Που οφείλεται το μυικό «πιάσιμο» μετά από τη σωματική άσκηση;

Facebooktwitterpinterest

Φως στον υποκείμενο βιολογικό μηχανισμό του μυικού «πιασίματος» μετά από ένα περίπατο στο βουνό ή την ορειβασία, ρίχνει μελέτη της ΣΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Η διδακτορική διατριβή της Χαράς Δελή, υπό την εποπτεία του καθηγητή Θανάση Τζιαμούρτα, εστίασε στην σημαντική διαφοροποίηση στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι μύες ανάλογα με το εάν ανεβαίνουμε ή κατεβαίνουμε.

«Στο ανέβασμα (ομόκεντρη συστολή) οι μύες μικραίνουν σε μήκος, ενώ στο κατέβασμα (έκκεντρη συστολή) το μήκος των μυϊκών ινών αυξάνεται. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας επιφέρει και διαφορετικές επιδράσεις στη βλάβη που επέρχεται στον μυ. Σε γενικές γραμμές, είναι αποδεκτό ότι το κατέβασμα οδηγεί σε μεγαλύτερη μυική βλάβη σε σχέση με το ανέβασμα και αυτό μας κάνει να αισθανόμαστε ‘πιασμένοι’ και πόνο κατά τη διάρκεια διαφόρων μυϊκών προσπαθειών. Αυτός ο πόνος συνήθως εμφανίζεται την επόμενη ή μεθεπόμενη μέρα και διαρκεί για μερικές μέρες. Μέχρι τώρα δε μας ήταν γνωστό κατά πόσο ο βαθμός αυτής της μυικής βλάβης είναι διαφορετικός μεταξύ ενηλίκων και ανηλίκων» εξηγεί ο κ. Τζιαμούρτας.

Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητές εξέτασαν την επίδραση που έχει η έκκεντρη συστολή στο «πιάσιμο» μεταξύ ενήλικων ανδρών και αγοριών νεαρής ηλικίας. Και οι δύο ομάδες πραγματοποίησαν 75 μέγιστες επαναλήψεις σε ειδικό μηχάνημα για την πραγματοποίηση έκκεντρων συστολών και αξιολογήθηκε η δύναμη και ο πόνος τέσσερις μέρες μετά.

Τα αποτελέσματα έδειξαν πως, τόσο οι άνδρες, όσο και τα παιδιά «πιάστηκαν» μετά την άσκηση αλλά ο βαθμός ήταν πολύ μικρότερος στα παιδιά. Ο πόνος ήταν αυξημένος στα παιδιά την επόμενη μέρα και μετά επανήλθε στα φυσιολογικά επίπεδα, ενώ στους άνδρες παρέμεινε σημαντικά υψηλός ακόμα και τέσσερις μέρες μετά το τέλος της άσκησης.

«Μια βιοχημική ουσία, η κρεατινική κινάση, που συνδέεται με τον καθυστερημένο μυϊκό πόνο δεν αυξήθηκε σχεδόν καθόλου στα παιδιά, αλλά ήταν σημαντικά αυξημένη μέχρι και 96 ώρες μετά το τέλος της άσκησης στους άνδρες», εξηγεί ο κ. Τζιαμούρτας.

Οι πιθανοί λόγοι της διαφοροποίησης στην απόκριση του πόνου μεταξύ των δύο ηλικιών πιθανόν, σύμφωνα με τον κ. Τζιαμούρτα, να εντοπίζονται στο γεγονός ότι τα παιδιά έχουν λιγότερες μυϊκές ίνες ταχείας συστολής. Αυτές οι μυϊκές ίνες μας βοηθούν να τρέχουμε γρήγορα αλλά είναι και περισσότερο επιρρεπείς στον τραυματισμό. Επίσης, τα παιδιά έχουν μεγαλύτερη ελαστικότητα και αυτό ίσως να είναι ένας ακόμα λόγος για τη διαφορετική απόκριση, ενώ τα παιδιά δε μπορούν να παράγουν, σε απόλυτες τιμές, δύναμη αντίστοιχη με το μέγεθος του μυός.

«Είναι η πρώτη φορά, που αναφέρεται στη βιβλιογραφία η επίδραση της έκκεντρης άσκησης στον καθυστερημένο μυϊκό πόνο στα παιδιά. Τα αποτελέσματα αυτά μας δίνουν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται η δομή και λειτουργία του σκελετικού μυός με το πέρασμα του χρόνου. Θα πρέπει επίσης να μην ξεχνάμε ότι το ‘πιάσιμο’ συνοδεύεται και με αλλαγές στο μεταβολισμό και γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί στο να κάνουμε βιοχημικές εξετάσεις όταν είμαστε «’πιασμένοι’, καταλήγει ο καθηγητής στη ΣΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.