρικού συστήματος. Τα νεκροτομικά όμως ευρήματα δεν ενίσχυαν την άποψη της ενοχής του παγκρέατος για την εκδήλωση της νόσου, γιατί στο πάγκρεας των διαβητικών διαπιστώνονταν συνήθως ελάχιστες ή και καθόλου παθολογικές αλλοιώσεις ενδεικτικές κάποιας νοσηρής κατάστασης. Μάλιστα το 1870, ο διάσημος Γάλλος φυσιολόγος Claude Bernard, με τα γνωστά πειράματά του της περίδεσης του παγκρεατικού πόρου και γενικά της παρεμπόδισης της παγκρεατικής έκκρισης στο λεπτό έντερο, θεώρησε ότι το πάγκρεας δεν είχε καμιά σχέση με το διαβήτη, μια και τα σκυλιά παρέμεναν υγιά χωρίς να εμφανίσουν διαβήτη. Ο ίδιος ο Bernard εξέφρασε την άποψη ότι το αιτιολογικό υπόστρωμα του διαβήτη θα έπρεπε να αναζητηθεί στο ήπαρ. Τα πειράματα του Bernard, ο οποίος ήταν αυθεντία στο πειραματικό πεδίο, έπεισαν πολλούς από τους ερευνητές της εποχής εκείνης και έτσι για 20 ακόμη χρόνια απομακρύνθηκαν από το όργανο που έκρυβε τη λύση του αινίγματος.
Είναι αληθινά παράξενο το γεγονός ότι, ένα μόνο χρόνο πριν από τα πειράματα του Claude Bernard, ένας νεαρός φοιτητής της ιατρικής στο Βερολίνο, ανακάλυψε κάποιους “σωρούς κυττάρων” στο πάγκρεας ενός κουνελιού. Ο νεαρός αυτός επιστήμονας δεν έκαμε καμιά υπόθεση για την πιθανή λειτουργία αυτών των κυττάρων, δημοσίευσε όμως τα ευρήματά του σε ένα σύντομο άρθρο, που σύντομα ξεχάστηκε. Το όνομα του νεαρού φοιτητή της ιατρικής ήταν Paul Langerhans και αυτοί οι “σωροί” των κυττάρων ονομάζονται σήμερα “νησίδια του Langerhans”. Το ανέπαφο των κυττάρων θα εξηγούσε – φυσικά με την πολύ αργότερα αποκτηθείσα γνώση της εσωτερικής έκκρισης του παγκρέατος – το γιατί τα σκυλιά του Claude Bernard δεν γινόντουσαν διαβητικά με την κατάργηση της εξωκρινούς μοίρας του αδένα.
Την άποψη για την αιτιολογική σχέση του παγκρέατος με το διαβήτη είχαν εκφράσει δύο Γάλλοι γιατροί, ο Etienne Lancereaux γύρω στο 1860 και την ίδια περίπου εποχή ο Appolinaire Bouchardat (1806-1886), ένας από τους πιο φωτισμένους κλινικούς που αναφέρονται στην ιστορία του διαβήτη.
Το 1889 στέκεται χρονικά σαν ένας από τους πιο μεγάλους σταθμούς στην ιστορία του διαβήτη. Τη χρονιά αυτή στο Στρασβούργο της Γερμανίας δύο γιατροί, ο Oscar Minkowski (1858-1931) και ο Joseph von Mering (1849-1908) καταφέρνουν ν’ αφαιρέσουν το πάγκρεας από ένα σκύλο και να προκαλέσουν την τυπική κλινική εικόνα του διαβήτη όπως παρουσιάζεται στον άνθρωπο.
Η ανακάλυψη της σχέσης πάγκρεας-διαβήτης από τους Minkowski και von Mering ήταν αποτέλεσμα συνδυασμού τύχης και επιστημονικής οξυδέρκειας. Αξίζει να αναφερθούν οι λεπτομέρειες από το μεγάλο αυτό επίτευγμα:
Ένα Σάββατο πρωί, ο von Mering πηγαίνει στον Minkowski και του λέει: “Έχω δυσκολίες με την έρευνα που κάνω πάνω στην απορρόφηση και την πέψη του λίπους. Χρειάζομαι ένα πειραματόζωο, όπως ο σκύλος, που να είναι αρκετά μεγάλος, να του κάμω παγκρεατεκτομή και να μπορεί να επιβιώσει, όμως αυτό φαίνεται ότι δεν μπορεί να γίνει. Πολλοί το έχουν προσπαθήσει και ο Claude Bernard το θεωρεί αδύνατο”. Τότε ο Minkowski του λέει: “Ας προσπαθήσουμε. Έχω ένα ζευγάρι σκυλιά και θα τους αφαιρέσουμε το πάγκρεας σήμερα το απόγευμα”. Όντως, έκαμαν την παγκρεατεκτομή και ύστερα από λίγες μέρες ο Minkowski παρατήρησε ότι τα σκυλιά παρουσίαζαν μεγάλου βαθμού πολυουρία, σε σημείο που ο φροντιστής των ζώων να του πει: “Για όνομα του Θεού, ας ξεφορτωθούμε αυτά τα δυο σκυλιά, έχουν πλημμυρίσει τα πάντα με τα ούρα τους”. Ο Minkowski μάζεψε λίγα ούρα από το έδαφος και η χημική εξέταση έδειξε ότι περιείχαν ζάχαρο. Τα σκυλιά ήταν διαβητικά!
