HIV-AIDS και διατροφή

Facebooktwitterpinterest

Η διατροφή των ατόμων με HIV ή AIDS αναμφίβολα αποτελεί ένα πολύ σημαντικό μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας. Η διατροφική φροντίδα και παρέμβαση σε ασθενείς με HIV λοίμωξη στοχεύει στην αναγνώριση, επιδιόρθωση και στην εκπαίδευση, εάν είναι δυνατό, διατροφικών ελλείψεων που μπορεί να αποδυναμώνουν το άτομο, να χειροτερεύουν την ανοσιακή δυσλειτουργία ή να καταστρέφουν την ποιότητα της ζωής του.

Η παροχή διατροφικής υποστήριξης σε ασθενείς με HIV λοίμωξη πρέπει να εφαρμόζεται από τα πρώτα κιόλας (ασυμπτωματικά) στάδια της νόσου, δεδομένου ότι η έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να μειώσει σημαντικά τις επιπλοκές που παρατηρούνται στα μετέπειτα στάδια της νόσου, αλλά ταυτόχρονα ο ασθενής αποκτά τη δυνατότητα να απευθύνεται σε ειδικούς για την παροχή συμβουλών και την επίλυση των προβλημάτων που κατά καιρούς αντιμετωπίζει.
Η διαιτολογική παρέμβαση σκοπό έχει:

Την κάλυψη των αναγκών του ατόμου σε θρεπτικά συστατικά και τη διατήρηση των αποθεμάτων τους στον ορό και στους ιστούς του σώματος σε επίπεδα που θα επιτρέπουν την καλή ανοσοποιητική λειτουργία και γενικότερα θα υποστηρίζουν την καλή υγεία του ατόμου.
Σε συνδυασμό με την κατάλληλη μορφή φυσικής δραστηριότητας, στη συμβολή της διατήρησης του σωματικού βάρους και της ισχνής μάζας σώματος εντός των φυσιολογικών ορίων.
Την αποφυγή ή την καθυστέρηση εμφάνισης υποσιτισμού λόγω είτε του συνδρόμου απίσχνασης (wasting syndrome), είτε της φαρμακευτικής αγωγής, ή εξαιτίας άλλων παραμέτρων.
Την αποφυγή αλληλεπιδράσεων τροφίμων και φαρμάκων.
Την τροποποίηση του διαιτολογίου ανάλογα με την εμφάνιση νέων ή παλιότερων αλλεργιών ή δυσανεξιών σε ορισμένα τρόφιμα, αλλά και σε επιπλοκές της HIV λοίμωξης.
Την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που σχετίζονται με τη διατροφή μέσω της παρακολούθησης και της τροποποίησης των διατροφικών συστάσεων.
Η παροχή διαιτολογικής υποστήριξης στους ασθενείς με HIV λοίμωξη αποσκοπεί στην διατήρηση ενός, κατά το δυνατό, φυσιολογικού τρόπου διατροφής και ζωής γενικότερα, μέσω ρεαλιστικών και εύκολα επιτεύξιμων παρεμβάσεων.
Οι παρεμβάσεις αυτές είναι εξατομικευμένες στις ανάγκες του κάθε ασθενούς και διακρίνονται από ευελιξία, επιτρέποντας έτσι στο άτομο την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου διατροφής, στηριγμένου στις δικές του ανάγκες αλλά και προτιμήσεις.
Παράλληλα, είναι σαφές ότι οι διατροφικές συστάσεις είναι αναγκαίο να τροποποιούνται ανάλογα με την εξέλιξη της νόσου.
Αξιολόγηση του ασθενούς
Η έγκαιρη αναγνώριση των διατροφικών προβλημάτων είναι ιδιαίτερα σημαντική τόσο για την πρόληψη αλλά και για την αντιμετώπισή τους. Απαραίτητη για κάθε ασθενή με HIV λοίμωξη είναι η λεπτομερής διατροφική αξιολόγηση και εκτίμηση από εξειδικευμένο διαιτολόγο, με σκοπό την εφαρμογή προγραμμάτων διατροφικής παρέμβασης που στόχο θα έχουν την αποτροπή της εμφάνισης σοβαρών ανεπαρκειών που μπορούν να επιβαρύνουν την υγεία του ατόμου που πάσχει από HIV.
Ο τρόπος διατροφής του ασθενούς εξετάζεται από το διαιτολόγο για την επάρκειά του σε θρεπτικά συστατικά, ιδιαίτερα δε για τα θρεπτικά συστατικά εκείνα που σχετίζονται με τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Σε περιπτώσεις ασθενών με ιστορικό χρήσης ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών λαμβάνεται υπ’ όψη ότι τα άτομα αυτά συχνά υποσιτίζονται ή ακολουθούν ακατάστατο τρόπο διατροφής. Στα άτομα αυτά είναι απαραίτητο να τονιστεί η σημασία των σωστών διατροφικών επιλογών στην εξέλιξη της νόσου.
Εκτός από τον τρόπο διατροφής του ασθενούς σημαντική είναι και η εξέταση της διατροφικής του κατάστασης.
Η αξιολόγηση του παρόντος βάρους του ασθενούς ως ποσοστό επί του συνήθους βάρους του αποτελεί χρήσιμο και αξιόπιστο δείκτη για τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα.
Η παρακολούθηση των αλλαγών στις ανθρωπομετρικές παραμέτρους στους ασθενείς αυτούς είναι εύκολα επιτεύξιμη, δεδομένου ότι προσέρχονται για ιατρική παρακολούθηση ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Χρήσιμες μετρήσεις αποτελούν η αναλογία περιφέρειας μέσης προς περιφέρεια γλουτών, η περιφέρεια αυχένα, καθώς και μετρήσεις της σύστασης σώματος.
Τα αποτελέσματα των μετρήσεων είναι καλύτερα να συγκρίνονται με προυπάρχουσες μετρήσεις στο ίδιο άτομο και όχι με μετρήσεις αναφοράς για υγιή πληθυσμό. Η παρακολούθηση των αλλαγών στη σύσταση του σώματος σε αυτούς τους ασθενείς αποκτά ιδιαίτερο νόημα δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να διαπιστωθεί έγκαιρα η ύπαρξη λιποδυστροφίας και η αντιμετώπιση των συνακόλουθων επιπτώσεών της (δυσλιπιδαιμία, ινσουλινοαντίσταση) να είναι περισσότερο αποτελεσματική.
Εργαστηριακές μετρήσεις, όπως η αλβουμίνη ορού, η προαλβουμίνη, η τρανσφερίνη και η σιδηροδεσμευτική ικανότητα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παρακολούθηση των μεταβολών των σπλαχνικών πρωτεϊνών. Αντίθετα, άλλες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση του πρωτεϊνικού υποσιτισμού, όπως τα δερματικά τεστ και η μέτρηση του συνολικού αριθμού λεμφοκυττάρων δεν κρίνονται ως αξιόπιστες για το συγκεκριμένο πληθυσμό γιατί επηρεάζονται από την ανοσοανεπάρκεια που προκαλεί η HIV λοίμωξη.
Επίσης σημαντικό είναι να εξεταστούν διάφοροι ψυχολογικοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τη λήψη τροφής. Ο φόβος, η κατάθλιψη, το άγχος και η κοινωνική απομόνωση των ασθενών αυτών μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην όρεξή τους και να οδηγήσει στην ανεπαρκή λήψη θρεπτικών συστατικών.

