Παιδική δυσκοιλιότητα

Facebooktwitterpinterest

Η δυσκοιλιότητα αποτελεί μια σχετικά συχνή νόσο της παιδικής ηλικίας, που έχει σημαντικό αντίκτυπο τόσο στην καθημερινότητα του παιδιού, όσο και στην οικογενειακή ευρυθμία. Η συγκεκριμένη κατάσταση εκτιμάται ότι ευθύνεται περίπου για το  5-10% του συνόλου των επισκέψεων των παιδιών σε ιατρό. Οποιοσδήποτε ορισμός της δυσκοιλιότητας είναι σχετικός, γιατί εξαρτάται από τη συχνότητα των κενώσεων , τη σύσταση των κοπράνων, τη δυσκολία στην αφόδευση, και την ύπαρξη συνοδών συμπτωμάτων.

Γενικά, η δυσκοιλιότητα ορίζεται ως αποτυχία πλήρους κένωσης του κατώτερου παχέος εντέρου από το περιεχόμενό του, ή ως καθυστέρηση, και/ή  δυσκολία στην αφόδευση που διαρκεί >14 ημέρες, προκαλώντας δυσφορία στο παιδί. Πρέπει να εξετάζεται η παρουσία της κλινικής αυτής οντότητας σε καταστάσεις όπου υπάρχει συνδυασμός δύο ή περισσοτέρων από τα παρακάτω ευρήματα για τουλάχιστον δύο εβδομάδες: 3 κενώσεις/εβδομάδα, >25% των αφοδεύσεων εργώδεις ή επώδυνες, >25% των αφοδεύσεων με σκληρά κόπρανα ή παρουσία κοπρολίθων. Η δυσκοιλιότητα πρωτοεμφανίζεται συνήθως σε ηλικία 2−4 ετών, και  σε ποσοστό  >95% των παιδιών της εν λόγω ηλικίας με δυσχέρεια στην αφόδευση δεν βρίσκεται συγκεκριμένο αίτιο ή υποκειμενη πάθηση. Τις περισσότερες φορές  συνδυάζεται με αλλαγές  στις καθημερινές συνήθειες του παιδιού. ‘Ετσι αποδίδεται σε περιβαλλοντικές  ή διαιτητικές αλλαγές (ταξίδι-εκδρομή, έναρξη σχολείου, κ.α.), καθώς και έλλειψη σωματικής δραστηριότητας. Μια επώδυνη αφόδευση αποτελεί επίσης ανασταλτικό παράγοντα φυσιολογικών κενώσεων για το παιδί. Τότε πρέπει να αποκλειστεί η πιθανή αλλά όχι πάντα επιβεβαιωμένη παρουσία ραγάδας του πρωκτού (τραυματισμός του βλεννογόνου από σκληρά κόπρανα) μια και απαιτεί ειδική αντιμετώπιση. Τέλος ψυχολογικοί παράγοντες μπορεί να εμπλέκονται στην εμφάνιση των συμπτωμάτων αλλά πρέπει να αποτελούν την τελευταία πιθανή αιτία του προβλήματος στην στρατηγική αντιμετώπισής του. Στις περισσότερες των περιπτώσεων πρόκειται λοιπόν για παροδική δυσκοιλιότητα,  μια πρόσκαιρη  δηλαδή δυσλειτουργία του εντέρου, και υποχωρεί με την κατάλληλη υποβοήθηση. Ως χρόνια χαρακτηρίζεται η εμμένουσα δυσκοιλιότητα και ανθιστάμενη στη διαιτητική προσαρμογή και τη χρήση απλών  φαρμάκων. Η χρόνια δυσκοιλιότητα αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα για το παιδί προκαλώντας ιδιαίτερο στρες στην οικογένεια μια και αντιμετωπίζεται δύσκολα. Η κατανόηση  και συμμόρφωση στις ιατρικές οδηγίες, η υπομονή και επιμονή από τους γονείς  θεωρούνται κλειδιά για την αντιμετώπιση του προβλήματος σε συνεργασία και επικοινωνία πάντα με τον ιατρό.  