Ο Ερμής γεννήθηκε στη Ζήρεια

Facebooktwitterpinterest

Στου Πουλιού τον Όχτο

Ο Ερμής με το κηρύκειο στο δεξί του χέρι πετά καβάλα στο φτερωτά του άλογο. Έφιππο άγαλμα του γάλλου γλύπτη Αντ. Κουαζεβάξ (1640 – 1720) που βρίσκεται στις Βερσαλλίες

Η Νύμφη Μαία ήταν τόσο ντροπαλή που δεν πήγαινε ποτέ στον Ολυμπο, στη συγκέντρωση των θεών. Κατοικούσε μόνη της στην πυκνόφυλλη Ζήρεια μέσα σ’ ένα σπήλαιο. Του Δία, που ως γνωστόν ήταν μεγάλος γυναικάς, η ντροπαλοσύνη και η σεμνότητα της Νύμφης Μαίας με τις ρόδινες παρειές του τριβέλιζαν συνέχεια το νου και δεν τον άφηναν να κλείσει μάτι. Ετσι, μια θεοσκότεινη νύχτα που δεν είχε βγει η σελήνη και που η γυναίκα του η Ήρα κοιμόταν βαθιά, σηκώθηκε απ’ τη συζυγική κλίνη και νυχοπατώντας σαν τον κλέφτη, με τα σανδάλια του στο χέρι, βγήκε έξω απ’ το θεϊκό παλάτι. Κάτω η πλάση ησύχαζε. Χαμογέλασε πονηρά και χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, σαν τον άνεμο γοργός, πέταξε στη Ζήρεια, στο σπήλαιο της Νύμφης Μαίας. Εκείνη τυλιγμένη στο σκοτάδι της νύχτας, ξέχασε τη ντροπαλοσύνη της, δέχτηκε στη σπηλιά της τον πατέρα των θεών και πλάγιασε μαζί του.

Κανείς δεν τον έμαθε αυτόν τον έρωτα. Ούτε θεός ούτε άνθρωπος. Ουδέν όμως κρυπτόν υπό τον ήλιο. Οταν από κείνη τη θεοσκότεινη νύχτα, γέμισε δέκα φορές η σελήνη, η Μαία γέννησε έναν γιο παμπόνηρο, έναν πανούργο, κόλακα, ένα γλειφτρόνι, κλέφτη μεγάλο, κυνηγό βοδιών κι ονειροπαρμένο. Τον Ερμή. Πρωί – πρωί τον γέννησε κι ώσπου να ‘ρθει το βράδυ, είχε κάνει η χάρη του του κόσμου τις πανουργίες. Πρώτα-πρώτα μόλις πετάχτηκε έξω από το σώμα της μάνας του κι ώσπου εκείνη να συνέλθει λίγο απ’ την ταλαιπωρί α της γέννας, εκείνος πέταξε τις φασκιές που τον είχε τυλιγμένο και μπουσουλώντας βιαστικά, βγήκε έξω από την πέτρινη πόρτα της σπηλιάς. Στάθηκε μόνο μια στιγμή, σήκωσε το κεφάλι του κι έφερε τα μάτια γύρω. Ομορφος πολύ ήταν ο κόσμος. Μπουσούλισε ακόμα δύο βήματα πιο πέρα και τότε ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με μια μεγάλη χελώνα που έβοσκε εκεί γύρω. Κοιτάχτηκαν λίγο στα μάτια αμίλητοι. Τον Ερμή τον έπιασαν τα γέλια.

«Καλώς τηνε – καλώς τηνε την χορεύτρια!» την καλωσόρισε. «Από που έρχεται η αφεντιά σου, ομορφούλα μου;» Την κοίταξε προσεκτικότερα και πριν πάρει απάντηση: «Και τι έξυπνη που είσαι!» είπε. «Κουβαλάς και το σπίτι σου μαζί σου! Μ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν δεν έχεις ανάγκη να γυρίζεις πίσω στη σπηλιά σου. Είσαι ολότελα αδέσμευτη. Οπου νύχτα σου κι όπου μέρα σου, που λένε»!

Η χελώνα τον κοίταξε με επιφυλακτικότητα. Δεν της άρεσαν καθόλου τα μούτρα του. Και τα μάτια του, σαν πολύ πονηρά της φάνηκαν. Αφησε που ήταν και πολυλογάς.

