ΤΟ EVOLOCUMAB ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ LDL-C ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΙ ΥΠΟΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΝΟΣΟ

Facebooktwitterpinterest

Σχεδόν τα Δύο Τρίτα των Ασθενών Εμφάνισαν Υποστροφή της Πλάκας με τη Χορήγηση Evolocumab Επιπροσθέτως της Βελτιστοποιημένης Θεραπείας Στατίνης

Λεπτομερή Αποτελέσματα Δημοσιεύθηκαν στο Journal of the American Medical Association και Παρουσιάστηκαν Ταυτόχρονα στις Επιστημονικές Συνεδριάσεις του Συνεδρίου AHA 2016

Αθήνα, 01 Φεβρουαρίου 2017 – Η Amgen ανακοίνωσε ότι η προσθήκη του Evolocumab στη βελτιστοποιημένη θεραπεία στατίνης οδήγησε σε στατιστικά σημαντική υποστροφή της αθηροσκλήρωσης σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο (ΣΝ). Τα λεπτομερή αποτελέσματα από τη δοκιμή ενδαγγειακής υπερηχογραφικής απεικόνισης στεφανιαίων αρτηριών Φάσης 3 GLAGOV παρουσιάστηκαν στο πρόσφατο Συνέδριο της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας (American Heart Association – AHA) του 2016 και δημοσιεύτηκαν ταυτόχρονα στο Journal of the American Medical Association.

Η μελέτη GLAGOV αξιολόγησε το κατά πόσον το Evolocumab, ένας αναστολέας της προπρωτεΐνης κονβερτάσης σουμπτιλισίνης/κεξίνης τύπου 9 (PCSK9) για τη θεραπεία συγκεκριμένων ασθενών με αυξημένα επίπεδα χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης χοληστερόλης (LDL-C), θα τροποποιούσε τη συσσώρευση αθηροσκληρωτικής πλάκας στις στεφανιαίες αρτηρίες ασθενών που ήδη λάμβαναν βελτιστοποιημένη θεραπεία στατίνης, όπως μετρήθηκε μέσω ενδαγγειακής υπερηχογραφίας (IVUS) κατά την έναρξη της μελέτης και κατά την εβδομάδα 78.

«Η καρδιαγγειακή κοινότητα ξεκίνησε τη διεξαγωγή απεικονιστικών μελετών με θεραπείες που στόχευαν την LDL-C, προκειμένου να μετρήσει την επιβράδυνση της εξέλιξης της αθηροσκληρωτικής νόσου. Η μελέτη καταδεικνύει ότι η μέγιστη μείωση της LDL-C με το Evolocumab μπορεί στην πραγματικότητα να οδηγήσει σε υποστροφή της αθηροσκληρωτικής νόσου σε σύγκριση με τη χρήση στατινών μόνο», δήλωσε ο Sean E. Harper, M.D., Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Έρευνας και Ανάπτυξης της Amgen. «Πράγματι, σχεδόν τα δύο τρίτα των ασθενών που λάμβαναν Evolocumab σε αυτή τη δοκιμή, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων λάμβαναν ήδη υψηλής έως μέτριας έντασης θεραπεία με στατίνη κατά την έναρξη της μελέτης, εμφάνισαν μία μείωση στο φορτίο της πλάκας».

Η μελέτη πέτυχε τον κύριο αντικειμενικό σκοπό της, καταδεικνύοντας ότι η θεραπεία με το Evolocumab οδήγησε σε στατιστικά σημαντική υποστροφή, από την έναρξη της μελέτης, του εκατοστιαίου όγκου αθηρώματος (PAV), ο οποίος υποδηλώνει την εκατοστιαία αναλογία αρτηριακού αυλού που καλύπτεται από πλάκα. Οι ασθενείς στο σκέλος του Evolocumab εμφάνισαν μία μείωση του PAV από την έναρξη της μελέτης κατά 0,95% σε σύγκριση με μία αύξηση του PAV κατά 0,05% από την έναρξη της μελέτης σε ασθενείς που λάμβαναν βελτιστοποιημένη θεραπεία στατίνης σε συνδυασμό με εικονικό φάρμακο (σκέλος Evolocumab: p<0,0001, σκέλος εικονικού φαρμάκου: p=0,78). Η διαφορά μεταξύ των δύο συγκριτικών παραγόντων ήταν στατιστικά σημαντική (p<0,0001). Επίσης, η προσθήκη του Evolocumab οδήγησε σε υποστροφή της πλάκας στον PAV για μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών από εκείνο των ασθενών που λάμβαναν εικονικό φάρμακο (64,3% έναντι 47,3%, αντίστοιχα, p<0,0001). Κατά την έναρξη της μελέτης, το 98% των ασθενών και στα δύο σκέλη λάμβαναν υψηλής έως μέτριας έντασης θεραπεία στατίνης.

