Λεϊσμανίαση

Facebooktwitterpinterest

Η λεϊσμανίαση είναι παρασιτική νόσος (ή καλύτερα ομάδα νοσημάτων) που οφείλεται σε ενδοκυτταρικά πρωτόζωα του γένους Leishmania(οικογένεια Trypanosomatidae).

Είναι ασθένεια των θηλαστικών. Η ανθρώπινη λοίμωξη προκαλείται από τουλάχιστον 20 είδη Λεϊσμάνιας, που κατατάσσονται i) στο υπογένος Leishmania, που περιλαμβάνει το σύμπλεγμα L.donovani complex με δύο είδη (L.donovani και L.infantum-γνωστή και ωςL.chagasi), το σύμπλεγμα L.mexicana complex με τρία κύρια είδη (L.mexicana, L.amazonensis και L.venezuelensis) και τις L.tropica, L.major,L.aethiopica και ii) το υπογένος Viannia (ή L.(V.)braziliensis species complex), με τέσσερα κύρια είδη (L.(V.)braziliensis, L.(V.)guyanensis, L.(V.)panamensis, και  L.(V.)peruviana).1,2

 

Μετάδοση – Κύκλος παρασίτου

Η μετάδοση της λεϊσμανίασης γίνεται, συνήθως, με το νύγμα μολυσμένων θηλυκών φλεβοτόμων (σκνιπών), των γενών Phlebotomus (σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική) και Lutzomyia (σε Αμερική). Ανάλογα με το είδος του παρασίτου και τη γεωγραφική περιοχή, η μετάδοση του παρασίτου στη φύση μπορεί να είναι:

  • ζωονοτική, όπου τα βασικά υποδόχα-δεξαμενές (reservoir) είναι ζώα (ο κύκλος μετάδοσης του παρασίτου στη φύση διατηρείται μεταξύ φλεβοτόμων και ζώων, συνήθως σκύλων ή τρωκτικών, και ο άνθρωπος είναι τυχαίος ξενιστής) ή
  • ανθρωπονοτική, όπου τα βασικά υποδόχα είναι άνθρωποι (οι φλεβοτόμοι μεταδίδουν τα παράσιτα μεταξύ ανθρώπων).

Η ανθρωπονοτική μετάδοση είναι χαρακτηριστική των ειδών L.tropica και L.donovani, ενώ η L.Infantum, όπως και η L.major, έχουν κυρίως ζωονοτική μετάδοση.

Το θηλυκό μολυσμένο έντομο μεταδίδει τα μολυσματικά στάδια του παρασίτου (προμαστιγωτά), κατά τη διάρκεια απομύζησης αίματος, στο θηλαστικό ξενιστή, όπου τα προμαστιγωτά φαγοκυττώνονται από μακροφάγα και μετατρέπονται σε αμαστιγωτά, που πολλαπλασιάζονται σε διάφορους ιστούς. Η σκνίπα προσλαμβάνει τα αμαστιγωτά, όταν απομυζεί αίμα από ένα μολυσμένο άνθρωπο ή ζώο και μολύνεται. Εντός 4-25 ημερών, τα αμαστιγωτά μετατρέπονται σε προμαστιγωτά στο έντερο της σκνίπας και μετακινούνται στην προβοσκίδα, από όπου ενίονται στο επόμενο θηλαστικό (άνθρωπο ή ζώο) και ο κύκλος μετάδοσης ολοκληρώνεται.

Περίπου 70 είδη ζώων έχουν βρεθεί να είναι υποδόχα των παρασίτων Leishmania. Τα ζώα-υποδόχα του παρασίτου περιλαμβάνουν τρωκτικά (L.major, L.amazonensis, L.mexicana, L.braziliensis), μαρσιποφόρα (L.amazonensis, L.mexicana, L.braziliensis), αρμαδίλους, βραδύποδες και πιθήκους (L.braziliensis) και σαρκοφάγα, κυρίως σκύλους και άγρια κυνοειδή (L.infantum).

Λιγότερο συχνοί τρόποι μετάδοσης περιλαμβάνουν μετάγγιση μολυσμένου αίματος, συγγενή λοίμωξη και παρεντερική μετάδοση. Ιδίως ηL.infantum έχει βρεθεί ότι μπορεί να μεταδοθεί από τη μητέρα στο παιδί (σε ανθρώπους, σπανίως και σε σκύλους) και μέσω χρήσης κοινών συριγγών (π.χ. σε χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών).1-4

Ο διαβιβαστής

Υπάρχουν περίπου 1.000 γνωστά είδη φλεβοτόμων, αλλά <50 μεταδίδουν τη λεϊσμανίαση. Συγκεκριμένα είδη παρασίτου μεταδίδονται από συγκεκριμένα είδη φλεβοτόμων.