Διατροφή ασθενούς με HIV λοίμωξη
Ο διαιτολόγος, ο οποίος ασχολείται με ασθενείς με HIV λοίμωξη έχει την ικανότητα να συνδυάζει τα δεδομένα που προκύπτουν από την αξιολόγηση του ασθενούς, το σχήμα της θεραπευτικής αγωγής του, τις ιδιαιτερότητες του τρόπου ζωής του, τις ανάγκες του σε θρεπτικά συστατικά αλλά και τα προβλήματα που προκύπτουν από την κατάσταση της υγείας του και παρέχει στον ασθενή εξατομικευμένες διατροφικές συμβουλές που εύκολα μπορούν να εφαρμοστούν. Η στενή συνεργασία του διαιτολόγου με την ιατρική ομάδα διασφαλίζει το σχεδιασμό ενός διατροφικού προγράμματος που καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του ασθενούς και ταυτόχρονα είναι προσαρμοσμένο στο πρόγραμμα θεραπείας. Συστάσεις που δεν προκύπτουν από τη συνεργασία της ιατρικής ομάδας με τον εξειδικευμένο διαιτολόγο μπορεί να μην είναι οι ενδεδειγμένες για το συγκεκριμένο ασθενή και σε ορισμένες περιπτώσεις να δημιουργήσουν επιπρόσθετο προβλήματα σε αυτόν.

Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της δίαιτας για ασθενείς με HIV παρατίθενται παρακάτω.
Ενέργεια
Οι ενεργειακές ανάγκες διαφοροποιούνται σημαντικά σε ασθενείς με HIV λοίμωξη, ανάλογα με την κατάσταση της υγείας τους κατά το χρόνο της προσβολής τους από τον ιό, την εξέλιξη της λοίμωξης και την εμφάνιση επιπλοκών, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη διατροφική πρόσληψη και την αξιοποίηση των θρεπτικών συστατικών.
Για τον υπολογισμό της βασικής ενεργειακής δαπάνης (Basal Energy Expenditure, ΒΕΕ)  μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εξίσωση των Harris Benedict και οι συνολικές ενεργειακές ανάγκες να υπολογιστούν με τη χρήση ανάλογου παράγοντα stress.
Συγκεκριμένα προτείνεται ο πολλαπλασιασμός του ΒΕΕ με συντελεστή stress 1,3 σε περιπτώσεις όπου σκοπός της παρέμβασης είναι η διατήρηση και 1,5 σε περιπτώσεις όπου απαιτείται η αποκατάσταση των αποθεμάτων του οργανισμού.
Παράλληλα σε εμπύρετες καταστάσεις προτείνεται η επιπλέον αύξηση των ενεργειακών αναγκών κατά 13% για κάθε βαθμό °C πάνω από τη φυσιολογική θερμοκρασία σώματος.
Ένας άλλος τρόπος υπολογισμού και κάλυψης των ενεργειακών αναγκών του ατόμου είναι η χορήγηση 30-35 Kcal/Kg του παρόντος σωματικού βάρους.
Σε περιπτώσεις υπέρβαρων ή παχύσαρκων ασθενών οι ενεργειακές ανάγκες υπολογίζονται με τη χρήση του επιθυμητού ή ενεργά μεταβολικού σωματικού βάρους.
Πρωτεΐνες
Οι ασθενείς με HIV λοίμωξη θεωρείται ότι έχουν αυξημένες πρωτεϊνικές ανάγκες, αν και απαιτούνται επιπλέον μελέτες για να αποδειχθεί ότι η αυξημένη διαιτητική πρόσληψη πρωτεΐνης μπορεί να αποτρέψει την υποθρεψία και την αλλαγή στη σύσταση σώματος που προκαλεί η HIV λοίμωξη. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Εταιρία Εντερικής και Παρεντερικής Διατροφής (European Society of Parenteral and Enteral Nutrition, ESPEN) συστήνει πρωτεϊνική πρόσληψη της τάξης των 1-1,7 g/Kg του παρόντος σωματικού βάρους.
Σε περιπτώσεις σοβαρά πλημμελούς διατροφής το άτομο μπορεί να χρειάζεται περίπου 2 g/kg πρωτεϊνών ημερησίως.
Σε περιπτώσεις υπέρβαρων ή παχύσαρκων ασθενών οι πρωτεϊνικές ανάγκες υπολογίζονται με τη χρήση του επιθυμητού ή ενεργά μεταβολικού σωματικού βάρους. Η σύσταση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε όλους τους ασθενείς με HIV, με εξαίρεση αυτούς που έχουν αναπτύξει νεφροπάθεια ή ηπατοπάθεια λόγω HIV.
Στην περίπτωση αυτή οι συστάσεις προσαρμόζονται στις αντίστοιχες συστάσεις για μη προσβεβλημένους από την HIV λοίμωξη ασθενείς που πάσχουν από τις αντίστοιχες νόσους.
Υγρά
Οι ανάγκες σε υγρά για τους ασθενείς με HIV δεν διαφέρουν από τις ανάγκες του γενικού πληθυσμού και υπολογίζονται ως 30- 35 ml/Kg σωματικού βάρους. Στη σύσταση αυτή προστίθεται επιπλέον ποσότητα υγρών κατά περίπτωση, ικανή να καλύψει τις απώλειες που προκύπτουν από διάρροιες, εμετούς, νυχτερινές εφιδρώσεις και παρατεταμένο εμπύρετο.
Οι ανάγκες σε υγρά μπορούν να υπολογιστούν και με την παρακάτω μέθοδο:

Για τα πρώτα 10 κιλά 100 ml/Κg/ημέρα
Για το επόμενα 10 κιλά 50 ml/Kg/ημέρα
Για τα υπόλοιπα κιλά 20 ml/Κg/ημέρα
Εκτός από την αναπλήρωση των υγρών, σε περιπτώσεις εμετών και διαρροιών προσοχή δίνεται στην αναπλήρωση των ηλεκτρολυτών.
Βιταμίνες και μέταλλα
Οι ακριβείς ανάγκες των ασθενών με HIV λοίμωξη σε βιταμίνες και μέταλλα δεν έχουν προσδιοριστεί.
Σύμφωνα με στοιχεία που προκύπτουν από διάφορες μελέτες, τα επίπεδα των βιταμινών Α, Ε, Β6, και C, των καροτενοειδών, του σεληνίου και του ψευδαργύρου στο αίμα είναι χαμηλότερα των φυσιολογικών, τόσο σε ασυμπτωματικούς όσο και σε συμπτωματικούς ασθενείς, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι ασθενείς αυτοί έχουν υψηλότερες ανάγκες από τον γενικό πληθυσμό.
Για το λόγο αυτό η λήψη συμπληρώματος βιταμινών και μετάλλων στα επίπεδα της Συνιστώμενης Διαιτητικής Πρόσληψης θεωρείται ότι μπορεί να καλύψει τις τυχόν αυξημένες ανάγκες του συγκεκριμένου πληθυσμού, ενώ κρίνεται επιβεβλημένη εφόσον η διατροφική τους πρόσληψη είναι ανεπαρκής.
Εάν η πρόσληψη από το στόμα δεν είναι επαρκής, συστήνεται ένα καθημερινό συμπλήρωμα με πολυβιταμίνες και μεταλλικά στοιχεία που να παρέχει 100% της RDA για κάθε ένα θρεπτικό συστατικό.

