Δυσανεξία στη Λακτόζη

Δυσανεξία στη Λακτόζη Facebooktwitterpinterest

Τι είναι η δυσανεξία λακτόζης;

Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι η μειωμένη ικανότητα της πέψης της λακτόζης, ένα είδος σακχάρου που βρίσκεται στο γάλα των θηλαστικών όπως των αγελάδων, των γιδών αλλά και των ανθρώπων. Αποτελεί επίσης συστατικό και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων όπως το τυρί, το cottageτυρί (είδος λευκού μαλακού τυριού), το γιαούρτι, το παγωτό και το βούτυρο.

Τα άτομα που έχουν δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να παρουσιάσουν κοιλιακά συμπτώματα μέσα σε 30 λεπτά έως 2 ώρες από την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από το είδος και την ποσότητα του γαλακτοκομικού που καταναλώθηκε και συχνά διαφέρει από άτομο σε άτομο, αλλά και την ηλικία των ασθενών.

Η λακτόζη είναι ένα σάκχαρο (δισακχαρίτης) με πολύπλοκη δομή. Πριν απορροφηθεί και χρησιμοποιηθεί από τον οργανισμό, διασπάται σε απλούστερα σάκχαρα γλυκόζη και γαλακτόζη (μονοσακχαρίτες). Αυτή η διαδικασία που ανήκει στο μηχανισμό της πέψης ξεκινά από τη λακτάση, ένα ένζυμο το οποίο παράγεται από κύτταρα που βρίσκονται στην επιφάνεια του λεπτού εντέρου. Εάν ένα άτομο δεν παράγει αρκετή λακτάση, τότε η άπεπτη λακτόζη περνά από το λεπτό έντερο στο παχύ έντερο, εκεί όπου τα βακτήρια διασπούν τη λακτόζη παράγοντας περίσσεια αερίου υδρογόνου και γαλακτικό οξύ, το οποίο αναστέλλει την απορρόφηση του αλατιού και του νερού. Αυτό προκαλεί διάρροια και κοιλιακούς πόνους.

Η παραγωγή της λακτάσης ξεκινά κατά την ανάπτυξη του εμβρύου στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και αυξάνεται λίγο πριν τη γέννηση. Τα περισσότερα βρέφη μπορούν να χωνέψουν το γάλα, αν και τα πρόωρα βρέφη μπορεί να έχουν αρχικά κάποια δυσανεξία. Φυσιολογικά η παραγωγή της λακτάσης από το βρέφος αντιστοιχεί στην κατανάλωση γάλατος. Το επίπεδο λακτάσης μειώνεται μετά το πέρας των δύο πρώτων χρόνων και συνεχίζει να ελαττώνεται καθώς το άτομο μεγαλώνει σε ηλικία.

Παρόλα αυτά, περίπου το 35% των ενηλίκων στον κόσμο συνεχίζει να παράγει την λακτάση και κατά την διάρκεια της ενήλικης ζωής και έτσι είναι ικανοί να πέπτουν την λακτόζη με ελάχιστα ή καθόλου συμπτώματα. Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή ως «αντοχή στη λακτόζη» και εξαρτάται από την διαφορετική εξελικτική ανάπτυξη διαφορετικών φυλών και εθνοτήτων.
Οι βόρειοευρωπαϊκές φυλές εμφανίζουν σε υψηλότερο ποσοστό αντίσταση στη λακτάση και έτσι εμφανίζουν σε χαμηλότερη συχνότητα δυσανεξία στη λακτόζη.
Αντίθετα οι Ασιάτες και οι αυτόχθονες Αμερικανοί εμφανίζουν την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης δυσανεξίας στη λακτόζη στους ενήλικες:

Εθνότητα ή Φυλή (ΗΠΑ) % Ενηλίκων με Δυσανεξία στη Λακτόζη
Βόρειοι Ευρωπαίοι 4-11%
Ανατολικοί και Νότιοι Ευρωπαίοι 14-38%
Νότιοι και Ανατολικοί Ινδοί 77%
Ισπανόφωνοι 50-80%
Αφρικανοί 80%
Ασιάτες και Ιθαγενείς Αμερικάνοι 95-100%

 