Οι σκνίπες ανευρίσκονται σε τροπικές και εύκρατες περιοχές του κόσμου. Σε αντίθεση με τα κουνούπια δεν εναποθέτουν τα αβγά τους σε στάσιμα νερά, αλλά σε σκιερές εστίες πλούσιες σε οργανική ύλη και υγρασία, όπως π.χ. σωρούς φύλλων και κοπριάς, φλοιούς και κουφάλες δέντρων, φωλιές τρωκτικών, φράκτες, ερειπωμένα κτίσματα, πετρόχτιστους τοίχους και μάντρες, τοιχώματα πηγαδιών, καταλύματα ζώων, οικιακά απορρίμματα. Παρουσιάζουν μεγαλύτερη δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του απογεύματος και της νύχτας, ωστόσο τσιμπάνε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, εάν ενοχληθούν. Στην αναζήτησή τους για αίμα, μπορεί να καλύψουν απόσταση αρκετών εκατοντάδων μέτρων γύρω από το ενδιαίτημά τους.

Οι άνθρωποι μπορεί να μην αντιληφθούν ότι υπάρχουν σκνίπες στο χώρο, επειδή δεν κάνουν θόρυβο, είναι μικρές (μόνο 1/3 του μεγέθους των κουνουπιών) και τα τσιμπήματά τους μπορεί να περάσουν απαρατήρητα.1-3

 

Kλινική εικόνα

Υπάρχουν διάφορες νοσολογικές οντότητες της ανθρώπινης λεϊσμανίασης, οι οποίες σχετίζονται με διαφορετικά παράσιτα, διαβιβαστές, υποδόχα και διαφορετική γεωγραφική κατανομή. Η μορφή της νόσου καθορίζεται βασικά από το είδος του παρασίτου, αν και η ανοσολογική κατάσταση του ξενιστή, σε συνδυασμό με το γενετικό υπόστρωμα, μπορούν επίσης να επηρεάσουν τις κλινικές εκδηλώσεις. Οι πιο συχνές μορφές είναι η δερματική, η βλεννογονο-δερματική και η σπλαχνική, που προκύπτουν από λοίμωξη των μακροφάγων του δέρματος, του στοματοφαρυγγικού βλεννογόνου και ολόκληρου του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος αντίστοιχα.

Γενικά, η ανθρώπινη λεϊσμανίαση μπορεί να εκδηλωθεί με μεμονωμένες ή πολλαπλές βλάβες του δέρματος. Οι ξενιστές αναπτύσσουν επίκτητη ανοσία μέσω κυτταρικής και χυμικής απόκρισης, αλλά η λοίμωξη μπορεί να εξαπλωθεί μέσω του λεμφαγγειακού συστήματος και να οδηγήσει στη δημιουργία περισσότερων βλαβών στο δέρμα (δερματική, διάχυτη δερματική λεϊσμανίαση), στους βλεννογόνους (βλεννογονο-δερματική λεϊσμανίαση) και στην προσβολή του σπλήνα, του ήπατος και του μυελού των οστών (σπλαχνική λεϊσμανίαση).3Εφόρου ζωής ή μακρόχρονη ανοσία μπορεί να αναπτυχθεί συνήθως έναντι του συγκεκριμένου είδους παρασίτου (ομόλογη κυτταρική ανοσία) και σπάνια έναντι άλλων ειδών.

Σπλαχνική λεϊσμανίαση

Η ΣΛ προσβάλλει εσωτερικά όργανα (ιδίως το σπλήνα, το ήπαρ και το μυελό των οστών). Οι περισσότερες λοιμώξεις είναι ασυμπτωματικές, αν και μερικά άτομα αναπτύσσουν τελικά κλινική νόσο, έτη έως δεκαετίες μετά την έκθεση, ιδίως εάν εμφανίσουν ανοσοκαταστολή (π.χ. HIV λοίμωξη, μεταμόσχευση οργάνου, κακή διατροφή). Η περίοδος επώασης είναι συνήθως 2-6 μήνες (εύρος: 10 ημέρες έως έτη).