Οι ασθενείς στο σκέλος του Evolocumab εμφάνισαν μία μέση μείωση του κανονικοποιημένου συνολικού όγκου αθηρώματος (TAV), ο οποίος είναι μία παράμετρος του όγκου της πλάκας, της τάξης των 5,8 mm³ σε σύγκριση με μέση μείωση της τάξης των 0,9 mm³ που παρατηρήθηκε στο σκέλος του εικονικού φαρμάκου (σκέλος Evolocumab: p<0,0001, σκέλος εικονικού φαρμάκου: p=0,45). Η διαφορά μεταξύ των δύο συγκριτικών παραγόντων ήταν στατιστικά σημαντική (p<0,0001). Επίσης, η προσθήκη του Evolocumab οδήγησε σε υποστροφή της πλάκας στον TAV για μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών έναντι εκείνων που λάμβαναν εικονικό φάρμακο (61,5% έναντι 48,9%, αντίστοιχα, p=0,0002).

«Με βάση προηγούμενες μελέτες, δεν γνωρίζαμε κατά πόσον η GLAGOV θα καταδείκνυε επιπρόσθετη υποστροφή της πλάκας σε επίπεδα LDL-C κάτω των 60 mg/dl», δήλωσε ο Stephen J. Nicholls, M.D., Ph.D., Καθηγητής Καρδιολογίας και Αναπληρωτής Διευθυντής του South Australian Health & Medical Research Institute, στην Αδελαΐδα της Αυστραλίας. «Ένα από τα πλέον αδιάσειστα αποτελέσματα από την GLAGOV είναι η συνεχιζόμενη μείωση της πλάκας σε επίπεδα LDL-C πολύ κάτω από εκείνα των κοινά αποδεκτών ουδών».

Κατά την έναρξη της μελέτης, οι ασθενείς είχαν μέση τιμή LDL-C 92,5 mg/dl και στα δύο σκέλη θεραπείας. Κατά τη διάρκεια 78 εβδομάδων θεραπείας, τα σταθμισμένα ως προς τον χρόνο μέσα επίπεδα LDL-C ήταν 36,6 mg/dl στο σκέλος του Evolocumab, αντιπροσωπεύοντας μία μείωση κατά 59,8%, σε σύγκριση με 93,0 mg/dl στο σκέλος του εικονικού φαρμάκου. Κατά την εβδομάδα 78, τα μέσα επίπεδα της LDL-C στο σκέλος του Evolocumab ήταν 29 mg/dl, αντιπροσωπεύοντας μία μείωση κατά 68,0% από την έναρξη της μελέτης, ενώ στο σκέλος του εικονικού φαρμάκου ήταν 90 mg/dl.

Μία διερευνητική ανάλυση αξιολόγησε τα επίπεδα της επιτευχθείσας μείωσης της πλάκας στους 144 ασθενείς με επίπεδα LDL-C κατά την έναρξη της μελέτης κάτω των 70 mg/dl (ο χαμηλότερος θεραπευτικός στόχος μεταξύ των επί του παρόντος ισχυουσών κατευθυντήριων οδηγιών). Σε αυτή την ανάλυση, οι συγκεκριμένοι ασθενείς εμφάνισαν τη μεγαλύτερη μείωση στο φορτίο της πλάκας από την έναρξη της μελέτης (μεταβολή του PAV) με το Evolocumab σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (-1,97% έναντι -0,35%, αντίστοιχα, p<0,0001). Επιπροσθέτως, άνω του 80% των ασθενών σε αυτό το υποσύνολο εμφάνισαν υποστροφή της πλάκας (μέσω μεταβολής του PAV) με το Evolocumab (81,2% για το Evolocumab, 48,0% για το εικονικό φάρμακο, p<0,0001).

