Καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα.

Facebooktwitterpinterest

ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ.

Η εξέλιξη των μεθόδων ελέγχου του θυρεοειδούς αδένα και η ευαισθητοποίηση του κοινού ως προς τον προληπτικό έλεγχο αυτού, έχουν συντελέσει στην αύξηση της ανακάλυψης όζων και κατά συνέπεια στην διερεύνηση της πιθανότητας ύπαρξης κακοήθειας. Δεδομένης της δυνατότητας πλήρους ίασης της νόσου αυτής σε σημαντικό ποσοστό ασθενών, ο έλεγχος της οζώδους βρογχοκήλης είναι και επιβεβλημένος και επωφελής.

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα, καίτοι απαρτίζει λιγότερο του 1-2% των κακοηθών νοσημάτων, αποτελεί τη συχνότερη (90%) κακοήθη νόσο των ενδοκρινών αδένων, με 22.000 νέες περιπτώσεις κάθε χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 74% απαντάται σε γυναίκες, γεγονός που καθιστά το θυρεοειδικό καρκίνο την 8η συχνότερη κακοήθεια στο θήλυ φύλο. Η επίπτωση της νόσου μπορεί να είναι μεγαλύτερη από αυτή που καταμετράται, καθώς με βάση τη συχνότητα των όζων υπολογίζεται ότι 3,5% των ενηλίκων Ελλήνων (>18 ετών) έχουν καρκίνο του θυρεοειδούς και με βάση τις νεκροτομές το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται έως και στο 10%. Είναι δε γνωστό ότι 5% των όζων του θυρεοειδούς αδένα είναι καρκίνοι.

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ
Οι ιστολογικοί υπότυποι του καρκίνου του θυρεοειδούς αδένα (με την αντίστοιχη συχνότητα αυτών) είναι:
1. Θηλώδες καρκίνωμα (70-80%)
2. Θυλακιώδες καρκίνωμα (15-20%)
3. Μυελοειδές καρκίνωμα (5-8%)
4. Αδιαφοροποίητο ή αμετάπλαστο καρκίνωμα θυρεοειδούς (3-5%)
5. Λέμφωμα θυρεοειδούς

ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ
Παράγοντες που σχετίζονται με τη γένεση καρκίνου στο θυρεοειδή περιλαμβάνουν ακτινοβόληση του τραχήλου και της κεφαλής, γονιδιακές μεταλλάξεις και ιωδιοπενία. Η ακτινοβόληση στην παιδική ηλικία είναι σαφής προδιαθεσικός παράγων καρκινογένεσης στο θυρεοειδή αδένα. Μοριακά δεδομένα συνδέουν τον καρκίνο του θυρεοειδούς αδένα με μεταλλάξεις ενεργοποίησης ογκογονιδίων ή απενεργοποίησης κατασταλτικών γονιδίων. Βέβαια, αρκετές φορές δεν ανευρίσκεται κάποιο συγκεκριμένο αίτιο καρκινογένεσης.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ
1. Κλινική εικόνα. Η κλινική εικόνα του θυρεοειδικού καρκίνου συνήθως χαρακτηρίζεται από την παρουσία οζώδους βρογχοκήλης, ή μονήρους όζου του θυρεοειδούς.
2. Εργαστηριακός και απεικονιστικός έλεγχος
Το υπερηχογράφημα θυρεοειδούς είναι από τις πλέον σημαντικές εξετάσεις, αφού παρέχει πληροφορίες τόσο για το μέγεθος όσο και για ποιοτικά χαρακτηριστικά των όζων που μπορούν να θέσουν την υποψία καρκίνου.
Το σπινθηρογράφημα μπορεί να αποκαλύψει την ύπαρξη θερμού όζου, ο οποίος είναι σχεδόν πάντα καλοήθης, ή ψυχρού όζου που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Εντούτοις η χρήση του είναι περιορισμένη, με βάση συγκεκριμένες ενδείξεις.
Η παρακέντηση δια λεπτής βελόνης αποτελεί σημαντικότατο εργαλείο για τη διάγνωση κακοήθειας του θυρεοειδούς και εφαρμόζεται σε όλους τους ύποπτους όζους.
Η μέτρηση των θυρεοειδικών ορμονών και αντισωμάτων αλλά και της θυρεοσφαιρίνης δεν είναι διαγνωστική για την ύπαρξη καρκίνου θυρεοειδούς. Αντιθέτως, η ύπαρξη αυξημένων επιπέδων καλσιτονίνης (αφού εξαιρεθούν κάποιες καταστάσεις καλοήθους υπερκαλσιτονιναιμίας, όπως νεφρική ανεπάρκεια, υπεργαστριναιμία, ετεροφιλικά αντισώματα) σε ασθενείς με όζους μπορεί να αποκαλύψει ένα μυελοειδές καρκίνωμα, το οποίο αναλογεί σε κάθε 200-300 όζους. Η εξέταση αυτή παρουσιάζει καλύτερη διαγνωστική ακρίβεια από την παρακέντηση δια λεπτής βελόνας για τον συγκεκριμένο τύπο καρκίνου. Συστήνεται λοιπόν η μέτρησή της στην αρχική διερεύνηση των όζων.
Ανάλογα με τα ευρήματα, περαιτέρω εξειδικευμένες εξετάσεις ενδέχεται να ζητηθούν.