Η έναρξη μπορεί να είναι οξεία, υποξεία ή χρόνια. Οι συνήθεις εκδηλώσεις της ΣΛ περιλαμβάνουν: πυρετό (ακανόνιστα κύματα), ρίγος, νυκτερινές εφιδρώσεις, σημαντική απώλεια βάρους (καχεξία), ανορεξία, σπληνομεγαλία (με ή χωρίς ηπατομεγαλία),  πανκυτταροπενία λόγω καταστολής του μυελού των οστών (αναιμία, λευκοπενία, θρομβοπενία), υπο-αλβουμιναιμία, πολυκλωνική υπεργαμμασφαιριναιμία. Μπορεί να αναπτυχθεί λεμφαδενοπάθεια. Υπέρχρωση δέρματος προσώπου, άκρων, κοιλίας παρουσιάζεται σπανίως στην Ινδία, εξού και ο όρος «kalaazar», που σημαίνει μαύρος πυρετός στη γλώσσα Hindi και συχνά χρησιμοποιείται για σοβαρές περιπτώσεις ΣΛ, αν και οι όροι kalaazar και σπλαχνική λεϊσμανίαση χρησιμοποιούνται μερικές φορές αδιακρίτως. Οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάζουν, επίσης, δερματική ή βλεννογονική βλάβη. Σημεία κακής διατροφής (οίδημα, αλλοιώσεις δέρματος και τριχών) παρουσιάζονται με την εξέλιξη της νόσου. Επίσης, υπάρχουν αναφορές κρουσμάτων με ανάπτυξη αιμοφαγοκυτταρικού συνδρόμου. Ασθενείς που έχουν συν-λοίμωξη με HIV μπορεί να έχουν άτυπες εκδηλώσεις, όπως συμμετοχή γαστρεντερικής οδού, αναπνευστικού συστήματος και άλλων συστημάτων.

Αν δεν αντιμετωπιστούν, οι σοβαρές περιπτώσεις ΣΛ, συνήθως, είναι θανατηφόρες (75-95% θνητότητα που φτάνει έως το 100% στις αναπτυσσόμενες χώρες, εντός 2ετίας), είτε απευθείας από την ασθένεια ή έμμεσα από επιπλοκές (δευτερογενείς βακτηριακές λοιμώξεις ή αιμορραγίες). Αυτόματη ίαση είναι σπάνια, αν και υπάρχουν λίγες αναφορές για ήπια, αυτό-περιοριζόμενα περιστατικά.5,6

Τα παράσιτα Leishmania (ως ενδοκυττάρια) έχει φανεί ότι μπορεί να παραμένουν σε ιστούς (αίμα, δέρμα, λεμφαδένες) ασυμπτωματικών ή κλινικά ιαθέντων ασθενών για δεκαετίες μετά την πρωτολοίμωξη και προκαλούν αναζωπύρωση της λοίμωξης επί ανοσοκαταστολής.7

Μερικοί ασθενείς αναπτύσσουν -ως επιπλοκή της ΣΛ- ένα σύνδρομο δερματικής λεϊσμανίασης (post kala-azar dermal leishmaniasis), που χαρακτηρίζεται από δερματικές βλάβες, πρωτίστως και κυρίως στο πρόσωπο, που αναπτύσσονται συνήθως 6 μήνες έως >1 έτη μετά τη φαινομενική ίαση της ΣΛ (ή και νωρίτερα). Η μορφή αυτή περιγράφεται κυρίως σε περιπτώσεις λοίμωξης από L.donovani και παρατηρείται συνήθως στην ανατολική Αφρική (έως στο 50% των ασθενών με ΣΛ) και στη νότια Ασία – Ινδική χερσόνησο (στο 5-10% των ασθενών). Άτομα με αυτήν την επιπλοκή θεωρούνται δυνητική δεξαμενή μετάδοσης της ΣΛ.1-3,8,9

 

Συν-λοίμωξη HIV/Leishmania

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η συν-λοίμωξη HIV/Leishmania (ιδίως L.infantum) έχει αναγνωρισθεί ως αναδυόμενο πρόβλημα και έχει αναφερθεί από 35 ενδημικές χώρες παγκοσμίως, κυρίως στη νοτιο-δυτική Ευρώπη. Όταν ασυμπτωματικά άτομα με L.infantumλοίμωξη μολύνονται με HIV, αναπτύσσουν σοβαρή μορφή ΣΛ, δύσκολα αντιμετωπίσιμη, υποτροπιάζουσα, με υψηλή θνητότητα και υψηλή μολυσματικότητα. Ασυνήθεις τρόποι ανθρωπονοτικής μετάδοσης (π.χ. μέσω χρήσης κοινών συρίγγων) αναφέρονται χαρακτηριστικά από αυτούς τους ασθενείς. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο αριθμός νέων κρουσμάτων συν-λοίμωξης μειώθηκε στην Ευρώπη, κυρίως λόγω της πρόσβασης σε υψηλής δραστικότητας αντιρετροϊκή θεραπεία.1,8