Δεν προέκυψε οποιοδήποτε νέο ζήτημα ασφαλείας στη δοκιμή GLAGOV. Η επίπτωση των εμφανιζόμενων κατά τη διάρκεια της θεραπείας ανεπιθύμητων συμβάντων ήταν συγκρίσιμη μεταξύ των δύο ομάδων (67,9% για το Evolocumab, 79,8% για το εικονικό φάρμακο). Τα ανεπιθύμητα συμβάντα με κλινική σημασία που επιθεωρήθηκαν σε αυτή τη μελέτη περιλάμβαναν τη μυαλγία (Evolocumab: 7,0%, εικονικό φάρμακο: 5,8%), τη νέα διάγνωση σακχαρώδους διαβήτη (Evolocumab: 3,6%, εικονικό φάρμακο: 3,7%), τα νευρογνωστικά συμβάντα (Evolocumab: 1,4%, εικονικό φάρμακο: 1,2%) και τις αντιδράσεις στη θέση της ένεσης (Evolocumab: 0,4%, εικονικό φάρμακο: 0,0%). Στη μελέτη GLAGOV, δεσμευτικά αντισώματα παρατηρήθηκαν σπάνια (0,2% [1 ασθενής] στο σκέλος των ασθενών που λάμβαναν θεραπεία με το Evolocumab), ενώ δεν υπήρξε ούτε ένας ασθενής με θετικό αποτέλεσμα στον έλεγχο για εξουδετερωτικά αντισώματα.

Αν και η μελέτη δεν είχε ισχύ για την αξιολόγηση των επιδράσεων στα καρδιαγγειακά συμβάντα, μία διερευνητική ανάλυση αποκάλυψε ότι θετικά κριθέντα μείζονα καρδιαγγειακά συμβάντα εμφανίστηκαν στο 12,2% των ασθενών που λάμβαναν Evolocumab και στο 15,3% των ασθενών που λάμβαναν εικονικό φάρμακο. Η πλειονότητα των κριθέντων συμβάντων ήταν επαναγγειώσεις στεφανιαίων (Evolocumab: 10,3%, εικονικό φάρμακο: 13,6%), ακολουθούμενες από έμφραγμα του μυοκαρδίου (Evolocumab: 2,1%, εικονικό φάρμακο: 2,9%). Όλα τα υπόλοιπα κριθέντα καρδιαγγειακά συμβάντα εμφανίστηκαν σε ποσοστό ≤ 0,8% των ασθενών σε κάθε ομάδα θεραπείας.

Και συνέχισε ο Sean Harper: «Τα αδιάσειστα δεδομένα από την GLAGOV απομακρύνουν οποιαδήποτε επιστημονική αμφιβολία σχετικά με την ικανότητα του Evolocumab να μειώσει τα επίπεδα της LDL-C και με τον αντίκτυπο που έχει στην κρίσιμη διεργασία της υποκείμενης νόσου. Εξακολουθεί να μας απασχολεί το γεγονός ότι πολλοί ασθενείς αντιμετωπίζουν εμπόδια στην πρόσβασή τους στο Evolocumab, παρά τις θεραπευτικές συστάσεις του γιατρού τους. Προσβλέπουμε με ανυπομονησία στα αποτελέσματα της μελέτης εκβάσεων που διεξάγουμε (FOURIER) και θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε με τους φορείς πληρωμών για τη βελτίωση της πρόσβασης για τους ασθενείς που έχουν ανάγκη επιπρόσθετης μείωσης των επιπέδων της LDL-C».

Σχεδιασμός Μελέτης GLAGOV

Η GLAGOV (GLobal Assessment of Plaque ReGression with a PCSK9 AntibOdy as Measured by IntraVascular Ultrasound είναι μία πολυκεντρική, διπλά τυφλή, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο δοκιμή Φάσης 3 που έχει σχεδιαστεί για την αξιολόγηση της επίδρασης του Evolocumab στη μεταβολή του φορτίου της ΣΝ σε 968 ασθενείς που υποβάλλονταν σε κλινικά ενδεδειγμένη στεφανιαία αγγειογραφία και σε βελτιστοποιημένη θεραπεία υποβάθρου με στατίνη.

Οι ασθενείς θα έπρεπε να έχουν λάβει θεραπεία με μία σταθερή δόση στατίνης για τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες και να έχουν LDL-C ≥80 mg/dl ή μεταξύ 60 και 80 mg/dl με έναν μείζονα παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου (ορίζονται ως μη στεφανιαία αθηροσκληρωτική αγγειακή νόσος, έμφραγμα του μυοκαρδίου ή νοσηλεία για ασταθή στηθάγχη κατά τα προηγούμενα δύο έτη ή σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2) ή τρεις ελάσσονες παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου (ορίζονται ως κάπνισμα επί του παρόντος, υπέρταση, χαμηλά επίπεδα HDL-χοληστερόλης, οικογενειακό ιστορικό πρόωρης στεφανιαίας καρδιοπάθειας, C-αντιδρώσα πρωτεΐνη υψηλής ευαισθησίας (hs-CRP) ≥2 mg/L ή ηλικία ≥50 ετών στους άνδρες και 55 ετών στις γυναίκες).

Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 1:1 σε δύο ομάδες θεραπείας για να λαμβάνουν μηνιαίες υποδόριες ενέσεις είτε Evolocumab 420 mg είτε εικονικού φαρμάκου. Η βελτιστοποιημένη θεραπεία στατίνης ορίστηκε ως τουλάχιστον ατορβαστατίνη 20 mg ημερησίως ή ισοδύναμο, με τιτλοποίηση για την επίτευξη μείωσης της LDL-C σύμφωνα με τις περιφερειακές κατευθυντήριες οδηγίες.  Η ιδιαίτερα αποτελεσματική θεραπεία με στατίνη (ισοδύναμη με ατορβαστατίνη 40 mg ημερησίως και άνω) ήταν συνιστώμενη για όλους τους ασθενείς. Οι ασθενείς εκείνοι με LDL-C >100 mg/dl (2,6 mmol/l) που δεν λάμβαναν ιδιαίτερα αποτελεσματική θεραπεία στατίνης θα έπρεπε να έχουν βεβαίωση από τους ερευνητές σχετικά με τους λόγους για τους οποίους αυτές οι δόσεις δεν ήταν κατάλληλες. Το κύριο τελικό σημείο ήταν η μεταβολή του PAV από την έναρξη της μελέτης έως την εβδομάδα 78 σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, όπως προσδιορίστηκε μέσω IVUS. Η IVUS είναι ένα απεικονιστικό εργαλείο υψηλής ανάλυσης που επιτρέπει τον ποσοτικό προσδιορισμό του στεφανιαίου αθηρώματος στις στεφανιαίες αρτηρίες.

Τα δευτερεύοντα τελικά σημεία συμπεριλάμβαναν την υποστροφή (οποιαδήποτε μείωση από τα επίπεδα κατά την έναρξη της μελέτης) του PAV, τη μεταβολή του TAV από την έναρξη της μελέτης έως την εβδομάδα 78 και την υποστροφή (οποιαδήποτε μείωση από τα επίπεδα κατά την έναρξη της μελέτης) του TAV.

Σχετικά με το Evolocumab

Το Εvolocumab συνδέεται εκλεκτικά με την πρωτεΐνη PCSK9 και προλαμβάνει τη σύνδεση της κυκλοφορούσας PCSK9 με τον υποδοχέα της λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDLR) στην επιφάνεια των ηπατικών κυττάρων, προλαμβάνοντας με αυτόν τον τρόπο τη μεσολαβούμενη από την PCSK9 αποδόμηση του LDLR. Η αύξηση των επιπέδων του LDLR στο ήπαρ οδηγεί σε σχετιζόμενες μειώσεις της LDL-χοληστερόλης (LDL-C).1

Η δοκιμή εκβάσεων FOURIER έχει σχεδιαστεί για την αξιολόγηση του κατά πόσον η θεραπεία με Evolocumab ή εικονικό φάρμακο, επιπροσθέτως της βελτιστοποιημένης θεραπείας στατίνης, μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβάντων σε ασθενείς με κλινικά έκδηλη αθηροσκληρωτική νόσο. Η ένταξη ασθενών στη δοκιμή ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2015. Το κύριο τελικό σημείο της δοκιμής FOURIER είναι τα μείζονα καρδιαγγειακά συμβάντα, τα οποία ορίζονται ως το σύνθετο τελικό σημείο θανάτου καρδιαγγειακής αιτιολογίας, εμφράγματος του μυοκαρδίου (ΕΜ), αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, νοσηλείας για ασταθή στηθάγχη ή επαναγγείωσης στεφανιαίων. Το βασικό δευτερεύον τελικό σημείο είναι το σύνθετο τελικό σημείο θανάτου καρδιαγγειακής αιτιολογίας, ΕΜ ή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Η δοκιμή έχει προγραμματιστεί να συνεχιστεί έως ότου τουλάχιστον 1.630 ασθενείς εμφανίσουν το δευτερεύον τελικό σημείο, παρέχοντας με αυτόν τον τρόπο 90% ισχύ για την ανίχνευση μίας σχετικής μείωσης 15% σε αυτό το τελικό σημείο. Τα πρώτα αποτελέσματα από τη μελέτη FOURIER, στην οποία καταγράφηκαν περίπου 27.500 συμβάντα ασθενών, αναμένονται στο πρώτο τρίμηνο του 2017.

Το Evolocumab έχει εγκριθεί σε περισσότερες από 40 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και του Καναδά, καθώς και του συνόλου των 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας σε άλλες χώρες εκκρεμούν.