Τα χαμηλά επίπεδα βιταμινών και μεταλλικών στοιχείων στους ιστούς μπορούν να αναστείλουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και μερικές μελέτες έχουν πράγματι δείξει χαμηλά επίπεδα βιταμινών Β12, Β6, Α και Ε, φυλλικού οξέος και ψευδαργύρου. Τα φάρμακα επίσης μπορεί να εμποδίσουν την απορρόφηση αλλά και τη δραστικότητα (δράση) των βιταμινών και των μεταλλικών στοιχείων.
Οι ασθενείς με HIV λοίμωξη δεν πρέπει να παίρνουν υπερβολικές δόσεις οποιασδήποτε βιταμίνης ή μεταλλικού στοιχείου. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι μεγάλες δόσεις οποιουδήποτε θρεπτικού συστατικού μπορεί να επηρεάσουν την πορεία της νόσου και επιπλέον κάποια θρεπτικά συστατικά μπορεί να είναι τοξικά σε μεγάλες δόσεις.
Διατροφική Υποστήριξη
Εάν κριθεί ότι οι ασθενείς δεν καλύπτουν τις διατροφικές ανάγκες τους πρέπει να υιοθετηθεί κάποια μέθοδος διατροφικής υποστήριξης το συντομότερο δυνατόν. Αρχικά προτείνεται ο εμπλουτισμός του διαιτολογίου με τρόφιμα που παρέχουν σημαντικές ποσότητες θρεπτικών συστατικών και ενέργειας σε σχετικά μικρό όγκο τροφής (energy and nutrient dense foods) αλλά και ο εμπλουτισμός των τροφών που καταναλώνει ο ασθενής ούτως ώστε να αυξηθεί το περιεχόμενό τους σε θρεπτικά συστατικά. Εάν η διατροφική πρόσληψη του ασθενούς παραμένει χαμηλή, συστήνεται η χρήση συμπληρωμάτων πρωτεΐνης και ενέργειας δια στόματος.
Εάν ο ασθενής δεν μπορέσει να διατηρήσει επαρκή διατροφική πρόσληψη δια στόματος πρέπει να εξεταστεί η χορήγηση τεχνητής διατροφής, εντερικά ή παρεντερικά.
Συνήθως προτιμάται η εντερική οδός, όπου αυτό είναι δυνατό, γιατί είναι λιγότερο πιθανό να υπάρξουν σηπτικές επιπλοκές και γιατί βοηθάει στη διατήρηση του GI βλεννογόνου, που αποτελεί ένα φραγμό στις λοιμώξεις.
Η παρεντερική σίτιση μπορεί να είναι απαραίτητη εάν ο πεπτικός σωλήνας δεν λειτουργεί ή όταν οι θερμιδικές ανάγκες είναι τόσο υψηλές που δεν μπορούν να καλυφθούν εντελώς μέσω της εντερικής οδού σίτισης. Επιπλέον η παρεντερική σίτιση είναι ιδιαίτερα δαπανηρή.
Η κάλυψη των αναγκών του ασθενούς μέσω της τεχνητής διατροφής είναι πολύ σημαντική, δεδομένου ότι, σύμφωνα με μελέτες, ασθενείς με HIV, που σιτίζονταν μέσω εντερικής σίτισης ή λάμβαναν συμπληρώματα διατροφής δια στόματος, κατάφεραν να διατηρήσουν και να αυξήσουν το βάρος τους.

Διαιτολογική παρέμβαση σε παθολογικές καταστάσεις που συνοδεύουν την HIV λοίμωξη
Καθώς η νόσος εξελίσσεται γίνονται ολοένα και πιο εμφανή τα κλινικά σημεία και συμπτώματα που το χαρακτηρίζουν. Πριν ξεκινήσει η χρήση της αντιρετροϊκής θεραπείας (HAART), η εικόνα που παρουσιάζει η πλειοψηφία των ασθενών με HIV είναι αυτή ενός ατόμου με έντονα σημεία υποσιτισμού και μαρασμού.

Η χρήση των αντιρετροϊκών φαρμάκων έχει βοηθήσει στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των ασθενών και στην διατήρηση της διατροφικής τους κατάστασης σε καλό επίπεδο για σημαντικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Βέβαια, οι ασθενείς με HIV αντιμετωπίζουν αρκετά προβλήματα που σχετίζονται με τη διατροφική τους κατάσταση και αποδίδονται είτε σ’ αυτήν κάθε αυτή την λοίμωξη ή στις παρενέργειες της φαρμακευτικής που αναγκάζονται να ακολουθούν. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι η διάρροια και η δυσαπορρόφηση, προβλήματα στη στοματική κοιλότητα και τον οισοφάγο, ανορεξία, αδυναμία, μεταβολές στη σύσταση σώματος και μεταβολικές ανωμαλίες.

HIV διάρροια και δυσαπορρόφηση
Η διάρροια είναι από τα σοβαρότερα αλλά και πιο συνήθη προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς με HIV λοίμωξη, αφού η πλειοψηφία των ατόμων αυτών θα αναπτύξει διάρροια σε κάποιο στάδιο της νόσου.
Η διάρροια στους ασθενείς με HIV είναι πολυπαραγοντική και η αιτία της στις περισσότερες περιπτώσεις δύσκολο να αναγνωριστεί. Σε μεγάλο ποσοστό αποδίδεται στην ανάπτυξη παθογόνων μικροοργανισμών στον εντερικό αυλό ως αποτέλεσμα των ανοσολογικών μεταβολών και του υποσιτισμού. Τα επεισόδια της διάρροιας έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια τουλάχιστον 600 Kcal/ημέρα μέσω των κοπράνων, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολη η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του ασθενούς. Αυτό μπορεί να αποδοθεί και στην απροθυμία ορισμένων ασθενών να καταναλώσουν οποιαδήποτε μορφή τροφής με το φόβο ότι θα ενταθούν τα συμπτώματα της διάρροιας.
Ένα εξίσου σημαντικό πρόβλημα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς με HIV λοίμωξη είναι η δυσαπορρόφηση. Συνήθη φαινόμενα αποτελούν η δυσαπορρόφηση υδατανθράκων και λίπους.
Επίσης οι εντερικές λοιμώξεις μπορεί να επιδεινώσουν την δυσαπορρόφηση του λίπους και των μονοσακχαριτών και των δισακχαριτών, αλλά ταυτόχρονα να προκαλέσουν δυσαπορρόφηση αζώτου, βιταμίνης Β12, φυλλικού οξέος, μετάλλων και ιχνοστοιχείων, ενώ προκαλούν πρόβλημα στην επαναπορρόφηση νερού και ηλεκτρολυτών από το παχύ έντερο.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι η διάρροια ακόμη και αν η αιτία που την προκαλεί δεν είναι δυνατόν να αναγνωριστεί πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα, αφού βέβαια εξεταστεί το ενδεχόμενο συνύπαρξης κάποιας δυσαπορρόφησης.
Το γεγονός αυτό συμβάλλει στην προσαρμογή του σχήματος θεραπείας στις εκάστοτε ανάγκες του ασθενούς, αυξάνοντας σημαντικά της αποτελεσματικότητά του.