Δερματική λεϊσμανίαση

Η δερματική λεϊσμανίαση (ΔΛ) θεωρείται λιγότερο σοβαρή μορφή της νόσου. Προκαλεί κυρίως δερματικά έλκη, που συνήθως αναπτύσσονται στα εκτεθειμένα μέρη του σώματος (πρόσωπο και άκρα) από 1 εβδομάδα έως μήνες μετά την έκθεση, ενώ περιστασιακά μπορεί να εμφανισθούν μετά από χρόνια (π.χ. σε περίπτωση τραύματος ή ανοσοκαταστολής) και μπορεί να επιμείνουν για μήνες ή και χρόνια μερικές φορές.

Οι βλάβες, συνήθως, εξελίσσονται από βλατίδες σε οζώδεις πλάκες και σε ελκωτικές βλάβες, με επηρμένα άκρα και κεντρικό κρατήρα, με εφελκίδες (Εικόνα 1). Συχνά οι βλάβες είναι πολλαπλές, με συνοδό περιφερική λεμφαδενοπάθεια (ενίοτε προηγείται των δερματικών βλαβών) ή οζώδη λεμφαγγειίτιδα. Οι βλάβες συνήθως -αλλά όχι πάντα- είναι ανώδυνες. Η επούλωση (που πραγματοποιείται συνήθως σε μερικούς μήνες) οδηγεί σε ατροφική ουλή.

Εικόνα 1. Βλάβη δερματικής λεϊσμανίασης (Πηγή: WHO)

kirios_thema_eik_1

Η δερματική μορφή είναι, συνήθως, εντοπισμένη και πολύ πιο σπάνια διάσπαρτη ή διάχυτη. Η διάχυτη μορφή (από L.aethiopica L.Mexicana, L.amazonensis) χαρακτηρίζεται από εκτεταμένες, χρόνιες δερματικές βλάβες, που μοιάζουν με της λεπρωματώδους λέπρας, αντιμετωπίζονται δύσκολα και μπορεί να επιπλακούν με θανατηφόρες δευτεροπαθείς λοιμώξεις).2,3,8,9

Βλεννογονο-δερματική λεϊσμανίαση

Συνήθως προκύπτει ως επακόλουθο της δερματικής μορφής που συναντάται στη Λατινική Αμερική και προέρχεται από τη διασπορά των παρασίτων από το δέρμα στο στοματοφαρυγγικό βλεννογόνο. Συνήθως εμφανίζεται κλινικά μέσα σε αρκετά έτη (έως δεκαετίες) μετά τις αρχικές -ανεπαρκώς θεραπευθείσες- δερματικές βλάβες. Ωστόσο, βλεννογονικές και δερματικές βλάβες μπορεί να παρουσιασθούν ταυτόχρονα, ενώ μερικοί ασθενείς έχουν υποκλινικές δερματικές λοιμώξεις. Οι αρχικές κλινικές εκδηλώσεις της νόσου είναι συνήθως επίμονα, ασυνήθη ρινικά συμπτώματα (ευαισθησία ή αιμορραγία), παρόλο που μερικές φορές εμφανίζονται πρώτα τα στοματικά ή φαρυγγικά συμπτώματα. Αν δε θεραπευθεί, η νόσος εξελίσσεται, με ελκωτική καταστροφή του ρινο-στοματοφαρυγγικού βλεννογόνου και γειτονικών ιστών (π.χ. διάτρηση ρινικού διαφράγματος). Μπορεί να συμβούν θανατηφόρες δευτεροπαθείς λοιμώξεις, ακόμη και εάν χορηγηθεί αγωγή.2, 3, 8, 9

 

