Δυσανεξία στη λακτόζη

Facebooktwitterpinterest

Η λακτόζη είναι ένας δισακχαρίτης που αποτελείται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα γαλακτόζης. Συντίθεται αποκλειστικά στο μαζικό αδένα των θηλαστικών κατά το τέλος της κύησης και τη γαλουχία και βρίσκεται σαν ελεύθερο μόριο μόνο στο γάλα. Η πέψη της λακτόζης επιτελείται από το ένζυμο λακτάση που ανευρίσκεται στις μικρολάχνες του λεπτού εντέρου.

Όταν η δραστικότητα της λακτάσης είναι ανε­παρκής η λακτόζη δεν μπορεί να απορροφηθεί, ενεργεί σαν οσμωτικό φορτίο για το λεπτό έντερο και κατέρχεται στο παχύ όπου ζυμώνεται από την εκεί χλωρίδα. Τα συμπτώματα που προκαλούνται από την πλημ­μελή απορρόφηση της λακτόζης δημιουργούν την κατάσταση εκείνη που αναφέρεται σαν δυσανεξία στη λακτόζη.

 Η λακτόζη δεν παίζει σημαντικό ρόλο από πλευράς θρεπτικής αξίας στη δίαιτα των μεγάλων. Αντίθετα αποτελεί την πιο σπουδαία πηγή ενέρ­γειας στον πρώτο χρόνο της ζωής, αφού το 50% περίπου των ημερησίων θερμιδικών αναγκών των βρεφών προέρχεται από τη λακτόζη!.

Η λακτόζη έχει πολλαπλές εφαρμογές στη βιομηχανία τροφίμων. Επί παραδείγματι χρησιμοποιείται σε γλυκά και άλλα προϊόντα ζαχαροπλα­στικής, ψωμάκια, λουκάνικα γιατί βελτιώνει τη γεύση και προσδίδει όγκο και σταθερή δομή καθώς συνδέεται σταθερά με το νερό και τις χρω­στικές.

Η  ανεπάρκεια λακτάσης αναφέρεται στη γενετικά προκαθορισμέ­νη πτώση του επιπέδου δραστικότητας της λακτάσης στο 10% περίπου αυτού της γέννησης. Εμφανίζεται συνήθως από την ηλικία των 3 ετών και μετά και διατηρείται για όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Με το σκεπτικό αυτό ο όρος ανεπάρκεια της λακτάσης δεν είναι δόκιμος αφού τα 2/3 του ενήλικου πληθυσμού της γης παρουσιάζουν ελαττω­μένα επίπεδα δραστικότητας της λακτάσης και μόνο τα άτομα που κατά­γονται από τη Βόρειο Ευρώπη καθώς και μερικές νομαδικές φυλές που κατοικούν σε άνυδρες περιοχές της Βορείου Αφρικής και της Αραβίας διατηρούν αυξημένη δραστικότητα του ενζύμου καθ’ όλη την ενήλικο ζωή.

Η επίπτωση της ανεπάρκειας λακτάσης ενηλίκου τύπου είναι υψηλότερη του 50% στη Νότιο Αμερική, Αφρική και Ασία και προσεγγίζει το 100% στην Ασία. Στη μαύρη φυλή και τους Ασιάτες η ανεπάρκεια παρου­σιάζεται στην αρχή της παιδικής ηλικίας, ενώ στη λευκή φυλή στο τέλος της παιδικής ηλικίας και την εφηβεία. Σε μια σειρά 150 ελληνοπαίδων βρέθηκε ότι 29% παρουσίαζαν ανεπάρκεια λακτάσης στην ηλικία των 5 ετών και το 80% στην ηλικία των 12 ετών.

Συμπτώματα

Κλινικά η διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη δεν τίθεται με ευκολία λόγω της ποικιλομορφίας των παρουσιαζόμενων συμπτωμάτων. Αν τα συμπτώματα παρουσιάζονται αμέσως μετά τη λήψη της λακτόζης η διά­γνωση είναι πιο εύκολη. Συμπτώματα που εμφανίζονται μέσα στα πρώτα 30 λεπτά από τη λήψη της λακτόζης είναι η ναυτία και ένα αίσθημα πλη­ρότητας (φούσκωμα) του στομαχιού, ενώ αυτά που εμφανίζονται μέσα σε 2 έως 6 ώρες είναι ο κοιλιακός πόνος ο οποίος μπορεί να έχει κωλικοειδή χαρα­κτήρα (εντοπιζόμενος γύρω από τον ομφαλό ή στο κάτω μέρος της κοιλιάς), το γουργούρισμα των εντέρων, το φούσκωμα, η έκλυση αερίων και η διάρροια. Η τυπική διάρροια χαρακτηρίζεται από υδαρή, ογκώδη και αφρώδη κόπρανα. Στους εφή­βους μπορεί να προεξάρχει ο εμετός.