Οι von Mering και Minkowski στην εργασία τους “Σακχαρώδης Διαβήτης μετά από εκρίζωση του παγκρέατος” που δημοσιεύθηκε στα “Αρχεία Πειραματικής Παθολογίας και Φαρμακολογίας” το 1889, γράφουν: “Μετά την πλήρη αφαίρεση του παγκρέατος, τα σκυλιά γίνονται διαβητικά. Δεν είναι θέμα απλής γλυκοζουρίας, εδώ πρόκειται για ένα γνήσιο σακχαρώδη διαβήτη, ο οποίος είναι ταυτόσημος με την πιο βαριά μορφή της νόσου στον άνθρωπο”.
Εδώ, η Οδύσσεια για το αιτιολογικό υπόστρωμα του διαβήτη και τη θεραπεία του βρίσκεται στην κρισιμότερή της καμπή. Η ανακάλυψη για την υπευθυνότητα του παγκρέατος κάνει τώρα την έρευνα πιο έντονη. Το ερώτημα είναι: Ποιο τμήμα του παγκρέατος εμπλέκεται στο διαβήτη;
Μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των πειραμάτων των von Mering και Μinkowski, με τα οποία αποκλείστηκε οριστικά πια η σχέση του διαβήτη με την οποιαδήποτε διαταραχή της παγκρεατικής λειτουργίας παραγωγής των πεπτικών ενζύμων, ένας Γάλλος ιστολόγος, ο E.G. Laquesse, ξέθαψε – μετά από 23 ολόκληρα χρόνια από τη δημοσίευσή της – την εργασία του Langerhans και εξέφρασε την άποψη ότι η απουσία από το πάγκρεας των κυτταρικών “σωρών” που περιέγραψε ο τότε νεαρός φοιτητής της ιατρικής είναι υπεύθυνη για την εγκατάσταση του διαβήτη. Μάλιστα, ο Laquesse ήταν εκείνος που έδωσε το όνομα “νησίδια” στους κυτταρικούς “σωρούς”, από την εικόνα που έδιναν σκορπισμένοι στην “αχανή” – όπως την περιέγραψε – ενζυμο-εκκριτική παγκρεατική “θάλασσα”.
Η κούρσα είχε μπει πλέον στην τελική της ευθεία. Επιστήμονες από όλο τον κόσμο επικέντρωσαν την έρευνά τους στην ανακάλυψη της “αντιδιαβητικής” ουσίας των νησιδίων του Langerhans. Έχει υπολογιστεί ότι, περίπου 400 ερευνητές εργάστηκαν στα επόμενα 30 χρόνια προς αυτή την κατεύθυνση. Μερικοί κατάφεραν να φτάσουν πολύ κοντά στο στόχο, όμως ο θρίαμβος ήλθε τις πρώτες μέρες του 1922, όταν οι Καναδοί Frederick Banting και Charles Best, ύστερα από μια πυρετώδη πειραματική εργασία περίπου 9 μηνών και με την υποστήριξη του J.J.R. Macleod και τη βοήθεια του J.B. Collip, χρησιμοποίησαν το εκχύλισμά τους, την “ινσουλίνη”, στον Leonard Thompson, ένα διαβητικό παιδί 14 χρόνων που κυριολεκτικά με την ένεση της ινσουλίνης αναστήθηκε. Από εκείνη τη μέρα αρχίζει η Εποχή της ινσουλίνης. Μέσα σε δυο χρόνια από την ανακάλυψη της ινσουλίνης, ο ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης, έπαψε να είναι η χωρίς εξαίρεση θανατηφόρος νόσος.
Οι λεπτομέρειες για τους επιστήμονες που ανακάλυψαν την ινσουλίνη και το πειραματικό τους έργο είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσες.