Εργαστηριακή διάγνωση σπλαχνικής λεϊσμανίασης

Η εργαστηριακή διάγνωση της ΣΛ είναι σημαντική κυρίως για δύο λόγους. Πρωτίστως, γιατί ο ΠΟΥ αναφέρει ότι μόνο το 5-20% του συνολικού αριθμού των περιστατικών ΣΛ είναι συμπτωματικά, με την πλειονότητα των μολυσμένων ατόμων να χαρακτηρίζονται ως ασυμπτωματικοί. Δευτερευόντως, διότι η κλινική εκδήλωση της νόσου έχει κοινά χαρακτηριστικά με άλλα κακοήθη (π.χ. οξεία βλαστική λευχαιμία σε παιδιά) ή λοιμώδη (π.χ. μαλάρια, φυματίωση, τύφο) νοσήματα, τα οποία μπορεί να συνυπάρχουν με τη ΣΛ, όπως τυπικές συ-λοιμώξεις στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει τους κλινικούς ιατρούς να λαμβάνουν υπόψη την πιθανότητα ταξιδιού ακόμη και πριν από μεγάλο χρονικό διάστημα, όταν αντιμετωπίζουν εμπύρετο νόσημα με ύποπτα κλινικά συμπτώματα, όπως σπληνομεγαλία και πανκυτταροπενία, την πιο εξέχουσα αιματολογική διαταραχή της ΣΛ. Επιπλέον, η ΣΛ είναι μια θανατηφόρος νόσος και έχει αναδειχθεί σαν μια ευκαιριακή επιπλοκή στα HIV μολυσμένα άτομα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για τους  ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς οι ορολογικές εξετάσεις δεν έχουν διαγνωστική αξία.10 Λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν τεχνικοί περιορισμοί σε κάθε διαγνωστική μέθοδο, η εργαστηριακή διάγνωση της ΣΛ θα πρέπει να ικανοποιεί τρία βασικά κριτήρια πέραν της οριστικής επιβεβαίωσης της λοίμωξης με το παράσιτο: (α) να είναι δυνατή η διάκριση μεταξύ ενεργού λοίμωξης και παλαιάς λοίμωξης υγιών ατόμων, (β) να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας και (γ) να διακρίνει μεταξύ υποτροπών της νόσου και νέας λοίμωξης των HIV ασθενών. Σήμερα οι εργαστηριακές μέθοδοι που εφαρμόζονται στη διάγνωση των λεϊσμανιάσεων διακρίνονται στις παρασιτολογικές, στις ορολογικές και στις μοριακές, με την ευαισθησία και την ειδικότητά τους να εξαρτάται και από την ενδημική περιοχή της μελέτης (Πίνακας 1).

H ταυτοποίηση των παρασίτων Leishmania σε δείγματα ιστών με μικροσκόπιο είναι η πλέον ασφαλής μέθοδος διάγνωσης λόγω της υψηλής ειδικότητας, όμως παρουσιάζει χαμηλή ευαισθησία.11 Η οπτικοποίηση των αμαστιγωτών μορφών, δηλαδή ανίχνευση στρόγγυλων ή ωοειδών σωματιδίων μήκους 2-3μm στα μακροφάγα και στα μονοκύτταρα μετά από χρώση των βιολογικών δειγμάτων, με Giemsa ή Leishman (π.χ. βιοψίες σπληνός, μυελού των οστών, λεμφαδένων, ήπατος και επιχρίσματα περιφερικού αίματος) ή μέσω in vitroκαλλιεργειών ύποπτων βιολογικών δειγμάτων ώστε να οδηγήσουν στην απομόνωση του παρασίτου. Αυτές όμως είναι επεμβατικές μέθοδοι και απαιτούν εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό.

Οι ορολογικές μέθοδοι βασίζονται στον προσδιορισμό ειδικών αντι-λεϊσμανιακών αντισωμάτων στο αίμα, τα οποία έχουν αδιαφιλονίκητη διαγνωστική αξία, ειδικά για τα ανοσοϊκανά άτομα. Άλλες διαγνωστικές μέθοδοι βασίζονται στην ανίχνευση των παρασιτικών αντιγόνων σε διάφορα βιολογικά δείγματα ή στην ειδική για τη Leishmania κυτταρικά διαμεσολαβούμενη ανοσία.12 Οι πιο κοινές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή πράξη για τον προσδιορισμό αντι-λεϊσμανιακών αντισωμάτων είναι η τεχνική του έμμεσου ανοσοφθορισμού (immunofluorescence antibody test, IFAT), η χρήση rK-39 ανοσοχρωματικών ταινιών νιτροκυτταρίνης (rK-39 immunochromatographic nitrocellulose strip test, rK-39 ICT), η δοκιμή της άμεσης συγκόλλησης (direct agglutination test, DAT), η ανοσοαποτύπωση (immunoblot, BLOT), καθώς και η μέθοδος της ενζυμικής ανοσοπροσρόφησης (enzyme linked immunosorbent assay, ELISA).13