Προβλήματα στη στοματική κοιλότητα και τον οισοφάγο
Συχνό πρόβλημα για τους ασθενείς με AIDS είναι η στοματίτιδα από καντιντίαση, ή η παρουσία σαρκώματος kaposi στη στοματική κοιλότητα και τον οισοφάγο. Έτσι συχνά οι ασθενείς αυτοί αντιμετωπίζουν έντονο πόνο στη στοματική κοιλότητα και στη γλώσσα, που συχνά περιγράφεται και ως αίσθημα καύσου και δυσκαταποσία.

Τα προβλήματα αυτά μπορούν ως ένα βαθμό να αντιμετωπιστούν με χορήγηση μαλακών τροφίμων, που απαιτούν ελάχιστη μάσηση ή ακόμη και πολτοποιημένης τροφής. Συγχρόνως πρέπει η τροφή να χορηγείται σε θερμοκρασία δωματίου και να αποφεύγονται τόσο τα πολύ ζεστό αλλά και τα παγωμένα τρόφιμα.
Τέλος συστήνεται αποφυγή της κατανάλωσης αλκοόλ και του καπνίσματος, συνήθειες που μπορούν να επιδεινώσουν τα παραπάνω συμπτώματα. Στην περίπτωση που τα συμπτώματα αυτό είναι ιδιαίτερα έντονα και η χορήγηση τροφής από το στόμα είναι δύσκολη έως αδύνατη, επιλέγεται η χορήγηση διατροφικής υποστήριξης, εντερικά ή παρεντερικά.
Οι ασθενείς με HIV συχνά εμφανίζουν προβλήματα δυσγευσίας.
Η δυσγευσία μπορεί να αποδοθεί σε παρενέργεια της φαρμακευτικής αγωγής, σε έλλειψη ψευδαργύρου ή άλλων θρεπτικών συστατικών από τον οργανισμό του ασθενούς, σε μυκητιάσεις στη στοματική κοιλότητα και στην ξηροστομία που συχνό προκαλείται λόγω των φαρμάκων. Για την αντιμετώπιση της δυσγευσίας προτείνεται η χρήση μπαχαρικών και ευχάριστων αρωμάτων στα τρόφιμα, η μείωση της χρήσης ζάχαρης και γλυκαντικών ουσιών αν δεν γίνονται καλά ανεκτές, ενώ συστήνεται η κατανάλωση τροφίμων σε θερμοκρασία δωματίου. Σε περίπτωση που ο ασθενής ταλαιπωρείται και από ξηροστομία γίνεται η σύσταση για κατανάλωση υγρών και χυμών ανά τακτά χρονικά διαστήματα και η εφαρμογή καλής στοματικής υγιεινής.
Εάν συνυπάρχει πρόβλημα ναυτίας ο ασθενής, πρέπει να ενθαρρυνθεί να λαμβάνει γεύματα όταν αισθάνεται καλύτερα, ενώ η λήψη μικρών και συχνών γευμάτων συχνά βοηθά. Τα γεύματα δεν πρέπει να είναι πολύ λιπαρά ή πολύ γλυκά, ενώ για τα σνακ πρέπει να προτιμώνται ξηρά τρόφιμα με ταυτόχρονη λήψη υγρών.
Τέλος ο ασθενής πρέπει να αποφεύγει την κατάκλιση αμέσως μετά την λήψη τροφής.

Αλλαγές στον μεταβολισμό των λιπιδίων και τη σύσταση σώματος
Οι διαταραχές των λιπιδίων του αίματος που συνοδεύουν τη χρήση αντιρετροϊκών φαρμάκων, και ιδιαίτερα των αναστολέων πρωτεάσης, μπορούν να αντιμετωπιστούν διατροφικά με την εφαρμογή των συστάσεων του Εθνικού Εκπαιδευτικού Προγράμματος για τη Χοληστερόλη (National Cholesterol Education Program (NCEP)) του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου (American Medical Association (AMA). Παράλληλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπολιπιδαιμικά δισκία (κυρίως στατίνες και φιμπράτες), ενώ εξετάζεται και η αποτελεσματικότητα της συμπληρωματικής χορήγησης ω-3 λιπαρών οξέων στην μείωση των τριγλυκεριδίων του αίματος.
Η αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 σε ασθενείς με HIV δεν διαφέρει από αυτήν που ακολουθείται στους μη έχοντες HIV ασθενείς.
Η εύρεση αποτελεσματικής λύσης στο πρόβλημα της λιποδυστροφίας αποτελεί ακόμη αντικείμενο έρευνας.
Εκτός από την αντικατάσταση του θεραπευτικού σχήματος με άλλο που δεν περιέχει αναστολείς της πρωτεάσης,
η παροχή ψυχολογικής και διαιτολογικής υποστήριξης και η εφαρμογή ενός προγράμματος γυμναστικής που συμβάλλει στην διατήρηση της μυϊκής μάζας των ασθενών φαίνεται να βοηθούν ως ένα βαθμό χωρίς όμως να αποτελούν λύση στο πρόβλημα. Για το λόγο αυτό απαιτούνται επιπλέον μελέτες ώστε να γίνει κατανοητός
ο μηχανισμός που προκαλεί τη συγκεκριμένη ανωμαλία και να γίνει εφικτή η αποτελεσματική αντιμετώπισή της.