Αντιμετώπιση
Το διαφοροποιημένο και το μυελοειδές καρκίνωμα συνήθως αντιμετωπίζονται με ολική θυρεοειδεκτομή με συναφαίρεση τυχόν διηθημένων λεμφαδένων του τραχήλου. Συχνότερες επιπλοκές του χειρουργείου αποτελούν ο μετεγχειρητικός υποπαραθυρεοειδισμός, που οδηγεί σε υπασβεστιαιμία, και η τρώση των παλίνδρομων λαρυγγικών νεύρων, που συνεπάγεται βράγχος φωνής. Ο υποπαραθυρεοειδισμός είναι παροδικός στο 20% και μόνιμος στο 0,8-3% των περιπτώσεων. Παροδική πάρεση λαρυγγικών νεύρων έχουμε σε 6 στις 100 επεμβάσεις, ενώ στο 1% η βλάβη είναι μόνιμη.
Στα μεγαλύτερα διαφοροποιημένα καρκινώματα, μετεγχειρητικά χορηγείται ραδιενεργό ιώδιο για καταστροφή των υπολειμμάτων και στη συνέχεια χορηγείται κατασταλτική δόση θυροξίνης. Η εξωτερική ακτινοβολία και η χημειοθεραπεία έχει πολύ πτωχά αποτελέσματα.
Στα αναπλαστικά καρκινώματα γίνεται προσπάθεια αφαίρεσης του μεγαλύτερου μέρους του όγκου για απαλλαγή από τα πιεστικά φαινόμενα. Χορήγηση ακτινοβολίας και χημειοθεραπείας έχουν ελάχιστα αποτελέσματα.

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ
Η παρακολούθηση του θυρεοειδικού καρκίνου μετά την εφαρμογή της ενδεδειγμένης θεραπείας γίνεται από το θεράποντα ενδοκρινολόγο με τη χρήση ορμονικών δεικτών, όπως η θυρεοσφαιρίνη ή η καλσιτονίνη (ανάλογα με τον τύπο της κακοήθειας), υπερηχογραφήματος του τραχήλου, σπινθηρογραφήματος και άλλων ειδικών εξετάσεων, αναλόγως των ενδείξεων.
ΠΡΟΓΝΩΣΗ
Η πρόγνωση, του διαφοροποιημένου θυρεοειδικού καρκίνου είναι καλύτερη σε σχέση με άλλους καρκίνους. Η 10ετής επιβίωση στα θηλώδη καρκινώματα είναι 93%, στα θυλακιώδη 85% και στα μυελοειδή 75%. Δυστυχώς, τα αναπλαστικά καρκινώματα, αν και εξαιρετικά σπάνια, έχουν πολύ κακή πρόγνωση.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.