Τα τελευταία 30 χρόνια αναπτύχθηκαν διάφορες μοριακές τεχνικές, οι οποίες στοχεύουν ειδικώς τα νουκλεϊνικά οξέα του παρασίτου (DNA του πυρήνα και DNA του κινητοπλάστη), όπως η κλασσική αντίδραση της πολυμεράσης (conventional polymerase chain reaction, PCR), η ένθετη αντίδραση της πολυμεράσης (nested PCR) και η πραγματικού χρόνου αντίδραση της πολυμεράσης (real-time PCR). Οι μοριακές τεχνικές μπορούν να εκτελεστούν με ταχύτητα, είναι εξαιρετικά ευαίσθητες και ειδικές συγκρινόμενες με τις κοινές διαγνωστικές μεθόδους και είναι εξαιρετικά χρήσιμες για τους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, εφόσον είναι σε θέση να ανιχνεύουν έως και 0,1-100 παράσιτα. Μια πρόσφατη μελέτη μετα-ανάλυσης αξιολόγησε την υπεροχή της δυναμικής της μοριακής διάγνωσης για τη ΣΛ σε σύγκριση με τις κοινές ορολογικές μεθόδους σε ασθενείς με HIV και ΣΛ.13 Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης έδειξαν την υψηλή ευαισθησία των μοριακών διαγνωστικών μεθόδων, οι οποίες αποτελούν ένα σημαντικό διαγνωστικό εργαλείο για ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.

Οι τρέχουσες μεθοδολογίες, που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση και την παρακολούθηση της νόσου (αποτελεσματικότητα θεραπευτικών σχημάτων και πρόγνωση υποτροπών), έχουν σημαντική απόκλιση μεταξύ τους, όταν εφαρμόζονται σε διαφορετικές ενδημικές περιοχές των ειδών του παρασίτου σε όλες τις ηπείρους. Η εφαρμογή και η αξιολόγηση σχεδόν του συνόλου των μεθόδων απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό, καλά εξοπλισμένα εργαστήρια και ακριβά αναλώσιμα. Στην περιοχή της Ευρώπης, οι πιο κοινά χρησιμοποιούμενες τεχνικές είναι ορολογικές δοκιμές (IFAT, rK-39 ICT, ELISA, DAT, BLOT), παρασιτολογική ανίχνευση μέσω μικροσκοπίου και/ή PCR σε δείγμα περιφερικού αίματος ή σε βιοψία μυελού των οστών. Αξίζει να σημειωθεί ότι παράλληλα πραγματοποιείται συλλογή βιολογικών δειγμάτων για την τυποποίηση των ειδών του παρασίτου, καθώς σύμφωνα με τις οδηγίες του ΠΟΥ, τα Εργαστήρια Αναφοράς των Λεϊσμανιάσεων οφείλουν να διενεργούν μελέτες επιτήρησης και ελέγχου των λεϊσμανιάσεων σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές.

Πίνακας 1. Σύγκριση ευαισθησίας και ειδικότητας στις διάφορες μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση σπλαχνικής λεϊσμανίασης13

Μέθοδοι και δοκιμές, βιολογικά δείγματα

Ευαισθησία (%)

Ειδικότητα (%)

Μικροσκοπική εξέταση:10ΣπλήναςΜυελός των οστώνΛεμφαδένες

93-99

52-85

52-58

100

100

100

Προσδιορισμός αντισωμάτων:10,13,15IFATDATBLOTELISA with recombinant K39

Rapid strip test with rK39 (Iνδία)

Rapid strip test with rK39 (Σουδάν)

60-75

91-100

80-100

100

100a

67-71b

85-90

72-92

84-95

100

88-98 a

97-100 b

Προσδιορισμός αντιγόνου:14KATEX (Ινδία)

85-100

96-100

KATEX (Νότια Ευρώπη)Ανίχνευση παρασιτικού DNA με PCR:16Περιφερικό αίμαΜυελός των οστών

Δέρμα

69-100

96

90-95

94

92-100

98

96

98

 

Επιδημιολογία λεϊσμανίασης παγκοσμίως

Η λεϊσμανίαση είναι ενδημική σε >98 χώρες παγκοσμίως, σε τροπικές, υποτροπικές και εύκρατες περιοχές, σε χώρες της Μέσης Ανατολής, νοτιο-ανατολικής Ασίας, Ινδικής χερσονήσου, Αφρικής, νότιας και κεντρικής Αμερικής, καθώς και της νότιας Ευρώπης και Μεσογείου. Συναντάται σε όλες τις ηπείρους, εκτός από την Ωκεανία (Αυστραλία και Ειρηνικό Ωκεανό) και την Ανταρκτική. Συνήθως, είναι πιο συχνή σε αγροτικές παρά σε αστικές περιοχές, αλλά συναντάται και στις παρυφές ορισμένων πόλεων (περι-αστικό περιβάλλον).

