Η δυναμική σχέση ιατρού – ασθενούς

Facebooktwitterpinterest

          Στο όχι και πολύ πρόσφατο παρελθόν οι σχέσεις ιατρού και ασθενούς βασιζόταν στο επονομαζόμενο ιατροκεντρικό μοντέλο επικοινωνίας. Η αυθεντία του ιατρού, οι πολύχρονες σπουδές του, οι ηλικιακές και ενδεχόμενα κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές δημιουργούσαν – και ακόμη ίσως δημιουργούν- εμπόδια στην αποτελεσματική επικοινωνία των δύο πλευρών και έφερναν την/τον ασθενή σε μειονεκτική θέση.

Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχουν απορίες μετά από τη συνάντηση με το θεράποντα, οι ασθενείς να ντρέπονται ή να φοβούνται να ρωτήσουν κάτι σχετικό με την ασθένειά τους, να μην αισθάνονται πλήρως ικανοποιημένοι μετά από τις συναντήσεις με τους ιατρούς τους και γενικά να μην πείθονται εύκολα να αλλάξουν συνήθειες ζωής και συμπεριφορές που ενδεχόμενα είχαν επιβαρυντική για της υγείας τους επίδραση. Οι συνήθεια να εστιάζονται οι συναντήσεις ιατρών με τους ασθενείς τους στην ατζέντα του θεράποντος και να αγνοείται ή να περιορίζεται αυτή του ασθενούς δεν ήταν απόλυτα γενικευμένη και ορισμένοι παλαιοί γενικοί ιατροί, παιδίατροι, παθολόγοι και ψυχίατροι είχαν από νωρίς αντιληφθεί την ανάγκη αλλαγής του προτύπου αυτού και είχαν τροποποιήσει τον τρόπο αντιμετώπισης των ασθενών τους.

Η αμφισβήτηση του τρόπου προσέγγισης των ασθενών ξεκίνησε τόσο από τη γενικότερη αμφισβήτηση της έννοιας της “αυθεντίας”, ιδίως στη δεκαετία του ’70, αλλά και με μία σειρά κινημάτων, όπως η κριτική απέναντι στη γυναικολογία και στους γυναικολόγους από φεμινιστικές οργανώσεις. Το φαινόμενο της κριτικής απέναντι σε μια οργανωμένη ιατρική ή βιολογική γνώση και στους αντιπροσώπους αυτών στα πλαίσια μιας κοινωνίας δυτικού τύπου δεν είναι καινοφανές. Είναι γνωστό π.χ. ότι το κίνημα ενάντια στα εμβόλια ξεκίνησε λίγα χρόνια μετά από την εφαρμογή των προγραμμάτων εμβολιασμών – με τα εντυπωσιακά και ωφέλιμα αποτελέσματα τους.

          Η εξέλιξη της μοντέρνας ιατρικής, αλλά και των κλάδων της ψυχολογίας και της επικοινωνίας ανέδειξαν την ανάγκη το μοντέλο επικοινωνίας ιατρού – ασθενούς να μετατοπιστεί και να εστιαστεί περισσότερο στις ανάγκες του ασθενούς. Βέβαια υπάρχουν πολλοί ασθενείς οι οποίοι επιμένουν να παραχωρούν στην/στον ιατρό το δικαίωμα να αποφασίζει για αυτούς, όπως για παράδειγμα λέγοντας του: “γιατρέ, κάνε εσύ ό,τι νομίζεις καλύτερα”. Οι ασθενείς αυτοί στην πραγματικότητα αυτοπροσδιορίζονται ετεροκατευθυνόμενα.
Παρόλα αυτά η σύγχρονη συμβουλευτική εστιάζει πρωταρχικά στις ανάγκες των ασθενών, οι οποίοι πρέπει να είναι ικανοποιημένοι και να εκπαιδεύονται σχετικά με τις παθήσεις τους. Σε πολλά συστήματα υγείας το έργο της υγειονομικής εκπαίδευσης έχει παραχωρηθεί σε άλλους επαγγελματίες υγείας, οι οποίοι μαζί με τους θεράποντες αποτελούν μια ομάδα, η οποία οφείλει να συντονίζει τις ενέργειες της προκειμένου να αντιμετωπίσει ολοκληρωμένα την/τον ασθενή.

