Διαταραχές του δεσμού ή της προσκόλλησης

Facebooktwitterpinterest

Ο όρος “δεσμός” (στα αγγλικά ο αντίστοιχος όρος είναι “attachment”) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον ψυχίατρο Bowlby το 1985 και αναφέρεται στο συναισθηματικό δέσιμο που αναπτύσσεται μεταξύ του βρέφους και ενός σημαντικού προσώπου που το φροντίζει (συνήθως της μητέρας, αλλά όχι απαραίτητα) κατά την διάρκεια του δεύτερου έτους της ζωής του.

Καθώς τα βρέφη μεγαλώνουν επιθυμούν όλο και περισσότερο να εξερευνήσουν τον κόσμο που τα περιβάλλει. Μετά το πρώτο έτος της ηλικίας τους έχουν αρχίσει να περπατάνε και η μνήμη τους είναι αρκετά καλή, ώστε να θυμούνται αρκετά πράγματα. Κινούνται πάνω κάτω, πιάνουν νέα αντικείμενα και ανακαλύπτουν τον κόσμο.
Όμως, ακόμη, δεν νιώθουν σίγουρα για τον εαυτό τους και έτσι επιστρέφουν σύντομα πίσω στην ασφάλεια του ανθρώπου που τα φροντίζει ή, πιο απλά, τον αναζητούν με το βλέμμα τους για να ηρεμήσουν.
Πριν από την ηλικία των 7-8 μηνών τα βρέφη ελάχιστα παρακολουθούσαν το γονέα και προσπαθούσαν να κρατήσουν επαφή μαζί του. Τώρα, νιώθουν θλίψη αν τον αποχωριστούν, είναι ευτυχισμένα όταν βρίσκονται κοντά του και ζητούν συνεχώς την επιβεβαίωσή του (πως θα είναι ασφαλή) πριν ξεκινήσουν μια νέα δραστηριότητα. Παράλληλα εμφανίζεται ένα νέο άγχος, το λεγόμενο άγχος προς τα ξένα πρόσωπα, όταν κάποιο μη οικείο πρόσωπο τα πλησιάζει.
Γιατί, όμως, είναι τόσο σημαντικός να αναπτυχθεί αυτός ο δεσμός; Και σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να υπάρξει διαταραχή αυτού του δεσμού;
Πρώτα από όλα θα πρέπει να γνωρίζετε ότι ο δεσμός αυτός έχει οικουμενικό χαρακτήρα, που σημαίνει πως συμβαίνει σε όλα τα παιδιά του κόσμου. Γιατί όμως; Αρχικά ο ψυχαναλυτής Erikson υποστήριξε πως ο άνθρωπος κατά την διάρκεια της ανάπτυξής του περνάει από διάφορα στάδια μέσα στα οποία βιώνει μια σύγκρουση. Μόλις την λύσει, αποκτά νέες δεξιότητες και προχωράει στο επόμενο στάδιο, στο οποίο έχει να αντιμετωπίσει νέες συγκρούσεις.
Στην διάρκεια του πρώτου σταδίου (από την γέννηση μέχρι το 1ο έτος) τα βρέφη πρέπει να αναπτύξουν μια ισορροπία ανάμεσα στην εμπιστοσύνη και στην δυσπιστία (“Μπορώ να εμπιστευτώ την μητέρα μου ότι θα έρθει όταν κλάψω;”, “Μπορεί να με φροντίσει, όταν την χρειάζομαι;”). Όταν τα βρέφη αποκτήσουν εμπιστοσύνη προς το βασικό πρόσωπο που τα φροντίζει, έχουν επιλύσει την σύγκρουση και προχωράνε στο επόμενο στάδιο (2ο έτος της ηλικίας τους), όπου η ανάγκη για ανεξαρτησία μεγαλώνει. Τώρα θα πρέπει να μπορούν να μένουν μόνα για λίγο διάστημα, ξέροντας πως ο γονέας θα επιστρέψει.
Αργότερα, ο Bowlby υποστήριξε μια διαφορετική προσέγγιση υποθέτοντας ότι τα βρέφη είναι σχετικά αβοήθητα και έχουν ανάγκη τον γονέα για να επιβιώσουν. Από την άλλη, θέλουν να εξερευνήσουν τον κόσμο το οποίο σημαίνει πως πρέπει να απομακρυνθούν από την μητέρα. Ο Bowlby υποστήριξε ότι θα πρέπει να υπάρχει κάποιος μηχανισμός που εξισορροπεί αυτές τις δυο ανάγκες του παιδιού: την ανάγκη για ασφάλεια και την ανάγκη για εξερεύνηση. Ονόμασε το μηχανισμό αυτό attachment. (Στα ελληνικά υπάρχει μια διαφωνία ως προς το πως θα πρέπει να αποδίδεται αυτός ο όρος. Η ακριβής του μετάφραση είναι “προσκόλληση” και στο διαγνωστικό εργαλείο DSM-IV γίνεται αναφορά σε “διαταραχές της προσκόλλησης”. Όμως στην ελληνική γλώσσα, ο όρος “προσκόλληση” έχει αρνητικές συμπαραδηλώσεις, για αυτό και είναι προτιμότερος ο όρος “δεσμός”)