Σχετικά με την Amgen Cardiovascular

Εκμεταλλευόμενη περισσότερες από τρεις δεκαετίες πείρας στην ανάπτυξη βιοτεχνολογικών φαρμάκων για ασθενείς με σοβαρά νοσήματα, η Amgen έχει δεσμευτεί στην απάντηση σημαντικών επιστημονικών ερωτημάτων για την προώθηση της φροντίδας και τη βελτίωση της ζωής των ασθενών με καρδιαγγειακή νόσο, την κυρίαρχη αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως.2 Η έρευνα της Amgen στην καρδιαγγειακή νόσο, καθώς και στις δυνητικές θεραπευτικές επιλογές, είναι μέρος μίας αυξανόμενης εξειδίκευσης της Amgen που χρησιμοποιεί τη γενετική του ανθρώπου για την ταυτοποίηση και την επικύρωση συγκεκριμένων φαρμακευτικών στόχων. Μέσα από τις δικές της προσπάθειες έρευνας και ανάπτυξης, καθώς και μέσω συνεργασιών, η Amgen οικοδομεί ένα εύρωστο χαρτοφυλάκιο καρδιαγγειακών προϊόντων, αποτελούμενο από πολλά εγκεκριμένα και ερευνητικά μόρια, σε μία προσπάθεια αντιμετώπισης πολλών σημαντικών επί του παρόντος μη καλυπτόμενων αναγκών των ασθενών, όπως η υψηλή χοληστερόλη και η καρδιακή ανεπάρκεια.

 

Σχετικά με την Amgen

 

Η Amgen, παραμένοντας πιστή στη δέσμευσή της να αξιοποιεί στο έπακρο τη δυναμική της βιοτεχνολογίας, διερευνώντας τα πολύπλοκα μονοπάτια της νόσου στους ασθενείς που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες, εστιάζεται στην ανακάλυψη, την ανάπτυξη, την παραγωγή και διάθεση καινοτόμων θεραπειών. Η προσέγγιση αυτή, με γνώμονα τη χρήση εργαλείων όπως η προηγμένη ανθρώπινη γενετική, στοχεύει στη διαλεύκανση της πολυπλοκότητας της νόσου και την κατανόηση των βασικών αρχών της ανθρώπινης βιολογίας.

Η Amgen, επικεντρώνεται σε θεραπευτικές περιοχές όπου εντοπίζεται ακάλυπτη ιατρική ανάγκη, αξιοποιώντας την πολύχρονη εξειδίκευση και βαθιά γνώση της παραγωγής βιολογικών φαρμάκων προς όφελος της βελτίωσης της ζωής των ασθενών. Πρωτοπόρος στο χώρο της βιοτεχνολογίας και της έρευνας από το 1980, η Amgen είναι σήμερα μια από τις ηγέτιδες ανεξάρτητες εταιρείες βιοτεχνολογίας παγκοσμίως, με θεραπείες που έχουν βοηθήσει εκατομμύρια ασθενείς σε όλο τον κόσμο, αναπτύσσοντας παράλληλα ένα από τα πιο πρωτοποριακά χαρτοφυλάκια νέων μορίων στη βιοφαρμακευτική βιομηχανία με δυναμική να οδηγήσουν σε νέες, επαναστατικές θεραπευτικές προσεγγίσεις στην μελλοντική αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών.

Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφτείτε τις ιστοσελίδες www.amgen.gr.

 

Σημαντικές Πληροφορίες Προϊόντος

 

Υπερχοληστερολαιμία και μικτή δυσλιπιδαιμία

 

Το Evolocumab ενδείκνυται σε ενήλικες με πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιμία (ετερόζυγο οικογενή και μη οικογενή) ή μικτή δυσλιπιδαιμία, ως συμπλήρωμα της δίαιτας:

  • σε συνδυασμό με μία στατίνη ή συνδυασμό με στατίνη και άλλες υπολιπιδαιμικές θεραπείες σε ασθενείς στους οποίους δεν μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι της LDL- C με τη μέγιστη ανεκτή δόση μιας στατίνης, ή
  • μόνο ή σε συνδυασμό με άλλες υπολιπιδαιµικές θεραπείες σε ασθενείς με δυσανεξία στις στατίνες ή στους οποίους αντενδείκνυνται οι στατίνες.

Ομόζυγος οικογενής υπερχοληστερολαιμία

Το Evolocumab ενδείκνυται σε ενήλικες και εφήβους ηλικίας 12 ετών και άνω με ομόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία σε συνδυασμό με άλλες υπολιπιδαιµικές θεραπείες.

Η επίδραση του Evolocumab στην καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνησιμότητα δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί.

Σημαντικές Πληροφορίες Ασφαλείας

Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα του.