          Το στοιχείο του συντονισμού είναι συνυφασμένο με την επιτυχία στην τροποποίηση στις συνήθειες ζωής που έχουν πολλοί ασθενείς και οι οποίες δύσκολα αλλάζουν. Για παράδειγμα είναι δύσκολο να πειστεί ένας ηλικιωμένος να αλλάξει μια διατροφή πλούσια σε υδατάνθρακες και αλάτι, ακόμα κι όταν πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη και αρτηριακή υπέρταση. Αν όμως τελικά υιοθετήσει τις προτεινόμενες αλλαγές στη διατροφή και στη ζωή του, ίσως περιορίσει την ανάγκη φαρμακολογικής παρέμβασης, επομένως θα ελαττώσει τους κινδύνους, σε αυτόν και στο σύστημα υγείας, που απορρέουν από τις ανεπιθύμητες ενέργειες ή τις αλληλεπιδράσεις των φαρμάκων και θα βελτιώσει την ποιότητα ζωή του. Οι δυσκολίες που παρουσιάζονται στην πράξη για τις αλλαγές αυτές και η μη συμμόρφωση με τις οδηγίες δημιουργούν την αίσθηση και την έννοια της “αντίστασης” των ασθενών στις προτεινόμενες αλλαγές.
Ορισμένοι μάλιστα ασθενείς προκειμένου να υπεκφύγουν της ευθύνης αλλαγής των συνηθειών τους φέρνουν συνεχώς ως παραδείγματα άλλους ασθενείς (π.χ. συνηθισμένες ιστορίες χρονίων καπνιστών που απεβίωσαν σε βαθειά γεράματα) ή και ιατρούς που έχουν παρόμοιες με αυτούς συνήθειες ζωής και δεν τις έχουν τροποποιήσει.
Επιπλέον ορισμένοι ασθενείς αναζητούν τη φαρμακολογική αντιμετώπιση των συμπτωμάτων τους προκειμένου να μην αλλάξουν επικίνδυνες και χρόνιες στάσεις ζωής και στην προσπάθεια τους αυτή αναζητούν, συνειδητά ή ασυνείδητα, θεραπευτικές συμμαχίες με τους θεράποντες μέσω της συνταγογράφησης. Ωστόσο η επιτυχία στην αλλαγή της συμπεριφοράς υγείας είναι σημαντική, ωφέλιμη και οικονομικά αποδοτική.

          Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να υπάρχει μια σαφής στρατηγική στη συμβουλευτική παρέμβαση των ιατρών προς τους ασθενείς. Η στρατηγική αυτή θέτει το πλαίσιο όπου θα αναπτυχθεί αβίαστα η σχέση εμπιστοσύνης του θεράποντα με την/τον ασθενή και δομηθεί μια ατζέντα με κεντρικό άξονα τις ανάγκες της/του ασθενούς. Ορισμένες φορές στην πράξη αυτό είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Εξωτερικοί περιορισμοί επικοινωνίας, ο περιορισμένος χρόνος από τις δύο πλευρές, οι διαφορετικές προτεραιότητες, οι πολιτισμικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές διαφορές και οι εμμονές μπορούν να δημιουργήσουν ένα κλίμα ήπιας, ευγενικής κατά κάποιο τρόπο και απαλής “σύγκρουσης”, η οποία υπονομεύει σταθερά τις θεραπευτικές παρεμβάσεις και ελαττώνει το όφελος που μπορεί να αποκομίσει η/ο ασθενής.

          Ο τελευταίος είναι επιπλέον φορτισμένος με το άγχος της ασθένειας, με αποτέλεσμα οι ερωτήσεις που απευθύνει στον ιατρό να περιορίζονται και η επικοινωνία να συναντά εμπόδια. Η ενθάρρυνση του ασθενούς να μιλάει και να υποβάλλει ερωτήσεις μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή, τουλάχιστον εν μέρει. Η παροχή πληροφοριών από το θεράποντα για την αναγκαιότητα και το είδος των εργαστηριακών εξετάσεων μπορεί να αμβλύνει το άγχος του ασθενούς. Με παρόμοιο τρόπο η επεξήγηση των διαδικασιών των διαγνωστικών εξετάσεων ή των θεραπευτικών παρεμβάσεων ελαττώνει το άγχος και ενδεχόμενα το τελικό αποτέλεσμα.

          Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ασθενείς και οι επαγγελματίες υγείας διαφέρουν στον τρόπο με τον οποίο εκτιμούν τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων και τη φυσική πορεία ορισμένων νόσων. Επίσης συχνά παραβλέπονται παράγοντες που ενδεχόμενα ενισχύουν το άγχος των ασθενών πριν από την επίσκεψη, αλλά και την ικανοποίηση τους μετά από αυτή. Παραδείγματα αυτού του είδος αποτελεί ο χρόνος αναμονής, ο χώρος αναμονής, η απόδοση προσοχής και τα μη λεκτικά στοιχεία επικοινωνίας (όπως η βλεμματική ή σωματική επαφή, οι κινήσεις της κεφαλής κ.ά.).

          Η σχέση ιατρού – ασθενούς, αλλά και των ασθενών με τους επαγγελματίες υγείας γενικότερα είναι δυναμική. Μεταβάλλεται και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες και συναντάει δυσκολίες, που ορισμένες φορές δεν είναι εμφανείς και δημιουργούν προβλήματα και στις δύο πλευρές. Υπάρχουν πολλά στοιχεία τα οποία μπορεί να βελτιωθούν, τόσο από την πλευρά των επαγγελματιών υγείας όσο και από αυτή των καταναλωτών υπηρεσιών υγείας, ώστε οι τελευταίοι να αποκομίσουν το μέγιστο δυνατό όφελος. Το τελευταίο μπορεί να είναι απλά να αλλάξουν μια επιβαρυντική συμπεριφορά υγείας ή ακόμα και μια γενικότερη αλλαγή στη ζωή τους. Συχνά ασθενείς και θεραπευτές φαίνεται ότι δε μιλούν την ίδια γλώσσα, αλλά είναι σημαντικό και οι δύο πλευρές να επικοινωνούν μεταξύ τους, να γίνονται κατανοητές, διότι συνεισφέρουν στις συναντήσεις τους μια μοναδική γνώση και εμπειρία.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.