Εκτός από τη φυσιολογική μείωση της παραγωγής της λακτάσης με τη γήρανση, μια ποικιλία νόσων και παθολογικών καταστάσεων μπορούν να προκαλέσουν μια δευτερεύουσα μορφή δυσανεξίας στη λακτόζη. Βλάβη στο λεπτό έντερο και/ή διάφορα αίτια γενικής δυσαπορρόφησης μπορεί να οδηγήσουν σε ανικανότητα απορρόφησης της λακτόζη. Η κοιλιοκάκη, η ακτινοθεραπεία, η χημειοθεραπεία, η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (IBS), και οι λοιμώξεις από παράσιτα ή η υπερβολική αύξηση των βακτηρίων του εντέρου μπορεί να οδηγήσουν σε ελαττωμένη πέψη της λακτόζης. Σε μερικά άτομα το περιεχόμενο του στομάχου μεταφέρεται γρηγορότερα από το συνήθες στο λεπτό έντερο Τα άτομα αυτά μπορεί επίσης να παρουσιάσουν ελλατωμένη απορρόφηση λακτόζης λόγω της ανεπάρκειας του χρόνου για τη πέψη της λακτόζης.

Η ανεπάρκεια λακτάσης διακρίνεται σε τρία κλινικά σύνδρομα: τη συγγενή ανεπάρκεια λακτάσης (αλακτασία), τη πρωτογενή ανεπάρκεια της λακτάσης στους ενήλικες (υποαλακτασία), και τη δευτερεύουσα ανεπάρκεια λακτάσης.

Συγγενής ανεπάρκεια λακτάσης

Δύο γονίδια είναι συνδεδεμένα με την παραγωγή του ενζύμου λακτάση, το γονίδιο LCTπου ελέγχει την παραγωγή της λακτάσης και το γονίδιο MCM6 που ελέγχει την έκφραση του γονιδίου LCT. Οι μεταλλάξεις στο γονίδιο LTCέχουν σαν αποτέλεσμα την πρόκληση της συγγενής ανεπάρκειας της λακτάσης που κληρονομείται με αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο, δηλαδή χρειάζεται ένα μεταλλαγμένο γονίδιο από κάθε γονέα. Αυτή είναι μια σπάνια μορφή δυσανεξίας στη λακτόζη η οποία αρχίζει κατά τη γέννηση και εξασθενεί σοβαρά την ικανότητα του βρέφους να χωνέψει το γάλα ή διάφορα τρόφιμα με βάση το γάλα.

Πρωτογενής ανεπάρκεια λακτάσης ενηλίκων

Αυτή είναι η πιο συχνή μορφή δυσανεξίας στη λακτόζη και συνδέεται με τη μειωμένη παραγωγή λακτάσης στους ενήλικες. Η μειωμένη παραγωγή αυτού του ενζύμου μειώνει την πιθανότητα του ασθενούς να πέπτει σωστά την λακτόζη. Η πιθανότητα αυτή εξαρτάται από φυλετικές και εθνοτικές καταβολές. Το γονίδιο MCM6 ρυθμίζει το γονίδιο LCT, με αποτέλεσμα να ελαττώνεται η παραγωγή της λακτόζης με την πάροδο του χρόνου και θεωρείται ένα φυσιολογικό γονίδιο «άγριου τύπου». Μερικοί άνθρωποι, κυρίως βορειοευρωπαίοι, έχουν κληρονομήσει το μεταλλαγμένο γονίδιο MCM6 γεγονός που οδηγεί στην αντοχή στη λακτόζη κατά την ενήλικη ζωή. Οι άνθρωποι που δεν έχουν αυτή τη μετάλλαξη, καθώς μεγαλώνουν χάνουν την ικανότητα τους να παράγουν λακτάση και εμφανίζουν δυσανεξία στη λακτόζη.

Δευτερεύουσα ανεπάρκεια λακτάσης

Πολλά από τα συμπτώματα που προκαλλεί η δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να εμφανιστούν και σε άλλες γαστρεντερικές παθήσεις, που έχουν προκληθεί από άλλη νόσο ή βλάβη στο λεπτό έντερο με αποτέλεσμα την απώλεια λακτάσης. Οι εξετάσεις είναι σημαντικό να γίνονται για την διάκριση διαφόρων παθήσεων που έχουν παρόμοιες ενδείξεις και συμπτώματα, αλλά έχουν διαφορετικές διαγνώσεις και θεραπείες. Η θεραπεία μιας πρωτογενούς πάθησης μπορεί να ανατρέψει τη δυσανεξία στη λακτόζη. Άλλες παθήσεις οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν παρόμοια συμπτώματα είναι:

  • Κοιλιοκάκη
  • Νόσος του Crohn
  • Σύνδρομο βακτηριακού πολλαπλασιασμού
  • Νόσος του Whipple
  • Μεταλοιμώδης τροπική δυσαπορρόφηση (τροπική sprue)
  • Σύνδρομο βραχύ εντέρου
  • AIDS
  • Κυστική ίνωση
  • Λοιμώξεις από Giardia
  • Σύνδρομο Zollenger Ellison
  • Χημειοθεραπεία ή Ακτινοθεραπεία
  • Ενδείξεις και συμπτώματα

    Οι ενδείξεις και τα συμπτώματα που σχετίζονται με τη δυσανεξία στη λακτόζη οφείλονται κυρίως στην άπεπτη λακτόζη καθώς φτάνει στο παχύ έντερο.Περίσσεια υγρών μεταφέρονται στο παχύ έντερο,όπου τα βακτήρια του διασπούν τη λακτόζη,παράγοντας αέριο υδρογόνο και γαλακτικό οξύ. Αυτό μπορεί να προκαλέσει:

    • Κοιλιακό πόνο και κράμπες
    • Κοιλιακό φούσκωμα
    • Περίσσεια αερίου, τυμπανισμό
    • Ναυτία
    • Διάρροια

    Ο τύπος και η σοβαρότητα των συμπτωμάτων διαφέρουν από άτομο σε άτομο και ανάλογα από την ποσότητα και το είδος των γαλακτοκομικών προϊόντων που καταναλώθηκαν. Αρκετοί άνθρωποι με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να καταναλώνουν μικρές ποσότητες γαλακτοκομικών προϊόντων με λίγα ή μηδενικά συμπτώματα.

    Η δυσανεξία στη λακτόζη δεν πρέπει να συγχέεται με την αλλεργία στο αγελαδινό γάλα. Η αλλεργία στο γάλα αποτελεί αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος και αφορά μία πρωτεΐνη του γάλακτος και όχι σάκχαρο. Παρ’ότι ορισμένα συμπτώματα μπορεί να είναι παρόμοια, το άτομο με αλλεργία στο γάλα εμφανίζει ήπια έως σοβαρή ή ακόμη απειλητική για τη ζωή αντίδραση μέσα σε λίγα λεπτά μέχρι λίγες ώρες από την κατανάλωση γάλατος. Εκτός από τα πεπτικά συμπτώματα, τα άτομα με αλλεργία στο γάλα μπορεί να παρουσιάσουν κνίδωση και συριγμό. Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι πιο συνήθης στους ενήλικες απ’ότι στα παιδιά. Αντίθετα οι αλλεργίες στο γάλα είναι συχνές σε νεαρά παιδιά και πολύ συνήθως τελικά ξεπερνιούνται.

Εξετάσεις

Εργαστηριακές Εξετάσεις

Oσκοπός των εξετάσεων είναι η διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη και η διάκριση της από άλλες παθήσεις με παρόμοια συμπτώματα.

Η εξετάσεις αυτές είναι:

Δοκιμασία αναπνοής υδρογόνου. Αποτελεί επί του παρόντος την πιο αξιόπιστη εξέταση που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη. Κατά την εξέταση λαμβάνονται δείγματα αναπνοής πριν και μετά, σε τακτά χρονικά διαστήματα, αφού ο ασθενής πιει ένα υγρό, το οποίο περιέχει μια πρότυπη ποσότητα λακτόζης. Σε περίπτωση δυσανεξίας στη λακτόζη, η άπεπτη λακτόζη διασπάται από βακτήρια στο παχύ έντερο, παράγοντας έτσι περίσσεια αερίου υδρογόνου. Το υδρογόνο μεταφέρεται στην κυκλοφορία και τελικά εκπνέεται από τους πνεύμονες. Τα αυξανόμενα επίπεδα υδρογόνου στα δείγματα υποδεικνύουν έντονη δυσανεξία στη λακτόζη.

Εξέταση αίματος για τη Δυσανεξία στη Λακτόζη.Ορισμένες φορές πραγματοποιείται επικουρικά για τη διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη. Συλλέγονται δείγματα αίματος και προσδιορίζεται σε αυτά η συγκέντρωση της γλυκόζης σε τακτά χρονικά διαστήματα έπειτα από πρότυπη δόση λακτόζης που δίνεται από το στόμα. Εάν τα επίπεδα γλυκόζης δεν αυξηθούν, τότε ο ασθενής μπορεί να πάσχει από δυσανεξία στη λακτόζη.