Ανεπιθύμητες αντιδράσεις: Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη διάρκεια των βασικών μελετών πρωτοπαθούς υπερχοληστερολαιμίας και μικτής δυσλιπιδαιμίας, στις συνιστώμενες δόσεις, ήταν ρινοφαρυγγίτιδα (4,8%), λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος (3,2%), οσφυαλγία (3,1%), αρθραλγία (2,2%), γρίπη (2,3%) και ναυτία (2,1%). Το προφίλ ασφάλειας στον πληθυσμό με ομόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία ήταν σύμφωνο με αυτό που παρατηρήθηκε στον πληθυσμό με πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιμία και μικτή δυσλιπιδαιμία.

Ανοσογονικότητα: Σε κλινικές μελέτες, το 0,1% των ασθενών (7 από 4846 ασθενείς με πρωτοπαθή υπερλιπιδαιμία και μικτή δυσλιπιδαιμία και 0 από 80 ασθενείς με ομόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία) που έλαβαν τουλάχιστον μία δόση Evolocumab ήταν θετικοί στην ανάπτυξη δεσμευτικών αντισωμάτων (4 από αυτούς τους ασθενείς εμφάνισαν παροδικά αντισώµατα). Οι ασθενείς, οι οροί των οποίων βρέθηκαν θετικοί σε δεσμευτικά αντισώματα υποβλήθηκαν σε περαιτέρω έλεγχο εξουδετερωτικών αντισωμάτων και κανείς δεν βρέθηκε θετικός σε εξουδετερωτικά αντισώματα. Η παρουσία δεσμευτικών αντισωμάτων έναντι του evolocumab δεν επηρέασε το φαρμακοκινητικό προφίλ, την κλινική ανταπόκριση ή την ασφάλεια του Evolocumab.

Δηλώσεις που Αφορούν σε Μελλοντικές Εξελίξεις

Αυτό το ενημερωτικό δελτίο περιέχει δηλώσεις που αφορούν σε μελλοντικές εξελίξεις, οι οποίες βασίζονται στις τρέχουσες προσδοκίες και πεποιθήσεις της Amgen. Όλες οι δηλώσεις, εκτός εκείνων που αναφέρονται σε ιστορικά συμβάντα, είναι δηλώσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αφορώσες σε μελλοντικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμήσεων εσόδων, λειτουργικών περιθωρίων, κεφαλαιουχικών δαπανών, μετρητών, άλλων χρηματοοικονομικών στατιστικών παραμέτρων, αναμενόμενων νομικών, διαιτητικών, πολιτικών, ρυθμιστικών ή κλινικών αποτελεσμάτων ή πρακτικών, προτύπων ή πρακτικών πελατών ή συνταγογραφούντων γιατρών, ενεργειών και εκβάσεων που σχετίζονται με την κάλυψη των δαπανών, καθώς και άλλων τέτοιων εκτιμήσεων και αποτελεσμάτων. Οι δηλώσεις που αφορούν σε μελλοντικές εξελίξεις περιλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους και αβεβαιότητες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναπτύσσονται πιο κάτω και περιγράφονται πληρέστερα στις εκθέσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC) των ΗΠΑ που υποβλήθηκαν από την Amgen, συμπεριλαμβανομένων της πλέον πρόσφατης ετήσιας έκθεσής μας στο Έντυπο 10-K και οποιασδήποτε επακόλουθης περιοδικής έκθεσης στο Έντυπο 10-Q και το Έντυπο 8-K. Εκτός εάν σημειώνεται διαφορετικά, η Amgen παρέχει αυτές τις πληροφορίες με βάση τα στοιχεία που ισχύουν έως και την ημερομηνία κυκλοφορίας αυτού του ενημερωτικού δελτίου και δεν αναλαμβάνει οποιαδήποτε υποχρέωση ενημέρωσης οποιασδήποτε δήλωσης που αφορά σε μελλοντικές εξελίξεις και περιέχεται σε αυτό το έγγραφο ως αποτέλεσμα νέων πληροφοριών, μελλοντικών συμβάντων ή άλλων λόγων.