Η συσχέτιση της λήψης της λακτόζης με τα συμπτώματα είναι επίσης δύσκολο να τεκμηριωθεί από το ιστορικό στον παιδικό πληθυσμό αφού πολλά, κυρίως μικρότερης ηλικίας, παιδιά δεν μπορούν να εκθέσουν τα συμπτώματά τους με καθαρό τρόπο. Ο παιδίατρος θα πρέπει να υπο­πτευθεί την δυσανεξία στη λακτόζη στα παιδιά εκείνα που παρουσιά­ζουν υποτροπιάζον κοιλιακό άλγος, αφού αποτελεί μια από τις πιο συχνές αιτίες χρόνιου κοιλιακού πόνου στα παιδιά (24-40%). Τα μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά και οι έφηβοι με συμπτωματολογία ευερέ­θιστου εντέρου (κοινώς σπαστική κολίτιδα) θα πρέπει επίσης να διερευνώνται για δυσανεξία στη λακτόζη.

Θεραπεία

Η θεραπεία της πρωτοπαθούς δυσανεξίας στη λακτόζη περιλαμβάνει τον περιορισμό της λακτόζης στη δίαιτα, την υποκατάστασή της από εναλλακτικές θρεπτικές ουσίες, την παροχή της απαραίτητης ποσότητας ασβεστίου και τη λήψη υποκατάστατων του ενζύμου της λακτάσης.

Η ανάγκη για το διαιτητικό περιορισμό της λακτόζης εξατομικεύεται ανάλογα με την ανοχή του κάθε ατόμου. Όπως αναφέρθηκε προηγου­μένως στα βρέφη και τα παιδιά η λακτόζη προσδίδει το 30-50 % περίπου των ημερήσιων θερμίδων, γι’ αυτό και ο διαιτητικός περιορι­σμός της έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο σε σύγκριση με τους μεγάλους. Οι ασθενείς με ανεπάρκεια λακτάσης μπορούν ν’ αρχίσουν με μια δίαι­τα ελεύθερης λακτόζης τη στιγμή της διάγνωσης ώστε να εξαλειφθούν τα συμπτώματά τους και στη συνέχεια να επανεισάγουν τη λακτόζη στη διατροφή τους αυξάνοντας τη σταδιακά μέχρι να βρεθεί η ποσότητα εκείνη που δεν προκαλεί συμπτώματα. Τα γάλατα σόγιας δεν περιέχουν λακτόζη και μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά με τα γάλατα ελεύθερης ή μειωμένης λακτόζης.

Τα γαλακτοκομικά προϊόντα διαφέρουν ως προς την περιεκτικότητά τους σε λακτόζη. Το φρέσκο γάλα έχει την υψηλότερη περιεκτικότητα. Υπάρχουν αυξημένες ενδείξεις ότι τα άτομα με δυσανεξία στη λακτό­ζη μπορούν να ανεχθούν γάλατα που έχουν υποστεί ζύμωση καθώς η περιεκτικότητα του γάλακτος σε λακτόζη μειώνεται σημαντικά μετά την κατεργασία αυτή. Υπάρχουν διαθέσιμα στο εμπόριο τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό  γάλατα με 70% λιγότερη λακτόζη που είναι καλά ανεκτά από πολλά άτομα με ανεπάρκεια λακτάσης. Η παρουσία στο γάλα μικροοργανισμών ευοδώνει την κατάσταση γιατί περιέχουν το ένζυμο βήτα γαλακτοσιδάση που ενεργοποιείται στο λεπτό έντερο και υδρολύ­ει την προσλαμβανόμενη λακτόζη. Το γλυκό κρύο γάλα που περιέχει Lactobacillus acidophilus αλλά δεν έχει υποστεί ζύμωση εξακολουθεί να προκαλεί συμπτώματα στα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη. Όταν όμως υποστεί κατεργασία με υπερήχους γίνεται καλά ανεκτό πιθανά γιατί με τη μέθοδο αυτή λύεται το τοίχωμα των μικροβίων και απελευ­θερώνεται η λακτάση που εμπεριέχουν. Το γιαούρτι, που επίσης περιέ­χει βήτα γαλακτοσιδάση, είναι καλά ανεκτό. ‘Έχει βρεθεί ότι το ασβέ­στιο του γιαουρτιού απορροφάται φυσιολογικά από τα άτομα που δυσαπορροφούν τη λακτόζη γεγονός που το αναδεικνύει σε μια άρι­στη πηγή πρόσληψης ασβεστίου με την τροφή για τα άτομα αυτά. Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι καθώς το τυρί ή το κασέρι παλιώνουν η λακτόζη μετατρέπεται σε γαλακτικό οξύ το οποίο δεν προκαλεί συμπτώματα.