Άλλα προβλήματα
Ένα άλλο καθημερινό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς με HIV λοίμωξη είναι το γεγονός ότι πρέπει να προσαρμόσουν το πρόγραμμα διατροφή τους με την φαρμακευτική αγωγή που πρέπει να λάβουν.
Αυτό είναι και ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσει ο ασθενής σε συνεργασία με το διαιτολόγο, δεδομένου ότι πρέπει να προσαρμόζει τόσο το χρόνο λήψης τροφής όσο και τη σύσταση των γευμάτων με τη φαρμακευτική αγωγή του ασθενούς.

Ασφάλεια τροφίμων και νερού
Οι ασθενείς με HIV είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε λοιμώξεις που οφείλονται σε αλλοιωμένα τρόφιμα ή σε παθογόνους μικροοργανισμούς του νερού δεδομένης της ανοσοανεπάρκειας λόγω της κατάστασής τους.
Οι μικροοργανισμοί, τους οποίους ένας υγιής οργανισμός μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, σε έναν ασθενή με HIV λοίμωξη μπορεί να δημιουργήσουν σοβαρότατα προβλήματα. Για το λόγο αυτό ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δίνεται στην ασφάλεια των τροφίμων και των ποτών που καταναλώνουν τα άτομα αυτά, τόσο στο σπίτι τους αλλά ακόμη περισσότερο όταν λαμβάνουν γεύματα εκτός σπιτιού.
Για να μειωθεί ο κίνδυνος εμφάνισης τροφογενών λοιμώξεων οι ασθενείς με HIV λοίμωξη πρέπει να εκπαιδευτούν στις πρακτικές ασφαλούς διαχείρισης συντήρησης τροφίμων και να τηρούν πιστά αυστηρούς κανόνες υγιεινής κατά την παρασκευή των γευμάτων τους. Παράλληλα πρέπει να αποφεύγουν την κατανάλωση γευμάτων από μέρη αμφίβολης ποιότητας, αλλά και την κατανάλωση τροφίμων υψηλού κινδύνου.
Τέτοια τρόφιμα είναι το ωμό ή ελάχιστα ψημένο κρέας και ψάρι, τα ωμά ή τα λίγο βρασμένα αυγά και τα προϊόντα που κατασκευάζονται με αυτά, το μη παστεριωμένο γάλα και τα προϊόντα του, τα μαλακά τυριά και τα τυριά με μύκητες (Blυe cheese, Roqυefort). Σε περίπτωση νοσηλείας τους μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί από το προσωπικό του νοσοκομείου στην ποιότητα των παρεχόμενων γευμάτων, δεδομένου ότι o κίνδυνος μετάδοσης μιας ενδονοσοκομειακής λοίμωξης μέσω του φαγητού του νοσοκομείου είναι ιδιαίτερα υψηλός.
Ένα ακόμη ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα είναι η ασφάλεια του νερού. Το κρυπτοσπορίδιο (Cryptosporidium), ένα πρωτόζωο το οποίο μπορεί να προκαλέσει σοβαρή χρόνια διάρροια σε άτομα με ανοσοκαταστολή, έχει ανιχνευθεί στο νερό της βρύσης.
Συγκεκριμένα, οι ασθενείς με CD4 Τ-λεμφοκύτταρα χαμηλότερα από 200 /ml πρέπει να βράζουν το νερό της βρύσης πριν το καταναλώσουν ή το χρησιμοποιήσουν για να πλύνουν φρούτα και λαχανικά.
Παράλληλα πρέπει να σημειωθεί ότι τα φίλτρα νερού που χρησιμοποιούνται για οικιακή χρήση δεν απομακρύνουν τον μικροοργανισμό αυτό από το νερό, αλλά και τα εμφιαλωμένα νερά δεν είναι βέβαιο ότι είναι απαλλαγμένα από κρυπτοσπορίδιο και για  το λόγο αυτό καλό είναι να μην χρησιμοποιούνται εις αντικατάσταση του βρασμένου νερού βρύσης.

Μέθοδοι ασφαλούς χρησιμοποίησης των τροφίμων
Η επιμόλυνση με μικροοργανισμούς των τροφίμων είναι 20-300 φορές πιο συχνή στα άτομα με HIV, απ’ ό,τι στο γενικό πληθυσμό και οι μολύνσεις αυτές είναι πολύ πιθανότερο να οδηγήσουν σε σήψη και άλλες σοβαρές επιπλοκές στα άτομα που είναι μολυσμένα με τον HIV. Εξαιρετικά σημαντική είναι η εκπαίδευση των ατόμων με HIV και οι οικογένειές τους ή αυτοί που τους φροντίζουν να επιλέγουν, έτσι ώστε να προετοιμάζουν και να αποθηκεύουν τα τρόφιμα πολύ προσεκτικά. Μερικοί σημαντικοί κανόνες ασφαλείας των τροφίμων είναι:

Πλένετε τα χέρια σας πριν από την προετοιμασία οποιασδήποτε τροφής.
Διατηρείτε όλα τα τρόφιμα σε θερμοκρασίες που αναστέλλουν την ανάπτυξη των βακτηρίων (<4°C ή >60 °C).
Αποφύγετε τα μπουφέ φαγητών στα εστιατόρια και ζητήστε φρεσκομαγειρεμένα φαγητά.
Αποφύγετε τις ωμές ή λίγο μαγειρεμένες πρωτεϊνικές τροφές όπως το σούσι, τα ωμά οστρακοειδή, το λίγο ψημένο κρέας και τα ωμά ή ελαφρώς μαγειρεμένα αυγά (π.χ. στις γαρνιτούρες των γλυκών και κάποια ωμή γέμιση σε κέικ και τα αυγοτάραχα).
Χρησιμοποιείτε μόνο παστεριωμένο γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα.
Πλένετε πολύ προσεκτικά όλα τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά, κατά προτίμηση με απορρυπαντικό.
Καθαρίστε προσεκτικά τις περιοχές που κόβετε τροφές μετά από κάθε χρήση. Αποφύγετε την επιμόλυνση μεταξύ των τροφίμων: για παράδειγμα, μη χρησιμοποιείτε το ίδιο μαχαίρι και περιοχή για να κόψετε κρέας και ωμά λαχανικά, προτού το καθαρίσετε καλά.