Δεν είναι γνωστός με ακρίβεια ο συνολικός αριθμός των νέων κρουσμάτων της νόσου κάθε χρόνο, παγκοσμίως, καθώς η νόσος δεν επιτηρείται σε αρκετές ενδημικές χώρες. Εκτιμάται ότι 1,3 εκατομμύρια νέα κρούσματα λεϊσμανίασης (0,3 εκατ σπλαχνικής και 1,0 εκατ δερματικής) και 20.000-30.000 θάνατοι συμβαίνουν κάθε χρόνο και >350 εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται σε κίνδυνο. Επίσης, εκτιμάται ότι η επίπτωση της νόσου και οι ενδημικές περιοχές έχουν αυξηθεί τα τελευταία έτη.8

Έχει χαρακτηρισθεί από τον ΠΟΥ ως «παραμελημένη τροπική νόσος». Αν και εκτιμάται ότι προκαλεί το ένατο μεγαλύτερο φορτίο νόσου όλων των λοιμωδών νοσημάτων, η σημασία της στη δημόσια υγεία έχει υποεκτιμηθεί σε μεγάλο βαθμό παγκοσμίως, λόγω της πολύπλοκης επιδημιολογίας και οικολογίας της, της έλλειψης εύκολα εφαρμοζόμενων μέτρων αντιμετώπισης και της ανεπαρκούς επιδημιολογικής επιτήρησής της.

Η επιδημιολογία της λεϊσμανίασης είναι δυναμική και επηρεάζεται από πολλούς περιβαλλοντικούς και δημογραφικούς παράγοντες και παράγοντες ανθρώπινης συμπεριφοράς. Πλήττει τους φτωχότερους ανθρώπους στον πλανήτη και έχει τα χαρακτηριστικά μίας τυπικής νόσου που συνδέεται με τη φτώχεια (έλλειψη αναγνώρισης, πολιτικής προτεραιότητας, εθνικών στρατηγικών ελέγχου και επαρκούς επιτήρησης). Συνδέεται με τον υποσιτισμό και την ανεπάρκεια του ανοσοποιητικού συστήματος (αυξάνουν τον κίνδυνο μία λοίμωξη να εξελιχθεί σε νόσο), τις μετακινήσεις πληθυσμών, τις κακές συνθήκες στέγασης, καθώς και κλιματικές και περιβαλλοντικές αλλαγές που επηρεάζουν την κατανομή των διαβιβαστών και την έκθεση ξενιστών σε αυτούς (π.χ. αποψίλωση δασών, κατασκευή φραγμάτων και αρδευτικών συστημάτων, ανάπτυξη γεωργικών εκμεταλλεύσεων και οικισμών σε δασικές εκτάσεις, αστικοποίηση).1,2,4,17

Επιδημιολογία σπλαχνικής λεϊσμανίασης

Εκτιμάται ότι περίπου 200.000-400.000 νέα κρούσματα ΣΛ και >20.000 θάνατοι συμβαίνουν ετησίως. Πάνω από το 90% των νέων περιστατικών ΣΛ καταγράφονται σε έξι χώρες: Μπαγκλαντές, Βραζιλία, Αιθιοπία, Ινδία, νότιο Σουδάν και Σουδάν, όπου συνολικά 310 εκατομμύρια άτομα θεωρείται ότι βρίσκονται σε κίνδυνο μόλυνσης (Εικόνα 2). Σε ενδημικές περιοχές η νόσος τείνει να είναι σχετικά χρόνια και προσβάλλονται ιδίως τα παιδιά.