Εξέταση Οξύτητας Κοπράνων (pΗ). Χρησιμοποιείται  σπάνια,  συνήθως σε βρέφη ή παιδιά, τα οποία δεν μπορούν να υποβληθούν σε άλλα είδη εξετάσεων αφού σε περίπτωση δυσανεξίας στη λακτόζη τα κόπρανα μπορεί να είναι όξινα.

Άλλες εξετάσεις που ζητούνται σπάνια είναι:

  • Η δραστικότητα της λακτάσης η οποία γίνεται μέσω βιοψίας του λεπτού εντέρου.
  • Η γενετική εξέταση του γονιδίου LTC(λακτάση).

Μη Εργαστηριακές εξετάσεις

Ο γιατρός μπορεί να ζητήσει από τον ασθενή να απέχει από όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα για μια-δυο εβδομάδες για να δει αν τα συμπτώματα υποχωρούν και στη συνέχεια να γίνει εκ νέου εισαγωγή των γαλακτοκομικών για να δει αν τα συμπτώματα θα επανέλθουν. Αυτή η μέθοδος δεν είναι οδηγεί στη διάγνωση για τη δυσανεξία στη λακτόζη αλλά βοηθά σημαντικά.

Η δυσανεξία στη λακτόζη δεν μπορεί να προληφθεί ή να θεραπευτεί αλλά μπορεί να αντιμετωπιστεί. Η πλειοψηφία των ατόμων που έχουν δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να ανεχθούν μικρές ποσότητες γαλακτοκομικών προϊόντων. Οι ασθενείς θα πρέπει να συζητήσουν με το γιατρό τους για τις όποιες ενέργειες θα μπορούσαν να κάνουν για να αποφύγουν τα συμπτώματα.

Τέτοιες ενέργειες είναι οι παρακάτω:

  • Να καταναλώνουν μικρότερες ποσότητες γαλακτοκομικών προϊόντων κατά τη διάρκεια της ημέρας.
  • Να τρώνε γαλακτοκομικά προϊόντα μαζί με άλλες τροφές για να επιβραδύνουν έτσι το πέρασμα τους μέσω των εντέρων.
  • Να καταναλώνουν γαλακτοκομικά προϊόντα τα οποία έχουν χαμηλότερα επίπεδα λακτόζης, όπως γιαούρτια και σκληρά τυριά.
  • Να πίνουν και να τρώνε γάλα και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα με μειωμένη ποσότητα λακτόζης.
  • Κυκλοφορούν στο εμπόριο ειδικά χάπια και υγρά τα οποία περιέχουν το ένζυμο λακτάση και μπορούν να λαμβάνονται πριν ή κατά τη διάρκεια των γευμάτων ώστε να βοηθήσουν την πέψη της όποιας υπάρχουσας λακτόζης και να αποφεύγονται τα συμπτώματα (τέτοια συμπληρώματα όπως το Lactaid®).
  • Να αντικαταστούν το αγελαδινό γάλα με γάλα σόγιας ή ρυζιού, τα οποία δεν περιέχουν λακτόζη.
  • Λαμβάνουν ασβέστιο από άλλες πηγές πέραν των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως σπανάκι, μπρόκολο, σολομός, σαρδέλες και ξηρά φασόλια.  συμβουλευτείτε το γιατρό σας για τη χορήγηση συμπληρωμάτων ασβεστίου.
  • Αυτοί που δεν μπορούν να ανεχθούν έστω και μικρές ποσότητες λακτόζης θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η λακτόζη μπορεί να υπάρχει με πολλές μορφές στα επεξεργασμένα τρόφιμα καθώς και σαν επιπρόσθετο όπως ο ορός γάλακτος, η ξηρά τροφή γάλακτος και τα γαλακτοκομικά παραπροϊόντα.
  • Για άτομα με υποκείμενες παθήσεις οι οποίες προκαλούν δυσανεξία στη λακτόζη, η θεραπεία και/ ή η θεραπεία της υποκείμενης αιτίας μπορεί να βελτιώσει ή να αντιστρέψει τη δυσανεξία.
  • Τα βρέφη που έχουν διαγνωσθεί με σπάνια συγγενή δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να χρειαστεί να λάβουν ειδικά παρασκευάσματα, τα οποία δεν περιέχουν γάλα.

http://www.labtestsonline.gr

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.