Ο Frederick Grant Banting (1891-1941) σπούδασε στο Δυτικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, στο Οντάριο, απ’ όπου και πήρε τον τίτλο Μ.Β. (Medicine Baccalaureus). Μετά την ανακάλυψη της ινσουλίνης, ο Banting πήρε τον τίτλο ΜD από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο το 1922. Ο Banting, βοηθός τότε στο Εργαστήριο Φυσιολογίας (Διευθυντής ο Καθηγητής J.J.R. Macleod) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στο Τορόντο, είχε δείξει ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον στο θέμα της σχέσης της παγκρεατικής έκκρισης και της πέψης του ζαχάρου. Την Κυριακή, 30 Οκτωβρίου 1920, ο Banting ετοίμαζε μια ομιλία του για τους φοιτητές της Φυσιολογίας πάνω στο θέμα του μεταβολισμού των υδατανθράκων. Μόλις είχε φθάσει το τεύχος του περιοδικού Surgery, Gynecology and Obstetrics. Το κύριο άρθρο του περιοδικού γραμμένο από τον Moses Barron με τίτλο: “The Relation of the Islets of Langerhans to Diabetes with special Reference to cases of Pancreatic Lithiasis”, του κίνησε το ενδιαφέρον. Επρόκειτο για μια σπάνια περίπτωση λιθίασης του παγκρεατικού πόρου, όπου, όπως βρέθηκε στην αυτοψία, υπήρχε πλήρης ατροφία του παγκρέατος με ανέπαφα όμως τα νησίδια του Langerhans. Για την αντίδρασή του στο άρθρο αυτό του Βarron, στην αναφορά του το 1940, με τίτλο: “Η Ιστορία της Ινσουλίνης” γράφει ο Βanting:
“Ήταν μια από κείνες τις νύχτες που ήμουν ανήσυχος και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Σκεφτόμουν τη διάλεξη, το άρθρο που είχα διαβάσει, τα βάσανα και τις σκοτούρες μου. Τελικά κατά τις 2 μετά τα μεσάνυχτα, μου ήλθε η ιδέα της πειραματικής περίδεσης του παγκρεατικού πόρου, της εκφύλισης του μεγαλύτερου μέρους του παγκρέατος και της δυνατότητας λήψης της εσωτερικής έκκρισης, ελεύθερης από την εξωτερική έκκριση. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου, έγραψα την ιδέα μου και παράμεινα άγρυπνος όλη σχεδόν την υπόλοιπη νύχτα με τη σκέψη μου σ’ αυτή”.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να αναφέρω ότι ο Banting είχε τη συνήθεια να μελετάει και να γράφει πολύ αργά στις νυκτερινές ώρες και σε ένα ποίημά του – φαίνεται ότι έγραφε και ποίηση – εξηγούσε το γιατί:
Ευχαριστώ τον Κύριο για τα μεσάνυχτα
Για τη βαθιά γαλήνη που μας φέρνει
Χάρη κανείς δεν σου ζητεί
Κανείς τηλέφωνο δεν παίρνει.
(F. Banting, μετάφραση από τα αγγλικά)
Για την πραγματοποίηση αυτής της ιδέας του ο Banting πλησίασε τον Καθηγητή της Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου του Τορόντο J.J.R. Macleod, ο οποίος ήταν διεθνώς γνωστός για τις γνώσεις του στο μεταβολισμό των υδατανθράκων και συζήτησε μαζί του τη δυνατότητα της πειραματικής εφαρμογής της. Ο Macleod αρχικά τον αποθάρρυνε και του επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι πολλοί ειδικοί στο θέμα αυτό προσπάθησαν να απομονώσουν τα νησίδια, αλλά απέτυχαν. Τελικά όμως, ο Καθηγητής Macleod πείσθηκε να δώσει την ευκαιρία στον ενθουσιώδη Banting, και έτσι, του διέθεσε 10 σκυλιά για τα πειράματά του καθώς επίσης και ένα βοηθό, το φοιτητή C.H. Best. O Best, πτυχιούχος της φυσιολογίας και πολύ καλός γνώστης της χημείας του διαβήτη, υπήρξε σημαντικός συνεργάτης στη χημική απομόνωση του παγκρεατικού εκχυλίσματος από τα νησίδια, το οποίο ο Banting ονόμασε: “Isletin”. Μετά την παραχώρηση του εργαστηρίου του, ο Καθηγητής Macleod έφυγε για τις θερινές διακοπές του στη Σκωτία.
Οι Banting και Βest το καλοκαίρι εκείνο του 1921 αντιμετώπισαν αρκετά προβλήματα, τελικά όμως κατάφεραν να επιτύχουν το στόχο τους. Στα παρακάτω περιγράφονται οι αγωνιώδεις λεπτομέρειες από το πείραμά τους:
“… Τη νύχτα της 30 Ιουλίου 1921, στο Τορόντο νιώθεις την υγρή ζέστη να σου παίρνει την αναπνοή. Στο Εργαστήριο της Φυσιολογίας του Καθηγητή Macleod, η ατμόσφαιρα είναι ακόμη πιο πνιγηρή. Πλησιάζουν μεσάνυχτα και οι δυο νεαροί ερευνητές, ο Banting και ο Best προσπαθούν με κόπο να υπερνικήσουν την υπνηλία τους και κείνο το δυσάρεστο αίσθημα που προκαλεί ο καύσωνας του μεσοκαλόκαιρου. Ελέγχουν το ρολόι τους το ρυθμικό, το μονότονο μέτρημα του χρόνου. Η ανυπομονησία τους αρχίζει να κορυφώνεται. 12:15 μετά τα μεσάνυχτα ξεσηκώνουν την “άρρωστή τους”, ένα διαβητικό σκυλί. Είναι η μετέπειτα διάσημη, Marjorie. Παίρνουν αίμα και ούρα και με σχεδόν τρεμάμενα χέρια κάνουν μια ακόμη ένεση με 5 κ.εκ. απ’ το πολύτιμο παγκρεατικό εκχύλισμα που έχουν σ’ ένα μπουκαλάκι που πλέει μέσα σ’ ένα μπολ με πάγο. Παρακολουθούν τη Marjorie και με αγωνία συνεχίζουν να ελέγχουν το αίμα και τα ούρα της για ζάχαρο. Η αγωνία κορυφώνεται, η καρδιά χτυπάει έντονα, γρήγορα, ακόμη πιο γρήγορα και ξαφνικά… νιώθουν κάτι που δεν περιγράφεται, μια συγκινητική ανατριχίλα να τους γεμίζει, να τους πλημμυρίζει. Διαπιστώνουν ότι: “ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΖΑΧΑΡΟ ΣΤΑ ΟΥΡΑ ΤΗΣ MARJORIE” και ότι: “ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΤΟ ΖΑΧΑΡΟ ΕΧΕΙ ΠΕΣΕΙ ΣΤΟ ΜΙΣΟ”. Για λίγα δευτερόλεπτα, ο Frederick Banting και ο Charles Best μένουν εκστατικοί. Κυττάζουν ο ένας τον άλλον σχεδόν μην πιστεύοντας σ’ αυτά που έβλεπαν. Όταν συνειδητοποιούν τη σημασία των αποτελεσμάτων ξεσπούν σε κραυγές θριάμβου. Και κει, μέσα στο αυστηρό περιβάλλον του Εργαστηρίου, αρχίζουν να χοροπηδούν από τη χαρά τους. Επιτέλους, πέτυχαν το στόχο τους: “Να σταματήσουν την αδυσώπητη πορεία προς το θάνατο εκατομμυρίων διαβητικών”…
Ο Καθηγητής Macleod στην επιστροφή του στο Τορόντο βρέθηκε μπροστά σε δύο ενθουσιασμένους ερευνητές που του ανακοίνωσαν την επιτυχία των πειραμάτων τους και του παρουσίασαν τη διαβητική Marjorie που την κρατούσαν στη ζωή μέχρι το φθινόπωρο του 1921 με τα εκχυλίσματα του παγκρέατος.
Το χειμώνα του 1921-22, οι Banting και Best έκαμαν τις πρώτες ανακοινώσεις τους για “Την Εσωτερική Έκκριση του Παγκρέατος”. Ο Macleod πρότεινε την αλλαγή του ονόματος του εκχυλίσματος των νησιδίων του παγκρέατος από “Isletin” σε “Ιnsulin” (“Ινσουλίνη”), όπως την είχε ονομάσει, στη θεωρήτη της ύπαρξη το 1916 ο Sir Edward Sharpey-Schafer.
Η ομάδα των ερευνητών ήταν πλέον έτοιμη να εφαρμόσει τη θεραπευτική αγωγή στον άνθρωπο. Με τη βοήθεια του J.B. Collip, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Αλβέρτας, ο οποίος είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη των αδενικών εκκρίσεων και κάποια εμπειρία στην παραγωγή εκχυλισμάτων από τους ιστούς αυτούς, οι Banting και Best είχαν στη διάθεσή τους εκχυλίσματα μεγαλύτερης καθαρότητας.
Η πρώτη δοκιμή της ινσουλίνης, όπως ανάφερα στα προηγούμενα, έγινε στον Leonard Thompson, ένα δεκατετράχρονο διαβητικό παιδί. Όταν μπήκε στο νοσοκομείο ο Leonard ζύγιζε 29 κιλά και χανόταν μέρα με τη μέρα. Η πρώτη ένεση ινσουλίνης έγινε στις 11 Γενάρη του 1922. Τα αποτελέσματα ήταν φτωχά, αν όχι αρνητικά (πτώση του σακχάρου στο αίμα μόνο κατά 25%). Πάντως, δεν ήταν τα αναμενόμενα και καθόλου εντυπωσιακά.
Σε μια νέα όμως θεραπευτική δοκιμή, που έγινε μετά 12 μέρες, στις 23 Γενάρη, με νέα εκχυλίσματα που παρασκευάστηκαν από τον Collip, η ανταπόκριση ήταν πραγματικά θεαματική. Η γλυκοζουρία, η κετονουρία εξαφανίστηκαν. Το ζάχαρο του αίματος από 520 mg% έπεσε στα 120 mg%. Και το σημαντικότερο: Το παιδί ανέκτησε τις δυνάμεις του, κυριολεκτικά αναστήθηκε!
Ο Καθηγητής Macleod, έθεσε όλο το εργαστήριό του στη διάθεση της ερευνητικής ομάδας για την παραγωγή της ινσουλίνης. Η αμερικανική εταιρεία Eli Lilly ανέλαβε την εμπορική παραγωγή της ινσουλίνης. Μέσα σ’ ένα χρόνο, η ινσουλίνη ήταν διαθέσιμη σε απεριόριστες ποσότητες και ήταν το “ελιξήριο της ζωής” για χιλιάδες διαβητικούς.
Στα τέλη του 1923, οι Banting και Macleod τιμήθηκαν με το βραβείο Nobel για την ανακάλυψη της ινσουλίνης. Οι τιμηθέντες μοιράστηκαν το βραβείο με τους συνεργάτες τους, τον Best και τον Collip.
