Παιδί και δυσλεξία

Facebooktwitterpinterest

Η δυσλεξία είναι η ατελής δυνατότητα εκμάθησης της ορθής ανάγνωσης, της γραφής και της ορθογραφίας. Δηλαδή, οι άνθρωποι που πάσχουν από δυσλεξία είναι σε θέση να διαβάζουν και να γράφουν σωστά, αλλά παρουσιάζονται δυσκολίες σε αυτές τις διαδικασίες.

Η δυσλεξία δεν έχει σχέση με το βαθμό ευφυΐας του ατόμου, όμως συνήθως τα δυσλεκτικά παιδιά δεν πιστεύουν καθόλου πως είναι έξυπνα. Σημαντικό είναι να μη συγχέουμε το δυσλεκτικό παιδί με το παιδί με ειδικές ανάγκες που παρουσιάζει κάποια στοιχεία δυσλεξίας , αφού στην τελευταία περίπτωση πιθανόν να υπάρχει κάποια νοητική καθυστέρηση, εγκεφαλική βλάβη ή συναισθηματική διαταραχή, αλλά τα παιδιά αυτά δεν χαρακτηρίζονται ως δυσλεκτικά, μια και η δυσλεξία σαν διαταραχή αφορά σε νοήμονα άτομα με λογική σκέψη.

Η δυσλεξία φαίνεται να σχετίζεται με το 10-15% των παιδιών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ενώ παρουσιάζει μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης στα αγόρια, με αναλογία 4:1 έναντι των κοριτσιών.

Πώς μπορούμε όμως να καταλάβουμε αν ένα παιδί είναι δυσλεκτικό ή όχι? Τα παιδιά με δυσλεξία κάνουν λάθη στην ανάγνωση και τη γραφή τα οποία είναι ανάρμοστα για την ηλικία τους , ενώ τα παιδιά που δεν πάσχουν κάνουν μεν παρόμοια λάθη συνήθως αλλά γίνονται σε μικρότερη ηλικία, ώστε να θεωρούνται φυσιολογικά.

Τα κυριότερα συμπτώματα της δυσλεξίας διακρίνονται ευκολότερα στον προφορικό λόγο, αφού το παιδί δυσκολεύεται να χρησιμοποιήσει σύνθετες λέξεις, παραλείπει συλλαβές και πιθανόν να μιλάει κομπιαστά. Επίσης, μπορεί να συγχέει τις κατευθύνσεις του δεξιού και του αριστερού, του Βορρά και του Νότου. Τα παιδιά με δυσλεξία αντιμετωπίζουν δυσκολίες στα φιλολογικά μαθήματα και κυρίως στο γραπτό κομμάτι των μαθημάτων. Επειδή είναι ιδιαίτερα δημιουργικά άτομα, παρουσιάζουν υψηλές επιδόσεις στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και στις δραστηριότητες κατασκευής, ενώ υπάρχει χάσμα ανάμεσα στις ανώτερες πνευματικές τους ικανότητες και στις φτωχές σχολικές τους επιδόσεις. Επιπλέον, προβλήματα παρουσιάζονται στην απομνημόνευση και την εκτέλεση ακολουθιών προφορικών εντολών, όπως για παράδειγμα στην προσπάθεια παράθεσης των μηνών με τη σωστή τους σειρά. Συχνά συγχέονται λέξεις που μοιάζουν ακουστικά ή οπτικά. Στη δυσλεξία επίσης μπορούμε να διακρίνουμε αντιστροφή των γραμμάτων και την αντικατάσταση των λέξεων με άλλες συνώνυμες, ενώ στην ανάγνωση αγνοούνται τα σημεία στίξης.

Τα πιθανά αίτια της δυσλεξίας είναι μάλλον γενετικά. Έρευνες καταδεικνύουν την κυριαρχία του 15ου χρωμοσώματος με αποτέλεσμα μια σχετική «βλάβη» στη συνήθη ασυμμετρία των δύο εγκεφαλικών ημισφαιρίων κυρίως στο κέντρο που ελέγχει τη γλώσσα. Υπάρχουν κάποιες υπόνοιες που ενοχοποιούν τα αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Το αποτέλεσμα πάντως είναι μια καθυστέρηση στη γλωσσική εξέλιξη του παιδιού και μια δυσκολία στη σύνθεση αλλά και την ανάλυση των συλλαβών.