Η ύπαρξη αυτής της έντονης συναισθηματικής σχέσης δεν υφίσταται μόνο στους ανθρώπους αλλά και στο ζωικό βασίλειο. Για δεοντολογικούς λόγους, οι ερευνητές περιόρισαν τις έρευνές τους μόνο στους πιο κοντινούς “συγγενείς” του ανθρώπου (τους πιθήκους) για να αποδείξουν την ύπαρξη δεσμού και στα ζώα.
Μικρά πιθηκάκια αποχωρίστηκαν από την μητέρα τους λίγο μετά την γέννησή τους και κλείστηκαν μόνα τους σε ένα κλουβί, όπου υπήρχαν 2 υποκατάστατα της μητέρας: μία πάνινη κούκλα και μία συρμάτινη. Τα δύο υποκατάστατα προσέφεραν ίση ποσότητα τροφής στα βρέφη, όπως και η αληθινή τους μητέρα. Στο μόνο που διέφεραν μεταξύ τους ήταν στην υφή. Όσο καιρό τα βρέφη έμειναν με τις υποκατάστατες μητέρες έδειξαν σαφή προτίμηση προς την πάνινη κούκλα.
Αυτή η προτίμηση δείχνει ότι η σωματική επαφή και παρηγοριά που προσφέρει είναι σημαντική για να σχηματίσει το βρέφος δεσμό με την μητέρα του, να νιώσει ασφάλεια και να μπορέσει να αναπτυχθεί φυσιολογικά. Βέβαια, στην πορεία φάνηκε ότι τα πιθηκάκια αυτά δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν με άλλους πιθήκους, γιατί γίνονταν επιθετικά. Αυτό δείχνει ότι η δημιουργία του δεσμού είναι μια σύνθετη διαδικασία που απαιτεί πέρα από την παροχή ασφάλειας και φροντίδας και την κοινωνική συναλλαγή του βρέφους με τον γονέα (δηλαδή μπορεί η πάνινη κούκλα να πρόσφερε ασφάλεια στο πιθηκάκι αλλά η ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων ήταν αποκλειστικά και μόνο ευθύνη του βρέφους).
Η επίτευξη, λοιπόν, μιας σταθερής σχέση μεταξύ του γονέα και του βρέφους βοηθάει στο να διατηρηθούν τα αισθήματα ασφάλειας στους όλο και πιο συχνούς και μεγαλύτερης διάρκειας αποχωρισμούς του γονέα. Κατά την διάρκεια αυτής της φάσης, όπως έγινε κατανοητό, τα βρέφη βιώνουν ανάμεικτα θετικά (χάδια και αγκαλιές του γονέα) και αρνητικά (άγχος του αποχωρισμού και άγχος προς τα ξένα πρόσωπα) συναισθήματα.
Οι πιθανότητες να εμφανιστεί κάποια διαταραχή του δεσμού αυξάνονται όταν αυξάνονται τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνει το βρέφος. Ποιες, όμως, είναι εκείνες οι αλληλεπιδράσεις που πρέπει να έχει ο γονέας με το παιδί του προκειμένου να αποτελέσουν την βάση για να αναπτυχθούν υγιείς κοινωνικές συναλλαγές;
Οι ειδικοί συμφωνούν ότι κανένα ζευγάρι βρέφους-γονέα δεν είναι ακριβώς το ίδιο και επομένως είναι δύσκολο να πούμε ποιος ακριβώς είναι ο “σωστός” δεσμός. Παρόλα αυτά, πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να εντοπίσουμε γενικές συμπεριφορές οι οποίες αποτελούν θετικές ενδείξεις μιας ομαλής ανάπτυξης για το βρέφος.
Η Mary Ainsworth και οι συνεργάτες της την δεκαετία του ’60 επινόησαν ένα πείραμα που ονομάστηκε “Συνθήκη με τον ξένο”. Πρόκειται για μια διαδικασία με την οποία η ερευνήτρια επιθυμούσε να μελετήσει των δεσμό των παιδιών με τις μητέρες τους με βάση τις αντιδράσεις των πρώτων προς ένα ξένο πρόσωπο, όταν η μητέρα τους είναι παρούσα, όταν λείπει και όταν επιστρέφει. Στην διαδικασία αυτή συμμετείχαν βρέφη από 12-18 μηνών και οι μητέρες τους. Αρχικά, μητέρα και βρέφος έμπαιναν σε ένα δωμάτιο με παιχνίδια και δινόταν λίγος χρόνος στο παιδί να εξερευνήσει το χώρο και να αρχίσει να ασχολείται με τα αντικείμενα. Μετά στο δωμάτιο έμπαινε μια ξένη, χαιρετούσε την μητέρα και καθόταν σε μια άκρη. Έπειτα από λίγο η μητέρα έφευγε από το δωμάτιο αφήνοντας μόνο το παιδί με το ξένο πρόσωπο. Ο ξένος ερχόταν σε επαφή με το βρέφος προσπαθώντας να το καθησυχάσει και μετά από λίγο η μητέρα επέστρεφε. Η διαδικασία αυτή επαναλήφθηκε εφτά φορές και διαρκούσε 3 λεπτά. Με βάση τις αντιδράσεις του βρέφους στην επιστροφή της μητέρας, η Ainsworth υποστήριξε ότι υπάρχουν 4 είδη δεσμού:

Ασφαλής δεσμός:
Όταν η μητέρα ήταν μέσα στο δωμάτιο, τα παιδιά έπαιζαν ευχάριστα και αντιδρούσαν θετικά στην εμφάνιση του ξένου. Όταν η μητέρα έφευγε, αναστατώνονταν και δεν παρηγορούνταν από τον άγνωστο. Όταν η μητέρα επέστρεφε, επιδίωκαν την αγκαλιά της, παρηγορούνταν από τα χάδια της και σύντομα επέστρεφαν στο παιχνίδι τους. Αυτά τα βρέφη συνήθως μεγαλώνουν σε οικογένειες όπου καλύπτουν τις ανάγκες τους και αντιδρούν γρήγορα και θετικά σε αυτές. Έχουν την τάση να εξερευνούν το περιβάλλον (με παρουσία του γονέα), αντιλαμβάνονται την απουσία του γονέα και τον επιζητούν. Το ποσοστό εμφάνισης αυτού του δεσμού είναι περίπου στο 55% των βρεφών.
Ανασφαλής δεσμός, τύπου αποφυγής: Όταν η μητέρα ήταν μέσα στο δωμάτιο, αδιαφορούσαν για αυτήν. Όταν η μητέρα έφευγε, κάποια έκλαιγαν και κάποια αδιαφορούσαν πάλι, ενώ δέχονταν εύκολα παρηγοριά από τον ξένο. Όταν η μητέρα επέστρεφε, την απέφευγαν εμφανώς. Αυτά τα βρέφη συνήθως έχουν μικρή τάση εξερεύνησης του περιβάλλοντος και δείχνουν έλλειψη ενδιαφέροντος προς τον γονέα. Δεν ανησυχούν όταν αυτός φεύγει από κοντά τους, αλλά ούτε και ηρεμούν όταν επιστρέφει. Το ποσοστό εμφάνισης αυτού του δεσμού είναι περίπου στο 20% των βρεφών.
Ανασφαλής δεσμός, τύπου αμφιθυμίας: Όταν η μητέρα ήταν μέσα στο δωμάτιο, έμεναν κοντά της και έμοιαζαν αγχωμένα. Όταν η μητέρα έφευγε, την αναζητούσαν έντονα. Όταν η μητέρα επέστρεφε, παρότι την αναζητούσαν δεν φαινόταν να παρηγορούνται. Επιθυμούσαν να βρεθούν στην αγκαλιά της και μόλις εκείνη τα σήκωνε πάλευαν να τα ξαναφήσει κάτω. Αυτά τα βρέφη συνήθως δείχνουν υπερβολικό ενδιαφέρον για τον γονέα τους. Η απομάκρυνσή συνοδεύεται από έντονο άγχος και ανησυχία, όμως, κατά την επανεμφάνισή του θυμώνουν μαζί του και αποφεύγουν κάθε επαφή. Και αυτά έχουν μειωμένες τάσεις εξερεύνησης του περιβάλλοντος. Το ποσοστό εμφάνισης αυτού του δεσμού είναι περίπου στο 10% των βρεφών.
Αποδιοργανωμένος ή αποπροσανατολισμένος τύπος: Τα βρέφη με αυτό το δεσμό αντέδρασαν με αντιφατικό τρόπο. Άλλες φορές πλησίαζαν την μητέρα τους και άλλες την απέφευγαν επίμονα. Τα βρέφη αυτά βιώνουν έντονη ανασφάλεια και αποτελούν την πιο επικίνδυνη ομάδα για την εμφάνιση μεταγενέστερων δυσκολιών. Το ποσοστό εμφάνισης αυτού του δεσμού είναι περίπου 15%