Μετά την απονομή του βραβείου Nobel, έγινε μεγάλη συζήτηση τους διεθνείς επιστημονικούς κύκλους για την κρίση της Επιτροπής του βραβείου. Σε ποιους θα έπρεπε πραγματικά να πιστωθεί η ανακάλυψη της ινσουλίνης; Και δεν επρόκειτο μόνο για τη συμμετοχή στο βραβείο των Macleod και Collip. Πολλοί ερευνητές και ιστορικοί του αιώνα μας ασχολήθηκαν με το θέμα της ανακάλυψης της ινσουλίνης. Σε μια έξοχη μονογραφία του ιστορικού Michael Bliss: “The Discovery of Insulin” που εκδόθηκε το 1982 περιλαμβάνονται όλες οι λεπτομέρειες για την ανακάλυψη της ινσουλίνης και για τους πρωταγωνιστές, αλλά και τους κομπάρσους που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στην ωραία αυτή ιατρική προσπάθεια που μοιάζει με παραμύθι. Στα παρακάτω γίνεται μια βραχεία αναφορά σε μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία.
Όταν διαπιστώθηκε με τα πειράματα των von Mering και Minkowski ότι το πάγκρεας είχε άμεση σχέση με το διαβήτη, άρχισαν οι προσπάθειες θεραπείας της νόσου με το ίδιο το πάγκρεας, όπως ακριβώς είχε γίνει με την υπολειτουργία του θυρεοειδή αδένα που θεραπευόταν με τη χορήγηση θυρεοειδικού ιστού.
Ο Minkowski πρώτος προσπάθησε να αποκαταστήσει την παγκρεατική λειτουργία σε διαβητικά πειραματόζωα, παρασκευάζοντας και χορηγώντας εκχυλίσματα του παγκρέατος. Τα αποτελέσματα ήταν αμφισβητήσιμα ή αρνητικά. Μερικά εκχυλίσματα είχαν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες μέχρις εκδήλωσης εικόνας shock όπως την ξέρουμε σήμερα. Ίσως ο πιο σημαντικός ερευνητής που επέμενε στη θεραπεία του διαβήτη με εκχυλίσματα του παγκρέατος ήταν ο Georg Ludwig Zuelzer, ένας νεαρός γιατρός εσωτερικής παθολογίας του Βερολίνου. Ο Zuelzer, στα πρώτα χρόνια της πρώτης 10ετίας του 1990 είχε ενδιαφερθεί για τη θεωρία ότι ο διαβήτης ήταν αποτέλεσμα δράσεως της αδρεναλίνης και ότι ο ρόλος του παγκρέατος ήταν απλά η εξουδετέρωση της αδρεναλίνης στον οργανισμό.
Με τα εκχυλίσματα του παγκρέατος, ο Zuelzer, το 1906 κατάφερε να βγάλει από το κώμα ένα διαβητικό. Ο Zuelzer, ονόμασε το παγκρεατικό εκχύλισμα “ακωματόλη” (“acomatol”). Ο ίδιος ο Banting γράφει στην “Ιστορία της Ινσουλίνης” μετά τα πρώτα και σχετικά φτωχά αποτελέσματα από την ένεση των παγκρεατικών εκχυλισμάτων στον Leonard Thompson: “Τα αποτελέσματά μας δεν ήταν τόσο ενθαρρυντικά σαν αυτά που είχε ο Zuelzer το 1908”.
Στα τελευταία χρόνια της 10ετίας του 1960 και στα πρώτα της 10ετίας του 1970 ένας Σκώτος ιστορικός της Ιατρικής, ο Ian Murray, δημοσίευσε αρκετά άρθρα για την ανακάλυψη της ινσουλίνης. Ο Murray, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ένα Ρουμάνο επιστήμονα, τον Νicolas Paulesco, ο οποίος το 1921, ακριβώς όταν οι Banting και Best άρχισαν το ερευνητικό τους έργο, δημοσίευσε ενδιαφέρουσες εργασίες στις οποίες περιέγραφε τα δικά του επιτυχή πειράματα με παγκρεατικά εκχυλίσματα. Ατυχώς για τον Paulesco, οι Banting και Best προχώρησαν τόσο γρήγορα στις δοκιμές τους και την παραγωγή της ινσουλίνης, ώστε εκείνος να μην μπορέσει ποτέ να προβεί σε σοβαρές κλινικές μελέτες για τη δράση της “Παγκρεΐνης” (“Pancreine”), όπως ονόμαζε τα παγκρεατικά εκχυλίσματα που ο ίδιος παρασκεύαζε.
Ατυχώς, ο θρίαμβος των Καναδών ερευνητών αμαυρώθηκε από τις μεταξύ τους πικρίες και τους προσωπικούς ανταγωνισμούς. Η λεπτομερής μελέτη των αρχείων και όλων των ντοκουμέντων στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο οδήγησαν τον ιστορικό Bliss να “ξαναγράψει” την “Ιστορία της Ινσουλίνης” και να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια για το ρόλο που έπαιξε ο καθένας από τους πρωταγωνιστές του μεγάλου αυτού επιτεύγματος. Ο Charles Best σε όλη τη ζωή του μέχρι το θάνατό του το 1978 “κυνηγώντας τη δόξα” και την “αθανασία” προσπάθησε, διακατεχόμενος από μια σφοδρή ψυχολογική επιθυμία να πείσει τον κόσμο ότι αυτός και ο Βanting ήταν εκείνοι που ανακάλυψαν την ινσουλίνη.