Βιβλιογραφία:
Beal JA, Martin ΒΜ: The clinical management of wasting and malnutrition in HIV/AIDS. AIDS. Patient Care 9:66, 1995.

Berger Μ: Dr. Berger’s immune power diet. New York, 1985, Ανοn Books.

Chlebowski RT and other: Dietary intake and counseling, weight maintenance, and the course of HIV infection.} Am Dietet Assoc 94 :428, 1995.

Crook WG: The yeast connection. New York, 1986, Random House.

Dwyer JT et al: Unproven nutrition therapies for AIDS: what is the evidence? Nutr Todaγ 23:25 , 1988.

Fields-Gardner C: Α reνiew of mechanisms of wasting in HIV disease. Nutr Clin Pract 10:167, 1995.

Nerad JL, Gorbach SL: Nutritional aspects of HIV infection. /nfect Dis Clin Nort/1 Am 8:499, 1994. Task Force on Nutrition Support in AIDS: Guidelines for nutrition support in AIDS. Nutrition 5:39, 1989.

Barre-Sinoussi F, Chermann JC, Rey F, Nugeyre MT, Chamaret S, Gruest J , Dauguet C, A xlerBl in C, Vezinet-Brun F, Rouzioux C, Rozenbaum W, Montagnier L . Iso lation of a T-lymphotropic retrovirus from a patient at risk for acquired immune deficiency syndrome (AIDS ). Science 1 983; 220 : 868- 70.

Gallo RC, Salahuddin SZ, Popovic M, Shearer GM, Kaplan M, Haynes BF, Palk er T J , Redfield R , Oleske J , Safai B, e t al . Frequent detection and isolation of cytopathic retriviruses (HTLV-111 ) from patients with A IDS and at risk for A IDS. Science 1 984; 224:500-4.

Clavel F, Guetard F, Brun-Vezinet F, Chamaret S, Rey MA, Santos­ Ferreira MO, Laurent AG, Dauguet C, Katlama C, Rouzioux C, et al . Isolation of a new human retrovirus from Western African patients with A IDS. Science 1986;233: 343-6.

Goedert JJ, Biggar RJ, Melbye M, Mann DL, Wilson S, Gail MH, Grossman RJ, Di Gioia RA, Sanchez WC, Weiss SH, et al. Effect of T 4 count and cofactors on the incidence of A IDS in homosexual men infected with human immunodeficiency virus. JAMA l987; 257 :331 – 4.

Sipsas N., Sfikakis P.P., Sfikakis P, Choremi H, Kordossis T. Serum concentrations of soluble intercellular adhesion molecule- l and progress towards disease in patients infected with HIV J Infect 1994;29:271 -82.

Rogers, MF, Shaffer, N. Reducing the risk of maternal-infant trans­ mission of HIV by attacking the virus [ editorial; comment I. N Eng J Med 1999; 341: 441 -5.

UNA IDS. Report on the global HIV I AIDS epidemic. December 200 l. Joint United Nations Program on HIV IAIDS.

Dalgleish AG, Beverley PC, Clapham PR, Crawford DH, Greaves MF, Weiss RA. The CD4 ( T4 ) antigen is an essential component of the receptor for the AIDS retrovirus. Nature 1985; 31 2: 763-7.

Pantaleo G, Graziosi C, Fauci AS. The immunopathogenesis of human immunodeficiency virus infection. N Engl J Med 1992;328: 327- 35.

Sipsas NV, Kalams SA , Trocha A , He S, Walker BO, Johnson RP. Identification of type-specific cytotoxic T lymphocyte responses against homologous viral proteins in three laboratory workers accidentally infected with HIV- 1 . J Clin lnvestig 1997; 99 :637- 4 7 .

Centers for Disease Control and Prevention (CDC) . 1993 revised classification system for HIV infection and expanded surveillance case definition for AIDS among adolescents and adults. MMWR 1992;41 :1-19.

Smith PD, et al. Gastrointestinal infections in AIDS. Ann Intern Med 1992; 1 1 6:63.

Ullrich R, Zeitz M, Heise W, L’age M, Hoffken G, Riecken EO. Small intestine structure and function in patients infected with HIV: evidence for HIV- induced enteropathy. Ann Intern Med 1989; 1 11: 1 5.

Goodgame RW. Gastrointestinal cytomegalovirus disease. Ann Intern Med 1 993;1 19 :924.

Gray JR, Rabeneck L. Atypical mycobacterial infection of the gas­ trointestinal tract in AIDS patients. Am J Gastroenterol 1989; 84: 1 521.

Goodgame RW. Understanding intestinal spore-forming protozoa: Cryptosporidia, Microsporidia, lsospora, and Cyclospora . Ann Intern Med 1996;1 24: 429.