Κοινός παρονομαστής στη διαταραχή είναι οι δυσκολίες που παρουσιάζονται στα δυσλεκτικά παιδιά σε σχέση με τη βραχυπρόθεσμη μνήμη. Η βραχυπρόθεσμη μνήμη σχετίζεται με την ικανότητά μας να θυμόμαστε γεγονότα ή πράγματα φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Για παράδειγμα αν κάποιος μας δώσει τον αριθμό του τηλεφώνου του και ο αριθμός αυτός απαρτίζεται από νούμερα που δεν έχουν εμφανή συσχέτιση μεταξύ τους, προσπαθώντας να τα συγκρατήσουμε στη μνήμη μας κάνουμε χρήση της βραχυπρόθεσμης μνήμης. Θα πρέπει να επαναλάβουμε τον αριθμό αυτό πολλές φορές και σε τακτά χρονικά διαστήματα προκειμένου ν’αποτελέσει κομμάτι της μακροπρόθεσμης μνήμης μας.

Φαίνεται λοιπόν, ότι τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν προβλήματα στο να μάθουν σειρές ασύνδετων στοιχείων, όπως για παράδειγμα την προπαίδεια. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι τελικά δεν θα τη μάθουν. Απλά, θα το καταφέρουν με μεγαλύτερη δυσκολία και πιθανόν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τους συμμαθητές τους. Γι’αυτό και αισθάνονται μειονεκτικά έναντι των συνομηλίκων τους και έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Με την σχετική αδυναμία που παρουσιάζεται στην βραχυπρόθεσμη μνήμη μπορεί να συνδεθεί και το γεγονός ότι ενώ το παιδί με δυσλεξία διαπρέπει στις εξωσχολικές δραστηριότητες, ταυτόχρονα μοιάζει να χαρακτηρίζεται από ατομική ακαταστασία αφού μπορεί να ξεχνά ή να χάνει τα ατομικά του είδη.
Η δυσλεξία μπορεί να διαγνωστεί επίσημα στο τέλος της Β’ τάξης του Δημοτικού, οπότε και ολοκληρώνεται κανονικά ο μηχανισμός της ανάγνωσης και της γραφής στο παιδί. Οι Ιατροπαιδαγωγικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα για τη διάγνωση της κατάστασης. Αφού διαγνωστεί, καλό θα είναι να μη μεσολαβήσει καθυστέρηση στην αντιμετώπισή της, προκειμένου τα αποτελέσματα της θεραπείας να είναι σύντομα ορατά αλλά και τα καλύτερα δυνατά. Άλλωστε, αν δεν αντιμετωπιστεί το πρόβλημα εγκαίρως στην παιδική ηλικία, καθίσταται δυσκολότερη η αντιμετώπισή του στην εφηβεία.

Στις περιπτώσεις που η δυσλεξία είναι ελαφριάς μορφής, με ειδικές ασκήσεις και την κατάλληλη θεραπευτική διαδικασία γενικότερα, μπορεί να υπάρξει πλήρης αποκατάσταση των εγκεφαλικών λειτουργιών, όταν όμως η περίπτωση είναι σοβαρότερη, είναι πιο δύσκολο να επιτευχθεί εξάλειψη όλων των συμπτωμάτων. Παρόλα αυτά, προτεραιότητα έχει η διατήρηση της ηρεμίας και η επιστράτευση υπομονής από μέρους των γονέων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εν όλω κατάσταση. Οι γονείς θα πρέπει ν’αντιληφθούν ότι δεν είναι εκείνοι οι υπαίτιοι για τη δυσλειτουργία του παιδιού τους , αλλά ούτε και το ίδιο το παιδί, και αυτό θα πρέπει να το διευκρινίσουν σε εκείνο. Τα δυσλεκτικά παιδιά γεύονται συχνά την αποτυχία στο σχολείο και συνεπώς την απόρριψη τόσο των γονέων όσο και των δασκάλων τους, με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν την προσπάθεια για μάθηση και να οδηγούνται σε περισσότερες μαθησιακές δυσκολίες. Η ακαμψία εκ μέρους του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς και η δυσκολία κατανόησης άρα και αντιμετώπισής του προβλήματος από γονείς, δασκάλους, καθηγητές αλλά ακόμα και από τα ίδια τα παιδιά, εντείνει την υπάρχουσα αρνητική κατάσταση και συσσωρεύει ψυχολογικά προβλήματα. Οι επιθέσεις σε βάρος του παιδιού ερεθίζουν τις επιθετικές και αγχώδεις αποκρίσεις από την πλευρά του, οι οποίες με τη σειρά τους στέκονται αφορμή για πυροδότηση νέων αποτυχιών στις σχολικές επιδόσεις. Η απόρριψη που μπορεί να αισθανθούν τα παιδιά έχει πολύ επιβλαβέστερες επιπτώσεις στη συμπεριφορά και την ψυχοσύνθεσή τους από την ίδια τη διαταραχή.


ΠΗΓΕΣ:

Κράτα το

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.