— Σε παίρνω στο σπίτι να με υπηρετείς, είπε ο Ερμής, και πριν εκείνη προφτάσει να το σκεφτεί, άπλωσε τα χέρια, την έπιασε και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Η χελώνα απ’ την τρομάρα της, έκλεισε τα μάπα και πέθανε. Ο Ερμής όσο γρήγορα μιλούσε, άλλο τόσο γρήγορα κι εργαζόταν. Ανοιξε ένα λάκκο λίγο πιο πέρα και την έθαψε κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο των δέντρων. Το όστρακο της το κράτησε. Ηταν μεγάλο και βαθύ και του άρεσε πολύ. θα έφτιαχνε μ’ αυτό ένα παιχνίδι να παίζει. Κρατώντας το στα χέρια, κάθισε κάτω από ‘να δέντρο και το περιεργαζόταν με προσοχή. Κάποια στιγμή καθώς ο αέρας πέρασε από μέσα του, το όστρακο της χελώνας σφύριξε μελωδικά! Ο νους του Ερμή πήρε γρήγορα στροφές. Τέντωσε κατα μήκος του μερικές χορδές κι έφερε πάνω τους χαϊδευτικά τα γοργά, επιδέξια δάχτυλά του. Στ’ αυτιά του έφτασε ένας ολόγλυκος σκοπός. Είχε ανακαλύψει τη λύρα! Μέχρι τότε οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο τον αυλό. Είχε έρθει το μεσημέρι. Μαγεμένος απ’ τους γλυκούς ήχους, μπήκε πάλι στη σπηλιά, πήδησε μέσα στην κούνια τ ου και άρχισε να παίζει αμέριμνος και να τραγουδάει διάφορα ερωτικά τραγούδια.

Κάποτε βαρέθηκε. Άφησε τη λύρα μέσα στην κούνια του και πετάχτηκε πάλι έξω.
Κόντευε να βραδιάσει. Ο ήλιος κατέβαινε προς τα Αροάνια όρη. Είχε πεινάσει κι ήθελε να φάει κρέας. Το γάλα της μάνας του ήταν πολύ ελαφρύ για το δικό του στομάχι. Δίνει μια και φτάνει στα Πιέρια. Εδώ σε τούτο το βαθίσκιο βουνό είχαν τους στάβλους τους οι θεοί κι εδώ έβοσκαν ευτυχισμένα τα βόδια τους. Το παχύ χορτάρι ήταν ολόδροσο. Ο Ερμής δεν έχασε καθόλου χρόνο. Απόκοψε πενήντα αγελάδες απ’ το κοπάδι, ήταν του Απόλλωνα, τις πήρε σαλαγώντας μ’ ένα ραβδί κι έφυγε γοργά. Κανείς δεν τον είδε. Μόνο ένας γέρος που θειάφιζε το αμπέλι του τον είδε κάτω εκεί στη Βοιωτία κοντά στην Ογχηστό. Ο Ερμής φοβήθηκε πως θα τον μαρτυρήσει.

— Γέρο, τον φοβέρισε, έχεις καλό αμπέλι και κάνεις πολύ κρασί, αλλά κοίτα κακομοίρη μου μην πεις σε κανέναν πως με είδες να περνώ από δω με τις αγελάδες, γιατί θα βρεις το μπελά σου.

— Οχι, όχι, είπε ο γέρος φοβισμένος. Δεν θα πω τίποτα σε κανέναν. Σου ορκίζομαι!

Οταν ξημέρωσε ο θεός την άλλη μέρα, ο Ερμής με τις αγελάδες του Απόλλωνα είχε φτάσει στον Αλφειό. Τις άφησε να βόσκουν στο παχύ χορτάρι κι αυτός γρήγορα-γρήγορα μάζεψε ξύλα, έφτιαξε ένα φυτίλι από δάφνη, ο ήλιος έκαιγε δυνατά και το φυτίλι με τη θερμότητα έβγαζε φλόγα. Κανείς μέχρι τώρα δεν είχε ανάψει φωτιά. Ο Ερμής έριξε κάτω δύο αγελάδες, τις σκότωσε, ύστερα τις έγδαρε μάνι-μάνι, έκοψε δώδεκα ωραία κομμάτια κρέας, τα πέρασε σε μια ξύλινη σούβλα που έφτιαξε εκείνη την ώρα, πιάναν τα χέρια του, και τά ‘ψησε. Η τσίκνα, για την οποία τρελαίνονταν κι ευχαριστιούνταν οι θεοί, έφτασε στον ουρανό. Αργότερα έσβησε προσεκτικά τη φωτιά και σκόρπισε τη στάχτη. Δεν έπρεπε ν’ αφήσει σημάδια στο πέρασμά του και τον βρει ο Απόλλωνας που σίγουρα θα ‘ψαχνε για τις αγελάδες του. Κι ώσπου να γίνουν ολ’ αυτά τον βρήκε το άλλο πρωί. Τότε θυμήθηκε τη μάνα του. Θα τον γύρευε ανήσυχη. Εκλεισε τις αγελάδες του γρήγορα-γρήγορα σε μια σπηλιά κι αυτός πέταξε στη Ζήρεια. Δεν είχε συναντήσει κανέναν στο δρόμο του. Ούτε θεό, ούτεάνθρωπο. Μόνο ένα πουλί. Νυχοπατώντας τρύπωσε στη σπηλιά, πήδηξε μέσα στην κούνια του, τυλίχτηκε στα σπάργανά του, πήρε τη λύρα στα χέρια του κι άρχισε να παίζει και να διασκεδάζει αμέριμνος τάχα σαν καλό παιδάκι. Η μητέρα του όμως που ήταν θεά, τα είχε όλα καταλάβει. Θυμωμένη άφησε το πανί που ύφαινε στον αργαλειό της και σηκώθηκε:

— Ρε παμπόνηρε, του είπε, ρε αδιάντροπε, ρε παλιο-κλέφτη! Βρε άμα σε πιάσει ο Απόλλωνας θα σου τα βγάλει τ’ αυτιά! Θα σε πάρει και θα σε πάει αλυσοδεμένο στον πατέρα σου!.

— Γιατί μανούλα, κλαψούρισε εκείνος, μου λες τέτοια κακά λόγια κι είμαι μικρό παιδάκι και τρομάζω! Δεν ξέρεις ότι δεν πρέπει να τα μαλώνουν καθόλου οι γονείς τα παιδιά τους γιατί μπορεί να τους δημιουργήσουν κανένα ψυχικό τραύμα; Η μάνα του, να τον ακούσει, έφριξε:

— Μανούλα, είπε σοβαρά τώρα ο Ερμής που κατάλαβε ότι δε μπορούσε να την ξεγελάσει, εγώ ό,τι κάνω, το κάνω για να περνάμε καλά εμείς οι δύο και για να εξασφαλίσουμε το μέλλον μας για πάντα. Κάνε λίγο υπομονή και θα δεις. Και μη με θωρείς μικρόν. Εγώ, να είσαι σίγουρη, είμαι τετραπέρατος. Ούτε θέλω να ζούμε σε τούτη την σπηλιά σα να είμαστε τυχαίοι. Εμάς μας αξίζει να ζούμε στον Όλυμπο, μαζί με τους άλλους θεούς. Μέσα στα καλά, αιώνια…

Κι ενώ μάνα και γιός συζητούσαν, ο Απόλλωνας που είχε φάει τον κόσμο να βρει τις αγελάδες του, έφτασε και στην Ογχηστό της Βοιωτίας. Εδώ συνάντησε έναν γέρο που θειάφιζε τ’ αμπέλι του.

— Παππούλη, του φώναξε, μήπως είδες κανέναν να περνάει μ’ ένα κοπάδι ωραίες, παχειές αγελάδες με στριφτά κέρατα και δεμένη κόμπο ουρά; Μου τις έκλεψαν από χθες το βράδυ και μ’ άφησαν μόνον τον ταύρο και τα σκυλιά!

— Είδα ένα παλιόπαιδο που πέρασε βιαστικά χθες το κοντόβραδο μ’ ένα κοπάδι βόδια και μ’ ένα ραβδί στο χέρι. Δεν ξέρω ποιο ήταν, αλλά μου φάνηκε παμπόνηρο γιατί, για να μπερδεύει τ’ αχνάρια φαίνεται, τις πήγαινε πισωπατώντας και στα δικά του πόδια είχε δέσει κι από μια τζούφα σκοίνα. Ο Απόλλωνας προς στιγμήν φάνηκε πολύ μπερδεμένος. Ενα πουλί όμως π ου πέρασε του εξήγησε όλα τα παράξενα. Θυμωμένος έδωσε μια κι έφτασε στην παχύφυλλη Ζή-ρεια.