Blanshard C, Francis N, Gazzard BG. Investigation of chronic diarrhea in AIDS: a prospective study of l55 patients. Gut l996; 39:824- 28 .

Reiter GS. The HIV wasting syndrome. A IDS Clin Care 1 996;8: l0- 1 4.

Grunfeld C. What causes wasting in AIDS? N Eng J Med 1 995; 333 : 1 23-8.

Hammes MJT, Romihn, JA , Ender!, E, et al. Resting energy expenditure and substrate oxidation in human immunodeficiency virus (HIV) -infected asymptomatic men: HIV affects host metabolism in the early asymptomatic stage. Am J Clin Nutr 1991 ; 54: 3 1 1 .

Sellmeyer DE, Grunfeld , C. Endocrine and metabolic disturbances in human immunodeficiency virus infect ion and the acquired immune deficiency syndrome. Endocr Rev 1996; 1 7: 51 8- 25.

Volberding PA , Lagakos SW, Grimes JM, Stein OS, Rooney J, Meng TC , Fischl MA, Collier AC , Phair JP, Hir sch MS, et al . Zidovudine in asymptomatic human immunodeficiency virus infection : a controlled trial in persons with fewer than 500 CD4 posi­ tive cells per cubic millimeter. N Engl J Med. 1995;333 ( 7 ) : 40 1 – 7 .

Palella FJ, Delaney KM, Moorman AC, Loveless MO, Fuhrer J, Satten GA, Aschman DJ, Holmberg SD, The HIV Outpatient Stud Invest igators. Declining morbitity and mortality among patients with advanced HIV infect ion. N Engl J Med 1998;338:99.

Carr A , Marriott D, Field A , Vasak E, Cooper DA. Treatment o HIV-associated microsporidiosis and cryptosporidiosis with combination antiretroviral therapy. Lancet 1998; 351 : 256-6 1.

Carr A, Samar as K , Burton S, Law M, Freund J, Chisholm DJ, Cooper DA . A syndrome of peripheral lipodystrophy, hyperlipidemia and insulin resistance in patients receiving HIV protease in­ hibitors. AIDS 1998; 1 2 ( 7 ) :F5 1-8.

Mahan K, Escott-Stump S. Krause’s food, nutrition and diet therapy, 1 0 /e, Saunders Co, USA, 2000.

Cirelli A , Cirelli G, Scavalli SA , Masciangelo R, Marini M. Dual · Energy X-Ray Absorptiometry in the early diagnosis of body sha, changes in patients with HIV infection treated with nucleoside re­ verse transcripts inhibitor s and naive to protease inhibitor . Current Therapeutic Research 2001 ;62 : 386- 93.

Tomas B. Manual of Dietetic Practice. 3 Ie, Blackwell Science L Oxford, 200 l.

Kotler DP. Gastrointestinal and Nutritional Manifestations of Al Raven Press LTD, USA, 1991.

Posit ion of Dietitians of Canada and the American Diet Association: Nutrition intervention in the care of persons with man immunodeficiency virus infection. Can J Diet Prac Res 200 – 61 : 77- 87.

Rakower D and Galvin TA. Nourishing the HIV – infected ad Holistic Nurs Pract, 1989;3 :26- 37.

Jonkers-Schuitema. AIDS. 22nd ESPEN congress, September 2000.

Semba RD and Tang AM. Micronutrients and the pathogenesis of human immunodeficiency virus infection. BJN, 1999;81: 181- 189.

Hewis H, Pa/freeman A, Wilselka MJ. Dietary intervention in HIV: a comparison of patients receiving oral, Enteral and Parenteral nutrition. Genitourin Med 1996;72( 5 ) :382-3.

Tashiro T, Yamamori H, Takagi K, Hayashi N, Furukawa K, Nakaiima N n-3 versus n-6 polyunsaturated fatty acids in critical illness. Nutrition 1998; 14:551-3 .

Rambeau and Caldwell . Clinical Nutrition. Enteral and Tube feeding. 2/e Saunders Co, Philadelphia 1990, USA.

Kotler DP. Gastrointestinal and Nutritional Manifestations of AIDS. Raven Press LTD, USA, 1991.

Executive Summary of the third report of the National Cholesterol Educational Program expert panel on detection, evaluation and treatment of high blood cholesterol in adults (Adult Panel treatment panel 111). JAMA, 2001;285 :2486-97.

Salomon J, De Truchis P and Melchior J-C. Nutrition and HIV infection. BMJ 2002;87:Slll-S119.

Centers for Disease Control and Prevention. Cryptosporidiosis. A guide for persons with HIV IAIDS. Atlanda: CDC, 1995.

Knox TA, Zafonde-5anders M, Fields-Gardner C, Moen K, Jo­ hansen D, Paton N. Assessment of Nutritional 5tatu, Body Composition and Human Immunodeficiency Virus-Associated Morphologic Changes. CID 2003;36 (5uppl 2):563-8.

Nerad J, Romeyn M, Silverman E, Allen – Reid J, Dieterich D, Merchant J, Pelletier VA , Tinnerello D, Fenton M. General Nutrition Management in Patients Infected with Human Immunodeficiency Virus . CID 2003 ;36(Suppl 2):552-62.

Sipsas NV, Kosmas N, Kontos A, Eftychiadis C, Agapitos E, Kordossis T. Fatal Nucleoside – associated Lactic Acidosis in an Obese Woman with Human Immunodeficiency Virus Type- 1 infection on a Very Low-Calorie Diet. Scand J Infect Dis 2003; 35 ( 4 ) : 291-3.

Τόνι Νζέιμ,
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.