Οι Banting και Best ήταν αρνητικοί στην αναγνώριση της συμβολής των Macleod και Collip στην ανακάλυψη της ινσουλίνης και μάλιστα πίστευαν ότι οι τελευταίοι συνωμοτούσαν για να πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο της έρευνας και να πιστωθεί σ’ αυτούς η μεγάλη επιτυχία. Και όμως, όπως είχε πει ο Lewellys Barker γιατρός στο Νοσοκομείο Johns Hopkins: “στην ανακάλυψη της ινσουλίνης υπάρχει δόξα για όλους”.
Ο Ιστορικός Michael Bliss διαγράφει με σαφήνεια τις προσωπικότητες των Macleod και Collip και αποκαθιστά τον πραγματικό ρόλο τους στην ανακάλυψη της ορμόνης.
Σύμφωνα με τον Bliss ο John James Rickard Mackleod ήταν ένας συντηρητικός επιστήμονας, ακούραστος εργάτης της επιστήμης, γόνιμος ερευνητής, βαθύς μελετητής και ξεχωριστός συγγραφέας. Ο Mackleod είχε επίγνωση του πολυπλόκου του θέματος και είναι βέβαιο ότι χωρίς την καθοδήγησή του η έρευνα στο Τορόντο ή θα είχε διασπαστεί ή θα έφθανε σε αδιέξοδο.Ο Macleod ήταν ο “άνθρωπος της ευθύνης”. Η ερευνητική ομάδα είχε ανάγκη να μάθει περισσότερα για την “ουσία” που είχαν στα χέρια τους, την επίδρασή της στον οργανισμό, τη χημική σύνθεσή της, την ακριβή προέλευσή της από το πάγκρεας. Ο Macleod οργάνωσε το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα και ένα μεγάλο μέρος της έρευνας το έκαμε ο ίδιος. Στην προσωπική έκθεσή του προς το Πανεπιστήμιο του Τορόντο (γράφτηκε στο φθινόπωρο του 1922 αλλά δημοσιεύθηκε το 1978) η προσωπική συμβολή του γίνεται σαφής στην τελευταία παράγραφο όταν γράφει: “μέσα από συγκεντρωτική προσπάθεια, της οποίας είχα το συντονισμό και την ευθύνη, δώσαμε στην επιστήμη, σε λιγότερο από ένα χρόνο, ένα πρακτικά ολοκληρωμένο κομμάτι ερευνητικής εργασίας – αποδείξαμε τη θεραπευτική αξία της ινσουλίνης (Macleod 1922/78). Ο J.J.R. Macleod πέθανε το 1935 και κατά τον Bliss “θα πρέπει να είναι “ευχαριστημένος” “γνωρίζοντας” ότι η συμβολή του στην επιστήμη έχει πάρει τώρα τη σωστή θέση της στην ιστορία”.
Ο ρόλος του J.B. Collip, στην ανακάλυψη της ινσουλίνης, πάντα σύμφωνα με τον ιστορικό Βliss, θεωρείται σήμερα ότι ήταν, πέρα από κάθε αμφιβολία, πολύ σημαντικός. Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η θεαματική ανταπόκριση του Leonard Thompson στα εκχυλίσματα του παγκρέατος ήταν αποτέλεσμα της εφαρμογής της δικής του μεθόδου εκχύλισης και παρασκευής της δραστικής “ουσίας” (δηλ. της ινσουλίνης) σχετικά ελεύθερης από τοξικές προσμείξεις. Κατά τον ιστορικό Βliss η επιτροπή του βραβείου Nobel πιθανώς έσφαλε με το να μη συμπεριλάβει τον Collip στην απονομή του βραβείου για την ανακάλυψη της ινσουλίνης. Ο J.B. Collip πέθανε το 1965. Σε όλα αυτά τα χρόνια των ατέλειωτων συζητήσεων και αμφισβητήσεων αρνήθηκε κατ’ επανάληψη να κάμει ή να γράψει οποιοδήποτε σχόλιο. Πάντα έλεγε ότι: “η αλήθεια για την ανακάλυψη της ινσουλίνης θα πρέπει να βρεθεί στις επιστημονικές δημοσιεύσεις της εποχής εκείνης και ίσως κάποιος να μπορέσει να βάλει τα κομμάτια μαζί όταν όλοι (οι πρωταγωνιστές) όσοι είχαν λάβει μέρος στην έρευνα θα έχουν πια πεθάνει”.