Η ΣΛ συνήθως οφείλεται στα είδη L.donovani και L.infantum (λίγα περιστατικά από L.tropica έχουν αναφερθεί). Στην Ινδική χερσόνησο (Ινδία, Μπαγκλαντές, Νεπάλ) και στην ανατολική Αφρική (Σουδάν, Αιθιοπία, Κένυα), όπου βρίσκονται οι περισσότερες εστίες θανατηφόρου ΣΛ, η νόσος οφείλεται στη L.donovani με ανθρωπονοτική μετάδοση. Στη Λατινική Αμερική η ζωονοτική βρεφική ΣΛ προκαλείται από τη L.infantum, όπως και η ζωονοτική ΣΛ που ενδημεί στη Μεσόγειο (νότια Ευρώπη, βόρεια Αφρική) και στη Μέση Ανατολή. Μέχρι πρόσφατα, σε αυτήν την περιοχή, η πιο προσβεβλημένη ηλικιακή ομάδα από L.infantum ήταν παιδιά ηλικίας 1-4 ετών. Ωστόσο, μετά την εξάπλωση της λοίμωξης HIV και την αύξηση των ανοσοκατασταλτικών θεραπειών, τα μισά περίπου κρούσματα αφορούν πλέον σε ενήλικες, ενώ η βρεφική ΣΛ αποτελεί πολύ μικρότερο πρόβλημα (από ό,τι ήταν έως τη δεκαετία του 1950), πιθανά λόγω βελτίωσης της διατροφής, των συνθηκών στέγασης και ελέγχου του διαβιβαστή.

Η ΣΛ μπορεί να προκαλέσει μεγάλες και παρατεταμένες επιδημίες, με υψηλή θνητότητα, συχνά σε περιοχές με δύσκολη πρόσβαση (ανατολική Αφρική, νότια Αμερική), που συνήθως ενεργοποιούνται από σύνθετες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, υποσιτισμό.1-4,8

Εικόνα 2. Γεωγραφική κατανομή σπλαχνικής λεϊσμανίασης, 2012 (Πηγή: WHO)

kirios_thema_2_ms

 

Επιδημιολογία δερματικής λεϊσμανίασης

Η ΔΛ είναι η πιο συχνή μορφή της νόσου. Ο εκτιμώμενος αριθμός των νέων κρουσμάτων ΔΛ ανέρχεται σε 0,7-1,2 εκατ κρούσματα παγκοσμίως κάθε έτος. Περίπου 95% των κρουσμάτων συμβαίνουν σε τρεις περιοχές: Λατινική Αμερική, Μεσόγειο και δυτική Ασία, από Μέση Ανατολή έως κεντρική Ασία. Οι δέκα χώρες με τον υψηλότερο αριθμό κρουσμάτων είναι: Αφγανιστάν, Αλγερία, Κολομβία, Βραζιλία, Ιράν, Συρία, Αιθιοπία, βόρειο Σουδάν, Κόστα Ρίκα και Περού, στις οποίες συνολικά καταγράφεται το 70-75% της παγκόσμιας επίπτωσης της νόσου (Εικόνα 3).

Σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική (ανατολικό ημισφαίριο), οι αιτιολογικοί παράγοντες της ΔΛ περιλαμβάνουν τις L.tropica, L.major καιL.aethiopica, καθώς και τις L.infantum και L.donovani. Τα κύρια είδη στη Λατινική Αμερική (δυτικό ημισφαίριο) ανήκουν είτε στο σύμπλεγμαL.mexicana species complex ή στο υπογένος Viannia.

Η ανθρωπονοτική ΔΛ (όπως από L.tropica) παρατηρείται κυρίως σε αστικές και περιαστικές περιοχές και χαρακτηρίζεται συνήθως από μεγάλες επιδημίες σε πυκνοκατοικημένες πόλεις, ιδιαίτερα σε εμπόλεμες περιοχές, στρατόπεδα προσφύγων και περιοχές με μετακινούμενους πληθυσμούς (π.χ. σε Αφγανιστάν, Συρία, Ιράν, Πακιστάν). Σε αγροτικές περιοχές στο ανατολικό ημισφαίριο, οι άνθρωποι κινδυνεύουν από τη ζωονοτική ΔΛ που οφείλεται στη L.major, ενώ στο δυτικό ημισφαίριο η νόσος συνήθως περιορίζεται σε αυτούς που ζουν ή εργάζονται σε δασώδεις περιοχές.1-3,8

 

Εικόνα 3. Γεωγραφική κατανομή δερματικής λεϊσμανίασης, 2012 (Πηγή: WHO)

kirios_thema_3_ms

Επιδημιολογία βλεννογονο-δερματικής λεϊσμανίασης

Η βλεννογονο-δερματική είναι λιγότερο συχνή μορφή λεϊσμανίασης. Σχεδόν το 90% των περιπτώσεων βλεννογονο-δερματικής λεϊσμανίασης εμφανίζεται στη Βολιβία, Βραζιλία και Περού. Προκαλείται από είδη του υπογένους Viannia (ιδίως L.[V.]braziliensis αλλά καιL.[V.]panamensis και μερικές φορές L.[V.]guyanensis). Μπορεί, επίσης, να προκληθεί από την L.amazonensis.1,2,8

http://www2.keelpno.gr/

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.