H Λειτουργική Μαγνητική Τομογραφία (functional Magnetic Resonance Imaging-fMRI) δρα προβλεπτικά της Γλωσσικής Ανάπτυξης των παιδιών με Αυτισμό*.

Facebooktwitterpinterest

Πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, San Diego έδειξαν πως η Λειτουργική Μαγνητική Τομογραφία (fMRI), μπορεί να προβλέψει την γλωσσική εξέλιξη παιδιών με αυτισμό, πριν καν ο τελευταίος διαγνωστεί.

Η συγκεκριμένη τεχνική της μεθόδου της Μαγνητικής Απεικόνισης, συνιστά μια μοναδική μη-επεμβατική τεχνική που επιτρέπει στους επιστήμονες να δουν τον ανθρώπινο εγκέφαλο σε δράση, in-vivo. Πρόκειται για μια τεχνική που τα δεδομένα της χρησιμοποιούνται διεπιστημονικά συμβάλλοντας στην εξέλιξη διαφόρων κλάδων των νευροεπιστημών. Ουσιαστικά μπορεί και απεικονίζει κέντρα του εγκεφάλου όπως της όρασης, του λόγου, της μνήμης κτλ ή ακόμα και την κίνηση, την στιγμή των δραστηριοτήτων αυτών.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της έρευνας, οι Διαταραχές του Αυτιστικού Φάσματος (ASD) προσβάλλουν στις ΗΠΑ 1 στα 68 παιδιά (κυρίως αγόρια). Το πρόβλημα με την συγκεκριμένη διαταραχή είναι η μεγάλη ετερογένεια της νευρολογικής κατάστασης όσων διαγιγνώσκονται με την συγκεκριμένη διαταραχή. Τα αρχικά συμπτώματα διαφέρουν, όπως και η εξέλιξη της διαταραχής. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την ποικιλομορφία της διαταραχής παίζει το γεγονός πως δεν είναι πλήρως κατανοητές οι αιτίες που προκαλούν όλους αυτούς τους υπο-τύπους της διαταραχής.

Συγκεκριμένα οι ερευνητές μπόρεσαν και κατέγραψαν την ανταπόκριση του εγκεφάλου των παιδιών, σε γλωσσικά ερεθίσματα 1-2 έτη πριν τον τελικό γλωσσικό τους προσδιορισμό που έρχεται σε ηλικία 30-48 μηνών. Όπως ο επιστημονικά υπεύθυνος της έρευνας καθηγητής Courchesne είπε «κάποια παιδιά που βρίσκονται στο φάσμα, βελτιώνουν τις γλωσσικές τους ικανότητες με την πάροδο του χρόνου, ενώ άλλα όχι. Για τον λόγο αυτό, η πρώιμη και έγκυρη διάγνωση της διαταραχής μπορεί να βελτιώσει τις παρεμβατικές προσπάθειες». Σημαντικό ρόλο σε αυτή τους την προσπάθεια παίζει η πρόσφατη έρευνά τους, που προσπάθησε να περιγράψει την διαδικασία πρώιμης ανίχνευσης των αιτιών που διαφοροποιούν την διαταραχή, συμβάλλοντας έτσι στην μελλοντική δημιουργία εξατομικευμένων προγραμμάτων παρέμβασης πριν καν τα παιδιά μιλήσουν.

Η έρευνα εντόπισε τελείως διαφορετικές νευρωνικές αντιδράσεις στα ερεθίσματα, τα οποία καθορίζουν την μελλοντική γλωσσική εξέλιξη των συμμετεχόντων και εξηγούν το γεγονός της διαφορετικής γλωσσικής εξέλιξης που παρατηρούνται στους διάφορους υπο-τύπους της διαταραχής αυτής. Μάλιστα, έδειξαν πως ο εγκέφαλος όσων βρίσκονταν στο φάσμα και είχαν αργή γλωσσική εξέλιξη επεξεργάζεται την ομιλία με διαφορετικό τρόπο. Ακόμα και λειτουργίες όπως η μνήμη ή κινητικές ικανότητες επεξεργάζονται διαφορετικά.

Τελικά η έρευνα αυτή αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια χρήσης μιας τεχνικής Μαγνητικής Απεικόνισης για την εξεύρεση ενός νευρολειτουργικού βιοδείκτη που στοχεύει στην εύρεση των διαφορών μεταξύ παιδιών που βρίσκονται στο φάσμα. Τελικά, παρέχει μια νέα οπτική που εξηγεί γιατί οι θεραπευτικές προσεγγίσεις έχουν τόσο διαφορετικά αποτελέσματα σε κάθε παιδί με την διαταραχή αυτή.

*Michael V. Lombardo, Karen Pierce, Lisa T. Eyler, Cindy Carter Barnes, Clelia Ahrens-Barbeau, Stephanie Solso, Kathleen Campbell, Eric Courchesne. (2015). Neuron, Vol. 86, Issue 2, p567–577

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.