Η ακόρεστη επιθυμία του Charles Best για την αναγνώρισή του ως κύριου συνερευνητού που ανακάλυψε την ινσουλίνη διατηρήθηκε σ’ όλη του τη ζωή διογκώνοντας μάλιστα το μέρος της συμβολής του. Τελικά όμως απέτυχε να πείσει τον ιατρικό κόσμο για το ρόλο του, παρά το γεγονός ότι δούλεψε πολύ σκληρά κυνηγώντας τη δόξα και την αθανασία. Ο ίδιος ο Βanting στα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αναπτύξει μέσα του μια έντονη δυσαρέσκεια για τον Best. Η δυσαρέσκειά του ήταν τόσο μεγάλη ώστε όταν ήταν έτοιμος να φύγει με αποστολή για την Αγγλία, το χειμώνα του 1940-41, στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, αναλογιζόμενος τους κινδύνους του ταξιδιού είχε πει αναφερόμενος στον Best: “Αν ποτέ δώσουν την Έδρα μου στο Πανεπιστήμιο σ’ αυτόν τον “γιο της σκύλας” (“son of a bitch”) θα γυρίσω ανάποδα στον τάφο μου”. Για την ειρωνεία της τύχης το αεροπλάνο με το οποίο ταξίδευε ο Banting έπεσε στο New foundland και όλοι οι επιβάτες του σκοτώθηκαν. Και η ειρωνεία ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν η έδρα του και η διεύθυνση του Τμήματός του δόθηκαν, προς μεγάλη δυσαρέσκεια των φίλων του, στον Best. Κατά τον ιστορικό M. Bliss η όλη πορεία του Best μετά την ανακάλυψη της ινσουλίνης δεν στάθηκε αντάξια του αναστήματος που θα πρέπει να έχει ο επιστήμονας-ερευνητής. Η επίπονος και επίμονος προσπάθεια για το φωτοστέφανο της δόξας, ακόμη και με την παραποίηση των γεγονότων και τη διαστρέβλωση των ιστορικών αρχείων, δεν στάθηκαν ικανά να στερεώσουν στις σελίδες της ιατρικής ιστορίας την προσωπικότητά του όπως ο ίδιος την ήθελε και τόσο σκληρά στη ζωή του επιδίωξε.
Ποιος επιτέλους ανακάλυψε την ινσουλίνη;
Ο γνωστός Σουηδός Καθηγητής R. Luft, σε μια συζήτηση που έγινε με την ευκαιρία των 50 χρόνων από την ανακάλυψη της ινσουλίνης, είπε σχετικά με το ερώτημα σε ποιον πραγματικά θα έπρεπε να πιστωθεί το μεγάλο αυτό επίτευγμα: “Εξαρτάται τι εννοεί κανείς με τον όρο “ανακάλυψη”. Αν με τη λέξη αυτή εννοεί κανείς την πρώτη εφαρμογή της στον άνθρωπο και την αποτελεσματικότητά της στο διαβήτη τότε η ανακάλυψη της ινσουλίνης πρέπει να πιστωθεί στους Banting και Best, αλλά και στον Collip που παρασκεύασε “καθαρή” ινσουλίνη από τα παγκρεατικά εκχυλίσματα. Αν, πάλι, με τη λέξη “ανακάλυψη” εννοεί κανείς τις πρώτες ενδείξεις βελτίωσης του διαβήτη μετά τη χορήγηση του ακατέργαστου καφεοειδούς παγκρεατικού εκχυλίσματος σε παγκρεατεκτομηθέντα (διαβητικά) σκυλιά ή την υπογλυκαιμική δράση του σε φυσιολογικά σκυλιά – πείραμα που έκαμε μόνο ο Paulesco – τότε αυτοί που ανακάλυψαν την ινσουλίνη είναι οι Paulesco, Banting και Best”. Και καταλήγει ο Luft: “αν με τον όρο “ανακάλυψη της ινσουλίνης” εννοεί κανείς εκείνον που πρώτος άνοιξε το δρόμο στο πεδίο αυτό, τότε το επίτευγμα αυτό θα πρέπει να πιστωθεί εξ ολοκλήρου στον Minkowski ο οποίος (όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα) το 1889 έκαμε το τόσο σημαντικό πείραμα της τοποθέτησης κάτω από το δέρμα ενός τεμαχιδίου του αφαιρεθέντος παγκρέατος και έτσι έδειξε ότι υπάρχει “κάτι” στο πάγκρεας που βελτιώνει τη διαβητική κατάσταση του πειραματόζωου”.
Η ιστορία της ανακάλυψης της ινσουλίνης είναι πολύ ελκυστική, γεμάτη πάθος, γεμάτη αγάπη για την έρευνα και την ανακάλυψη της αλήθειας, στοιχεία που πρέπει να κυριαρχούν στις περισσότερες εκφράσεις της ζωής του ανθρώπου-επιστήμονα. Η ανακάλυψη της ινσουλίνης, που έδωσε στην επιστήμη το “ελιξήριο της ζωής” για εκατομμύρια διαβητικούς σε όλο τον κόσμο, πρέπει σήμερα, 72 χρόνια μετά το επιτυχές πείραμα των Καναδών ερευνητών, να πιστωθεί σε όλους εκείνους τους επιστήμονες και ερευνητές, επώνυμους και ανώνυμους, γνωστούς και αγνώστους, που με την επιστημονική σκέψη τους, την οξυδέρκεια και το ερευνητικό έργο τους, άνοιξαν τα μονοπάτια που τελικά οδήγησαν στο θρίαμβο της παγκόσμιας επιστήμης. “Η δόξα τους ανήκει και είναι αρκετή για όλους”.