Το αμέσως επόμενο ερώτημα που απασχόλησε τους ερευνητές είναι για το ποιες είναι οι αιτίες που κρύβονται πίσω από την εμφάνιση των παραπάνω δεσμών. Ορισμένες έρευνες έδωσαν έμφαση στην συμπεριφορά του γονέα και στο κατά πόσο αυτός/ή εκφράζει θετικά συναισθήματα προς το παιδί του, ανταποκρίνεται άμεσα και με ευαισθησία προς τις ανάγκες του. Όσον αφορά το ίδιο το βρέφος, οι έρευνες υπήρξαν αντιφατικές.
Ορισμένες υποστήριξαν πως η ιδιοσυγκρασία του παίζει μεγάλο ρόλο (π.χ. ένα βρέφος που ασχολείται μόνο με τα παιχνίδια του και καθόλου με τον γονέα του δεν τον προδιαθέτει θετικά, ώστε να ανταποκρίνεται και εκείνος με την σειρά του). Άλλες θεωρούν πως δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ χαρακτήρος του βρέφους και ανάπτυξης του δεσμού.
Τέλος το πολιτισμικό περιβάλλον παίζει και αυτό ρόλο. Για παράδειγμα σε μια κοινότητα στο Ισραήλ την ανατροφή των παιδιών την αναλαμβάνει η ίδια η κοινότητα. Παρότι τα παιδιά έρχονται σε καθημερινή επαφή με τους γονείς τους, τα φροντίζουν άλλοι ενήλικες. Βρέθηκε, λοιπόν, πως τα βρέφη αυτά δείχνουν την ίδια αναστάτωση στην συνθήκη με τον ξένο είτε βρίσκονται με τους γονείς τους, είτε με τον ξένο.
Σύμφωνα με το DSM-IV, οι διαταραχές του δεσμού ονομάζονται “αντιδραστική διαταραχή της προσκόλλησης της βρεφονηπιακής ηλικίας”.
Η έναρξη των συμπτωμάτων πρέπει να έχει γίνει πριν το 5ο έτος της ηλικίας του παιδιού και στο περιβάλλον του παιδιού πρέπει να υπάρχουν ενδείξεις ελλειμματικής φροντίδας όπως:

συνεχής παράβλεψη των βασικών συναισθηματικών του αναγκών
συνεχής παράβλεψη των βασικών σωματικών του αναγκών και
επανειλημμένες αλλαγές του ατόμου που έχει την φροντίδα του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναπτυχθεί προσκόλληση.

Το είδος του δεσμού που θα αναπτύξει το βρέφος έχει άμεση επίπτωση στην μετέπειτα συναισθηματική και κοινωνική του ανάπτυξη. Τα βρέφη με οποιοδήποτε τύπο ανασφαλούς δεσμού θα μεγαλώσουν ως παιδιά που φοβούνται και θυμώνουν με τους ξένους, ενώ σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση διαφόρων μορφών ψυχοπαθολογίας.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.