Οι γονείς θα πρέπει να ερευνούν τη σύσταση των έτοιμων τροφών που αγοράζουν για τα παιδιά τους και να διαβάζουν την αναγραφόμενη σύν­θεση των συσκευαζόμενων τροφών. Εκτός από τις φανερές πηγές λακτόζης υπάρχουν και κρυφές για τις οποίες οι γονείς θα πρέπει να είναι ευαισθητοποιημένοι. Προϊόντα στα οποία αναγράφονται οι όροι: ορός γάλακτος, καζεΐνη, λακταλβουμίνη, σκόνη γάλακτος μπορεί να περιέχουν σημαντική ποσότητα λακτόζης. Τροφές που μπορεί να περιέ­χουν «κρυφές» πηγές λακτόζης είναι τα ψωμάκια, τα μπισκότα, τα παξι­μάδια, τα ζαχαρωτά, τα γλειφιτζούρια, τα γλυκίσματα που απαιτούν ψήσιμο, τα δημητριακά οι σούπες και τα κρέατα ταχείας παρασκευής, η μαργαρίνη και τα έτοιμα ντρέσιvγκ σαλάτας. Η λακτόζη εμπεριέχεται σαν έκδοχο και σε πολλά φάρμακα όπως αντισυλληπτικά και αντιόξινα, αλλά προκαλεί συμπτώματα μόνο στα άτομα εκείνα με σοβαρή δυσα­νεξία στη λακτόζη.

Η παροχή της αναγκαίας ημερήσιας ποσότητας ασβεστίου στους ασθενείς με δυσανεξία στη λακτόζη είναι πρωταρχικής σημασίας καθώς τα γαλακτοκομικά προϊόντα που αποτελούν την κύρια διαιτητική πηγή ασβεστίου περιορίζονται. Εναλλακτικές πηγές ασβεστίου αποτελούν τα λαχανικά (μπρόκολο, σπανάκι, μπάμιες, ρεβίθια), ορισμένα θαλασσινά που περιέχουν μαλακά κόκαλα που μπορούν να φαγωθούν (σολομός, σαρδέλα, γαρίδες), ξηροί καρποί (αμύγδαλα, καρύδια) και το μαλακό τυρί σόγιας (Tofu). Επειδή όμως οι τροφές που είναι πλούσιες σε ασβέ­στιο αλλά δεν περιέχουν γάλα δεν είναι αρεστές στα περισσότερα παι­διά δεν θα πρέπει να παραβλέπεται η πιθανότητα χορήγησης συμπλη­ρωμάτων ασβεστίου. Μελέτες έχουν δείξει ότι παιδιά με δυσανεξία στη λακτόζη που υποβάλλονταν σε δίαιτα χαμηλή σε λακτόζη και ασβέστιο παρουσίασαν ελάττωση της οστικής πυκνότητας συγκρινόμενα με τα παιδιά εκείνα που ελάμβαναν κανονική δίαιτα. Οι ημερήσιες ανάγκες ασβεστίου συνίστανται σε 800 mg στοιχειακού ασβεστίου για παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ετών και 1200 mg γι’ αυτά που είναι μεγαλύτερα των 10 ετών.

Η χορήγηση ενζυμικών υποκατάστατων της λακτάσης βοηθά πολλούς ασθενείς με δυσανεξία στη λακτόζη να ανεχθούν καλύτερα τα γαλα­κτοκομικά προϊόντα. Τα υποκατάστατα αυτά αποτελούν βήτα-γαλακτο­σιδάσες προερχόμενες από βακτήρια ή μύκητες. ‘Έχει δειχθεί ότι μειώ­νουν τα συμπτώματα αλλά δεν υδρολύουν πλήρως τη λακτόζη και η απάντη­ση του κάθε ασθενούς ποικίλλει. Τα υποκατάστατα της λακτάσης θα πρέπει να λαμβάνονται αμέσως πριν τη λήψη λακτόζης. Η δόση κυμαί­νεται σε 2 με 3 χάπια, ανάλογα με την ποσότητα της προσλαμβανό­μενης λακτόζης. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα να δοθούν τα υποκατά­στατα της λακτάσης σαν σταγόνες μέσα στο γάλα. Η προσθήκη 5 στα­γόνων του ενζύμου Lactaid  σε 1 λίτρο γάλακτος, το οποίο θα πρέπει να φυλάσσεται στο ψυγείο για 24 ώρες πριν τη λήψη, ελατ­τώνει τη λακτόζη κατά 70%, ενώ η προσθήκη 10 σταγόνων είναι ικανή να πέψει ουσιαστικά όλη τη λακτόζη.

http://www.eligast.gr/

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.