Ο αέρας εδώ ήταν ολοκάθαρος σαν κρύσταλλο. Ο Απόλλωνας κοίταξε ένα γύρω μα δεν είδε τίποτα. Μόνο πολλά κοπάδια πρόβατα βόσκαν στο βουνό. Χωρίς καθυστέρηση μπήκε μέσα στη σπηλιά της Μαίας. Αναγνώρισε αμέσως την πανέμορφη Νύμφη του βουνού, με τα ολόξανθα μαλλιά που χύνονταν ποταμός στις πλάτες της. Ο γιος της σαν τον είδε τυλίχτηκε αμέσως στα σπάργανά του, γύρισε στο αποκεί πλευρό κι έκανε τον νυσταγμένο! Κλείναν τα μάτια του. Ο Απόλλωνας κοίταξε ερευνητικά ένα γύρω. Με το μαγικό κλειδί του άνοιξε και τα τρία κλειδωμένα δωμάτια, ήταν γεμάτα καλούδια. Νέκταρ και αμβροσία και χρυσάφι και ασήμι και φουσκωτά τόπια πανέμορφα άσπρα και κόκκινα και θαλασσιά υφάσματα… Γύρισε κατά το παιδί στην κούνια:

— Εσύ, παλιόπαιδο του είπε, που μου κάνεις τον ψόφιο κοριό, πέσμου αμέσως τώρα που έχεις τις αγελάδες μου, γιατί αλλιώς θα σε αρπάξω απ’ την αρίδα, σα γιατί, και θα σε πετάξω στον Τάρταρο! Δε θα ξαναδείς ηλίου πρόσωπο!.

— Τι είναι αυτά που λες, Απόλλωνα, κλαψούρισε ο Ερμής. Ποιες αγελάδες ζητάς; Εγώ ο καημένος δεν ξέρω τίποτα. Εγώ χθες το πρωί γεννήθηκα. Τι θες να ξέρει ένα φασκιωμένο μωρό!. Εγώ πέρα από το να βυζαίνω με το συμπάθειο, και να κοιμάμαι, δεν ξέρω τίποτ’ άλλο. Σου ορκίζομαι στη ζωή του πατέρα! Αν δεν με πιστεύεις κοίτα και τις πατούσες μου να δεις πόσο τρυφερές είναι. Αλήθεια δε μου λες, τι χρώμα είχαν οι αγελάδες σου;

Ο Απόλλωνας έφριξε με την πονηριά του.

— Εσύ αδερφέ μου, είπε, είσαι μεγάλος απατεώνας. Μιλάς σα φτασμένος λωποδύτης. Εσύ δε θ’ αφήσεις τίποτα πάνω δω στη Ζήρεια!. Εμπρός, είπε γεμάτος οργή, σήκω πάνω! Θα πάμε τώρα αμέσως στον πατέρα! Θα σε κανονίσω εγώ!. Ετσι είπε κι άρπαξε τον Ερμή από το χέρι. Ο Ερμής φοβισμένος πήδησε επάνω. Οι φασκιές του λυθήκαν. Προσπαθούσε να τις συγκρατήσει με το άλλο χέρι. Τρύπωσε όπως-όπως και τη λύρα στον κόρφο του.

— Τι τραβάω ο κακομοίρης, κλαψούριζε. Τι τραβάω. Που να χαθούν όλες οι αγελάδες του κόσμου! Εγώ που είμαι πιο αθώος κι από ένα περιστέρι!

Στον Όλυμπο ο Δίας, να τους δει, δαγκώθηκε. Ηταν και η Ήρα μπροστά. Προς στιγμήν έκανε πως δεν το γνώριζε τούτο το μωρό: Ποιο είναι αυτό το συμπαθητικό αγοράκι, Απόλλωνα, ρώτησε αγαθά. Και γιατί το ‘φερες στη συγκέντρωση των θεών; Δεν είναι σωστό!

Έλα, πατέρα, είπε ο Απόλλωνας, άφησε τώρα τ’ αστεία! Μην κάνεις το παπί. Εσύ ξέρεις πιο καλά απ’ τον καθένα ποιό είναι αυτό το παιδάκι. Ενα μόνο δεν ξέρεις εσύ: Πως αυτό το παιδάκι είναι ο μεγαλύτερος κλέφτης της οικουμένης!.

— Πατέρα, πετάχτηκε ο Ερμής, ήρθε στο σπίτι και με φοβέρισε για να του πω που είναι οι αγελάδες του. Λέει ότι του τις έκλεψα εγώ! Τ’ ακούς; Δεν έχει όμως μάρτυρες, ούτε άλλες αποδείξεις, ούτε τίποτα. Με απείλησε κιόλας πως θα με ρίξει στον Τάρταρο να με φάει, αν δεν του πω που είναι! Με τραβούσε από το χέρι. Κι από τα μαλλιά με τράβηξε! Μου έβγαλε και τις φασκιές. Σου ορκίζομαι στην πόρτα του παλατιού! Είναι σωστά πράγματα, πατέρα αυτά για ένα παιδάκι; Θα μου δημιουργήσει κανένα ψυχικό τραύμα!