Η εξέλιξη των σκευασμάτων ινσουλίνης
Μετά την ανακάλυψη της ινσουλίνης, η εξέλιξή της προχώρησε με σχετικά γρήγορα βήματα. Στα 1935, ο H.C. Hagedorn, στο Νοσοκομείο Steno Memorial της Δανίας, παρασκεύασε το πρώτο σκεύασμα ινσουλίνης παρατεταμένης ενέργειας, την Πρωταμινική Ψευδαργυρούχο Ινσουλίνη (Protamine Zinc Insulin). Το 1946, ο Hagedorn, σε συνεργασία με την Εταιρεία Nordisk παρασκεύασε την NPH, Ισοφανική Ινσουλίνη.
Το 1951, ο K. Hallas Moller, σε συνεργασία με την Εταιρεία NOVO της Δανίας, παρασκεύασαν τα εναιωρήματα της ψευδαργυρούχου ινσουλίνης με τα οποία κατορθώθηκε η δημιουργία σκευασμάτων με διάφορη διάρκεια δράσης (ινσουλίνες Semilente, Ultralente και Lente).
Στη 10ετία του 1970, παρουσιάστηκαν τα πρώτα μείγματα ενδιάμεσης (ισοφανικής) και ταχείας δράσης ινσουλίνης και σήμερα, υπάρχει ένα μεγάλο φάσμα αυτών των μειγμάτων για την εξατομικευμένη θεραπεία των διαβητικών.
Μέχρι το 1970 υπήρχαν ακόμη προσμείξεις στην ινσουλίνη, της τάξεως των 10.000 μερών ανά εκατομμύριο. Στη 10ετία του 1970, τα σκευάσματα υψηλής καθαρότητας (μονοσύστατες ινσουλίνες) αντικατέστησαν σιγά-σιγά τις παραδοσιακές ινσουλίνες. Οι προσμείξεις στις ινσουλίνες υψηλής καθαρότητας είναι μόνο 1 μέρος ανά εκατομμύριο.
Το 1968, κατορθώθηκε ο προσδιορισμός της δομής του μορίου της ινσουλίνης και καθορίστηκε η σειρά των αμινοξέων της. Έτσι, διαπιστώθηκε ότι η βόεια ινσουλίνη διέφερε από την ανθρώπινη σε τρία αμινοξέα, ενώ η διαφορά της χοίρειας ινσουλίνης από την ινσουλίνη του ανθρώπου ήταν στο τελευταίο αμινοξύ της Β αλυσίδας (αμινοξύ 30, αλανίνη αντί θρεονίνη).
Από τα μέσα της 10ετίας του 1970, άρχισε η έρευνα για την παραγωγή ινσουλίνης ανθρώπινου τύπου με τη βοήθεια της γενετικής μηχανικής. Η ινσουλίνη αυτή δοκιμάστηκε το 1980 σε εθελοντές και το 1982 κυκλοφόρησε, η πρώτη βιοσυνθετική ανθρώπινη ινσουλίνη, που παρασκευάστηκε με ανασύνθεση του DNA του κυκλοβακτηριδίου, η Humulin της Εταιρείας Eli Lilly. Το 1982, η Εταιρεία NOVO, παρασκεύασε (μετά από αντικατάσταση ενός αμινοξέος της μονοσύστατης χοίρειας ινσουλίνης) και κυκλοφόρησε την πρώτη ημισυνθετική ινσουλίνη ανθρώπινου τύπου (χρονικά η πρώτη ινσουλίνη ανθρώπινου τύπου εμπορικά διαθέσιμη). Το 1987, η ίδια Εταιρεία, άρχισε την παραγωγή βιοσυνθετικής ινσουλίνης με μεθοδολογία γενετικής μηχανικής, με ανασύνθεση του DNA, της κοινής ζύμης των αρτοποιών.
Αλλά, η εξέλιξη της ινσουλίνης δεν σταματά εδώ. Στο δρόμο τους είναι τα σπρέι ινσουλίνης ή ινσουλίνη από το στόμα και τα ανάλογα ινσουλίνης. Από τα τελευταία έχει ήδη τεθεί στην κυκλοφορία η ινσουλίνη ταχείας δράσης lispro (Lys(B28), Pro(B29).
Και η ιστορία του διαβήτη συνεχίζεται…
Οι ερευνητές σ’ όλο τον κόσμο με τη βοήθεια σήμερα της υψηλής βιοτεχνολογίας και της γενετικής μηχανικής συνεχίζουν με έντονο ρυθμό το ερευνητικό έργο τους για την οριστική λύση αυτού του “γλυκού μυστήριου” και την πρόληψη του διαβήτη. Μια πνευματική λαμπαδηφορία, από το ένα άκρο της στο άλλο, συμβολίζει την παγκόσμια προσπάθεια στην έρευνα για το διαβήτη ανεξάρτητα από χρώμα, φυλή, γλώσσα, γιατί, όπως εδώ και αρκετά χρόνια είχε πει η Πρόεδρος του Διεθνούς Ιδρύματος για το Νεανικό Διαβήτη, Carol Lurie, υπάρχει μια λέξη που ενώνει όλους εκείνους που ασχολούνται με το διαβήτη (στην έρευνα ή στην κλινική πράξη), μια λέξη “σύνθημα” και η λέξη αυτή είναι “ΔΙΑΒΗΤΗΣ”.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.