Καμία δήλωση που αφορά σε μελλοντικές εξελίξεις δεν μπορεί να είναι εγγυημένη, ενώ τα πραγματικά αποτελέσματα μπορεί να διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνα που προβλέπουμε. Η ανακάλυψη ή η ταυτοποίηση νέων υποψήφιων προϊόντων ή η ανάπτυξη νέων ενδείξεων για υφιστάμενα προϊόντα δεν μπορεί να είναι εγγυημένη, ενώ η μετάβαση από τη σύλληψη της ιδέας στο προϊόν είναι αβέβαιη. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει εγγύηση ότι οποιοδήποτε συγκεκριμένο υποψήφιο προϊόν ή ανάπτυξη νέας ένδειξης για ένα υφιστάμενο προϊόν θα στεφθεί από επιτυχία και θα μπορέσει να διατεθεί στο εμπόριο. Περαιτέρω, τα προκλινικά αποτελέσματα δεν εγγυώνται την ασφαλή και αποτελεσματική απόδοση των υποψηφίων προϊόντων στον άνθρωπο. Η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου οργανισμού δεν μπορεί να αποδοθεί εντελώς, ορισμένες δε φορές ούτε καν επαρκώς, μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή συστημάτων κυτταρικής καλλιέργειας ή μοντέλων πειραματοζώων. Η χρονική διάρκεια που απαιτείται για την ολοκλήρωση των κλινικών δοκιμών και την εξασφάλιση έγκρισης από τις ρυθμιστικές αρχές για την κυκλοφορία ενός προϊόντος έχει υπάρξει κατά το παρελθόν κυμαινόμενη και αναμένουμε ότι θα επιδείξει παρόμοια διακύμανση και στο μέλλον. Ακόμη και όταν οι κλινικές δοκιμές είναι επιτυχείς, οι ρυθμιστικές αρχές μπορεί να θέσουν υπό αμφισβήτηση την επάρκεια για την έγκριση του προϊόντος των τελικών σημείων της δοκιμής που επιλέξαμε. Αναπτύσσουμε υποψήφια προϊόντα εσωτερικά και μέσω συμφωνιών αδειοδότησης, συνεργασιών και κοινοπραξιών. Για τα υποψήφια προϊόντα που προκύπτουν από τέτοιες σχέσεις μπορεί να προκύψουν διαφωνίες μεταξύ των μερών ή να αποδειχτούν λιγότερο αποτελεσματικά ή ασφαλή από όσο μπορεί να πιστεύαμε κατά τον χρόνο της σύναψης των συγκεκριμένων σχέσεων. Επίσης, μπορεί να υποπέσουν στην αντίληψή μας, ή την αντίληψη άλλων, προβλήματα σε σχέση με την ασφάλεια, τα ανεπιθύμητα συμβάντα ή την παρασκευαστική διαδικασία των προϊόντων μας μετά την κυκλοφορία τους στην αγορά.