Ο Δίας έσκασε στα γέλια. Διάολος σωστός ήταν ο Ερμής.

«Δε θέλω τσακωμούς! βροντοφώναξε μετά. Τ’ αδέρφια πρέπει να είναι αγαπημένα! Πάει και τελείωσε! Υστερα διέταξε τον Ερμή να συνοδεύσει τον Απόλλωνα εκεί που είχε κρύψει τις αγελάδες. Τα δυο αδέρφια πέταξαν στην Πύλο. Στον Αλφειό ποταμό κι ο Ερμής έβγαλε τις αγελάδες από τη σπηλιά που τις είχε κρυμμένες. Το περιστατικό είχε λήξει. Τα δυο αδέρφια ήταν και πάλι αγαπημένα. Ο Ερμής μάλιστα κάθισε κοντά στον Απόλλωνα, έβγαλε τη λύρα από τον κόρφο του κι άρχισε να παίζει ένα ολόγλυκο σκοπό.

Ηταν καταμεσήμερο. Το χλωρό χορτάρι, λουσμένο απ’ τον ήλιο, μοσκομύριζε. Ο Απόλλωνας χάρηκε πολύ. Ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος αυτός, η μελωδία διαπέρασε την τρυφερή καρδιά του. Αυτός αγαπούσε με πάθος τη μουσική. Ηταν ο σύντροφος και προστάτης των Μουσών. Θαύμασε κιόλας τον Ερμή που είχε εφεύρει τη λύρα. Κατάλαβε κιόλας πως η λύρα άξιζε περισσότερο απ’ τις αγελάδες του.

— Από τη λύρα σου, αδερφέ μου, είπε, γεννιέται μεγάλη ευχαρίστηση στην ψυχή μου, έρωτας και νοσταλγία. Νοιώθω να ανεβαίνω στον ουρανό. Νοιώθω πως αγαπάω όλα τα πλάσματα της δημιουργίας.

Ο Ερμής είδε την αληθινή συγκίνηση του αδερφού του. Τι καλός που ήταν ο Απόλλωνας. Ο πιο καλός απ’ όλα του τ’ αδέρφια. Κάθονταν δίπλα δίπλα στο δροσερό χορτάρι:

— Απόλλωνα, είπε, σου τη χαρίζω τη λύρα μου, αφού σου δίνει τόση χαρά!. Του την έβαλε μέσα στα χέρια. Ο Απόλλωνας συγκινήθηκε. Τα ολογάλανα θεϊκά μάτια του δάκρυσαν. Πήρε στα χέρια του τρυφερά τούτο το μουσικό όργανο. Το κάθισε πάνω στα γόνατά του. Το χάιδεψε πάλι και πάλι.

— Ας είναι ευλογημένος ο δημιουργός του κόσμου, είπε. Κι ας είναι μακάρια η χελώνα που αναπαύεται κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο των δέντρων. Ήθελε κι αυτός όμως να κάνει ένα δώρο στον Ερμή.

— Κι εγώ σου δίνω την αγκλίτσα μου, είπε. Και την ποιμενική μου ιδιότητα. Του χάρισε ακόμα ένα χρυσό ραβδί στολισμένο με τρία χρυσά φύλλα, που έφερνε πλούτο. Του έδωσε και τη μαντική δύναμη, την εξουσία στα ζώα, καθώς και το αξίωμα του ψυχοπομπού. Τόση εμπιστοσύνη έδειξε ο Απόλλωνας στον Ερμή. Ο Ζευς του χάρισε την επικοινωνία με τους νεκρούς και το αξίωμα του αγγελιοφόρου των θεών. Κι ο Ερμής όμως με τη σειρά του έκανε πολλά καλά στους ανθρώπους.

Αυτόν τον θεό, τον εφευρέτη, τον τετραπέρατο κι ονειροπαρμένο, τον τιμούσαν ξεχωριστά οι Φενεάτες. Είχαν χτίσει ναούς προς τιμήν του, του είχαν στήσει αγάλματα, έκαναν γυμνικούς αγώνες, τα ΕΡΜΑΙΑ και προσπαθούσαν να του μοιάσουν.

Ντίνα Βλάχου

http://www.korinthorama.gr

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.