Για κάποιο χρονικό διάστημα μπορεί να χρειαστεί η επαναφορά του παιδιού στις πάνες. Οι γονείς δεν πρέπει να πιέζουν και μαλώνουν το παιδί αν δεν παρουσιάζει αφόδευση, αλλά να το καθησυχάζουν και να το επαινούν σε κάθε κένωση. Συνιστάται η τοποθέτηση του παιδιού στην λεκάνη ή ειδικό καθισματάκι αφόδευσης για 10 λεπτά μετά από κάθε γεύμα και κυρίως το πρωινό, ακόμα και χωρίς να επιτυγχάνεται κένωση. Για μικρότερης ηλικίας παιδιά βοηθάει η κάμψη των κάτω άκρων (γόνατα στην κοιλιά ή τον θώρακα) και οι μαλάξεις της κοιλιάς κατά την πορεία του παχέος εντέρου ή η άσκηση πίεσης στην κατώτερη κοιλιακή χώρα. Η τοποθέτηση του παιδιού σε μπανιέρα με χλιαρό-ζεστό νερό βοηθάει στην χαλάρωση των σφιγκτήρων του πρωκτού και δρα καταπραϋντικά στην παρουσία άλγους κατά τις κενώσεις. Εναλλακτικά μπορεί να εφαρμοστούν ζεστά επιθέματα  περιπρωκτικά. Ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος όμως του ιατρού; Α: Ο ιατρός πρέπει να βρίσκεται σε εγρήγορση για αποκλεισμό σημείων που θέτουν υποψία παθολογικής ή οργανικής αιτίας, ώστε με αυξημένη πιθανότητα να επιβεβαιώσει και να αντιμετωπίσει τη λειτουργική δυσκοιλιότητα. Οι πληροφορίες από τη λήψη του ιστορικού (αποβολή μηκωνίου στη νεογνική ηλικία, χρόνος έναρξης και συχνότητα  συμπτωμάτων, συνοδά συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα, σωματική ανάπτυξη) και την κλινική εξέταση συμβάλλουν καθοριστικά  στη διαφορική διάγνωση και εντόπιση σε σπάνιες περιπτώσεις κάποιας πιθανής παθολογικής αιτίας δυσκοιλιότητας. Σημαντικός είναι και ο καθορισμός του χαρακτήρα των κενώσεων του παιδιού καθώς και η ποιότητα-σύσταση των κοπράνων. Η ύπαρξη χρόνιας νόσου (κληρονομικής ή μη) στο οικογενειακό περιβάλλον πρέπει να αναζητείται, καθώς και η χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών στο παιδί. Β: Πρέπει να δίνονται σαφής διατητικές  και φαρμακευτικές οδηγίες ανάλογα με τις διαιτητικές συνήθειες και την ηλικία του παιδιού διατηρώντας βασικές ισορροπίες και μέτρα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το παιδί αποτελεί ένα αναπτυσσόμενο οργανισμό που έχει ανάγκη όλα τα συστατικά των τροφών. Επίσης αποτελεί μια ευμετάβλητη ψυχολογική οντότητα. Έτσι αφορισμοί και απαγορεύσεις  ίσως να επιδεινώνουν το πρόβλημα. Γ: Σημαντικό στοιχείο αποτελεί η  εξατομίκευση και προσαρμογή της αγωγής μια και κάθε οργανισμός  ανταποκρίνεται με ιδιαιτερότητα  τόσο σε δίαιτες όσο  και στα διάφορα φάρμακα.  Καταγραφή του αριθμού και της ποιότητας των κενώσεων με στόχο την εύρεση της κατάλληλου συνδυασμού και δοσολογίας του θεραπευτικού σχήματος. Πολλές φορές απαιτείται αλλαγή, προσθήκη, ή αφαίρεση φαρμάκων ανάλογα με την αποτελεσματικότητά τους ή τις παρενέργειες που αυτά μπορούν  να προκαλέσουν. Τέλος επιβάλλεται η σταδιακή-ελεγχόμενη διακοπή τους όταν επιτυγχάνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα χωρίς να αποκλείεται η ανάγκη επαναχορήγησής τους μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Δ: Αν τα συμπτώματα χρόνιας λειτουργικής δυσκοιλιότητας ενός παιδιού δεν βελτιώνονται παρά τη συμμόρφωση στη θεραπευτική αγωγή μετά από ένα εξάμηνο, πρέπει να τίθεται σοβαρή υπόνοια πιθανής οργανικής αιτίας και να ακολουθεί διερεύνηση με τις απαραίτητες εξετάσεις.

HR_pooloocrop_2895_sidepanel - Αντίγραφο - Αντίγραφο

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.