Τα αποτελέσματά μας μπορεί να επηρεαστούν από την ικανότητά μας να κυκλοφορήσουμε με επιτυχία στην αγορά τόσο νέα όσο και υφιστάμενα προϊόντα στη χώρα μας και διεθνώς, από κλινικές και ρυθμιστικές εξελίξεις που αφορούν σε υφιστάμενα και μελλοντικά προϊόντα, από την ανάπτυξη των πωλήσεων προϊόντων που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στην αγορά, από τον ανταγωνισμό που πηγάζει από άλλα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των βιοομοειδών, από δυσκολίες ή καθυστερήσεις στην παρασκευή των προϊόντων μας, καθώς και από τις παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες. Επιπροσθέτως, οι πωλήσεις των προϊόντων μας επηρεάζονται από την πίεση της τιμολογιακής πολιτικής, τον στενό έλεγχο πολιτικών και ευρύτερων δημόσιων φορέων, τις πολιτικές περί κάλυψης της δαπάνης που επιβάλλονται από τρίτους φορείς πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων κυβερνήσεων, ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών και παρόχων οργανωμένης φροντίδας, ενώ μπορεί να επηρεάζονται από εξελίξεις στις ρυθμιστικές αρχές, την κλινική έρευνα και τις κατευθυντήριες οδηγίες, καθώς και από εγχώριες και διεθνείς τάσεις ως προς την οργανωμένη περίθαλψη και τον περιορισμό του κόστους υγειονομικής φροντίδας. Επιπροσθέτως, η έρευνα, ο έλεγχος, η τιμολόγηση, το μάρκετινγκ και άλλες λειτουργίες υπόκεινται σε εκτεταμένες ρυθμιστικές παρεμβάσεις από εγχώριες και ξένες κυβερνητικές ρυθμιστικές αρχές. Μπορεί να υποπέσουν στην αντίληψή μας, ή την αντίληψη άλλων, προβλήματα σε σχέση με την ασφάλεια, τα ανεπιθύμητα συμβάντα ή την παρασκευαστική διαδικασία των προϊόντων μας μετά την κυκλοφορία τους στην αγορά. Η επιχειρηματική μας δραστηριότητα μπορεί να επηρεαστεί από κυβερνητικές διερευνήσεις, νομικές ενέργειες και αξιώσεις σε σχέση με την προϊοντική ευθύνη. Επίσης, η επιχειρηματική μας δραστηριότητα μπορεί να επηρεαστεί από την ψήφιση νέας φορολογικής νομοθεσίας ή από την έκθεση σε επιπρόσθετες φορολογικές υποχρεώσεις. Εάν δεν εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας ως προς τη συμμόρφωσή μας με τη συμφωνία εταιρικής ακεραιότητας ανάμεσα σε εμάς και την κυβέρνηση των ΗΠΑ, θα μπορούσαμε να υποστούμε σημαντικές κυρώσεις. Επίσης, ενώ εξασφαλίζουμε συστηματικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας για τα προϊόντα και την τεχνολογία μας, η προστασία που παρέχεται από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τις σχετικές αιτήσεις μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά, να ακυρωθεί ή να υπονομευθεί από τους ανταγωνιστές μας ή μπορεί να μην καταφέρουμε να επικρατήσουμε σε τρέχουσες και μελλοντικές δικαστικές διαμάχες που αφορούν σε ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Πραγματοποιούμε ένα σημαντικό μέρος των εμπορικών παρασκευαστικών δραστηριοτήτων μας σε κάποιες βασικές παρασκευαστικές μονάδες και επίσης βασιζόμαστε σε τρίτους για ένα μέρος των παρασκευαστικών δραστηριοτήτων μας, ενώ περιορισμοί στις προμήθειες μπορεί να περιορίσουν και τις πωλήσεις ορισμένων από τα υφιστάμενα προϊόντα μας και την ανάπτυξη υποψήφιων προϊόντων. Επίσης, ανταγωνιζόμαστε με άλλες εταιρείες ως προς πολλά από τα προϊόντα μας που κυκλοφορούν στην αγορά, καθώς και ως προς την ανακάλυψη και την ανάπτυξη νέων προϊόντων. Επίσης, ένα μέρος των πρώτων υλών, του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού και των συστατικών μερών των προϊόντων μας παρέχονται από αποκλειστικούς τρίτους προμηθευτές. Η ανακάλυψη σημαντικών προβλημάτων με ένα προϊόν παρόμοιο με κάποιο από τα δικά μας προϊόντα που θα ενοχοποιεί μία ολόκληρη κατηγορία προϊόντων θα μπορούσε να έχει σημαντική αρνητική επίδραση στις πωλήσεις των εν λόγω προϊόντων, καθώς και στην επιχειρηματική μας απόδοση και τα λειτουργικά αποτελέσματά μας. Οι προσπάθειές μας για την εξαγορά άλλων εταιρειών ή προϊόντων, καθώς και για την ενσωμάτωση των λειτουργιών των εταιρειών που έχουμε εξαγοράσει, μπορεί να μην είναι επιτυχείς. Μπορεί να μην είμαστε σε θέση να έχουμε πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές και τις πιστωτικές αγορές με ευνοϊκούς για εμάς όρους ή και καθόλου. Έχουμε αυξανόμενη εξάρτηση από τα πληροφοριακά τεχνολογικά συστήματα, τις υποδομές και την ασφάλεια των δεδομένων. Η τιμή της μετοχής μας είναι ευμετάβλητη και μπορεί να επηρεαστεί από πολλά και διάφορα συμβάντα. Η επιχειρηματική μας απόδοση θα μπορούσε να επηρεάσει ή να περιορίσει τη δυνατότητα του Διοικητικού Συμβουλίου μας να ανακοινώσει μέρισμα ή την ικανότητά μας να πληρώσουμε μέρισμα ή να προβούμε στην επαναγορά κοινών μετοχών μας.

Οι επιστημονικές πληροφορίες που συζητούνται σε αυτό το ενημερωτικό δελτίο σε σχέση με νέες ενδείξεις είναι προκαταρκτικές και διερευνητικές και δεν αποτελούν μέρος της εγκεκριμένης επισήμανσης από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ ή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για αυτά τα προϊόντα. Τα προϊόντα δεν είναι εγκεκριμένα για τις ερευνητικές χρήσεις που συζητούνται σε αυτό το ενημερωτικό δελτίο, οπότε δεν μπορούν και δεν θα έπρεπε να εξαχθούν οποιαδήποτε συμπεράσματα σε σχέση με την ασφάλεια ή την αποτελεσματικότητα των προϊόντων για αυτές τις χρήσεις.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 

  1. Evolocumab, Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος, 2016.
  2. World Health Organization. Cardiovascular diseases (CVDs) fact sheet. http://www.who.int/mediacentre/factsheets/fs317/en/. Accessed August 2016.

 

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.