ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ …ΥΠΕΡΤΑΣΗ

Facebooktwitterpinterest

Η αυξημένη αρτηριακή πίεση (αρτηριακή υπέρταση) αποτελεί στην εποχή μας την πιο συχνή αιτία για την οποία οι άνθρωποι, τουλάχιστον των αναπτυγμένων χωρών, επισκέπτονται το γιατρό τους. Υπολογίζεται ότι περισσότερο από το 25% των ενηλίκων έχει υπέρταση, με τους ειδικούς να παρατηρούν ότι αυτό το ποσοστό συνεχώς μεγαλώνει, ότι περίπου ένας στους τρεις από αυτούς δεν το γνωρίζει και από αυτούς που το γνωρίζουν λιγότεροι από τους μισούς προσπαθούν να την αντιμετωπίσουν. Τελικά σ’ όλο τον κόσμο μόνο το 20% περίπου των υπερτασικών ρυθμίζει την πίεσή του.
Είναι εμφανής λοιπόν ο κίνδυνος, καθότι όσο μεγαλύτερη είναι η αρτηριακή πίεση τόσο μεγαλύτερος και ο κίνδυνος εμφάνισης σοβαρών επιπλοκών, όπως η στεφανιαία νόσος, το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και η καρδιακή ανεπάρκεια, από μια πάθηση που είναι εύκολο να διαγνωστεί και εύκολα αντιμετωπίζεται.

Τι είναι η αρτηριακή πίεση?
Η αρτηριακή πίεση είναι απαραίτητη για τον οργανισμό, γιατί χωρίς αυτήν το αίμα δεν θα κυκλοφορούσε στο σώμα και δεν θα μεταφέρονταν στα διάφορα όργανα οξυγόνο και άλλες χρήσιμες ουσίες.

Όταν η καρδιά συστέλλεται, το αίμα προωθείται σπρώχνοντας τα τοιχώματα των αρτηριών και υποχρεώνοντάς τες να διασταλούν. Οι αρτηρίες, κυρίως οι μικρές, αντιστέκονται στη ροή του αίματος. Το μέτρο της καθαρής δύναμης, που στη συστολή της καρδιάς σπρώχνει τα τοιχώματα των αγγείων προς τα έξω, είναι γνωστό ως συστολική αρτηριακή πίεση. Μετά τη συστολή η καρδιά χαλαρώνει και τα τοιχώματα των αγγείων επανακάμπτουν. Μια μέτρηση εκείνη τη στιγμή αντιπροσωπεύει τη διαστολική αρτηριακή πίεση.
Τα αγγεία που είναι κοντά στην καρδιά έχουν διάμετρο όση περίπου και ο αντίχειρας, αλλά όσο απομακρύνονται στα διάφορα μέρη του σώματος διακλαδίζονται και γίνονται όλο και μικρότερα. Οι μικρότερες αρτηρίες λέγονται αρτηριόλια και υποδιαιρούνται σε ακόμη μικρότερα αγγεία, τα τριχοειδή. Το αίμα περνάει από τα τριχοειδή σε πολύ μικρές φλέβες, μετά σε μεγαλύτερες και τελικά επιστρέφει στην καρδιά. Η καρδιά μαζί με τις αρτηρίες και τις φλέβες αποτελούν το καρδιαγγειακό ή κυκλοφορικό σύστημα.

Τι ρυθμίζει την αρτηριακή πίεση?

Ένα πολύπλοκο σύστημα ελέγχει τη ροή του αίματος και ρυθμίζει την αρτηριακή πίεση. Αν ο οργανισμός δεν διέθετε τέτοιο σύστημα, το αίμα π.χ. θα λίμναζε στα πόδια μας όταν θα σηκωνόμασταν όρθιοι, η πίεσή μας θα έπεφτε και θα αισθανόμασταν πολύ αδύναμοι.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την αρτηριακή πίεση είναι πολλοί και σε αρκετούς ο τρόπος δράσης είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Μερικοί από αυτούς είναι:
• Η δύναμη με την οποία ο καρδιακός μυς προωθεί το αίμα.
• Η συνολική ποσότητα το αίματος που κυκλοφορεί στο σώμα.
• Η γενική κατάσταση των αρτηριών και κυρίως η αντίστασή τους στην
κυκλοφορία του αίματος.

Υπάρχει σημαντική μεταβολή της αρτηριακής πίεσης κατά το 24ωρο

Κατά τη διάρκεια του 24ώρου μια περιοδική αλλαγή συμβαίνει όχι μόνο στην αρτηριακή πίεση, αλλά και στη λειτουργία της καρδιάς και σε άλλα μέρη του κυκλοφορικού συστήματος.
Φυσιολογικά η αρτηριακή πίεση κυμαίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας, πέφτει κατά τη νύχτα, αλλά τις πρώτες πρωινές ώρες αυξάνεται και η πρωινή πίεση είναι συνήθως η μεγαλύτερη της ημέρας. Η αυξημένη πίεση το πρωί πιστεύεται ότι είναι η αιτία αρκετών καρδιακών επεισοδίων, που είναι αλήθεια ότι συμβαίνουν συχνότερα τις πρώτες πρωινές ώρες. Οι υπερτασικοί παρουσιάζουν επίσης διακυμάνσεις, αλλά σε υψηλότερες τιμές αρτηριακής πίεσης.
Το τι κάνουμε και πώς αισθανόμαστε οποιαδήποτε στιγμή, μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στην αρτηριακή πίεση. Για παράδειγμα, μπορεί η πίεση να αυξηθεί, αν είμαστε εκνευρισμένοι και να μειωθεί, αν είμαστε ήρεμοι.

Ποιες τιμές αρτηριακής πίεσης χαρακτηρίζουμε ως υπέρταση

Η σύγχρονη επιστημονική άποψη είναι ότι η φυσιολογική αρτηριακή πίεση στους ενήλικες δεν πρέπει να ξεπερνά τα 120 mmHg για τη συστολική και τα 80 mmHg για τη διαστολική. Η αρτηριακή πίεση είναι υψηλή και την ονομάζουμε υπέρταση, όταν η συστολική ή η διαστολική ή και οι δύο αυξάνονται και παραμένουν πάνω από τα όρια 140 και 90 mmHg αντίστοιχα.
Η αρτηριακή πίεση μεταξύ 120 – 140 mmHg για τη συστολική και 80 – 90 mmHg για τη διαστολική, δηλαδή μεταξύ της φυσιολογικής και της υπέρτασης, ονομάζεται Προϋπέρταση, επειδή συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης στο μέλλον και αφορά μεγάλο μέρος του γενικού πληθυσμού.

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΗΣ Α.Π.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΣΤΟΛΙΚΗ
Φυσιολογική πίεση < 120 και < 80
Προϋπέρταση 120 – 140 ή 80 – 90
ΥΠΕΡΤΑΣΗ
Υπέρταση σταδίου 1 140 – 160 ή 90 – 100
Υπέρταση σταδίου 2 > 160 ή > 100

Τι προκαλεί την υπέρταση

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η υπέρταση είναι αποτέλεσμα του άγχους, της καθιστικής ζωής, της παχυσαρκίας και γενικά της έντασης. Η πραγματικότητα είναι ότι ούτε οι γιατροί γνωρίζουν την ακριβή αιτία της δημιουργίας της, τουλάχιστον για το 90-95% των περιπτώσεων και πιστεύουν ότι οφείλεται σε συνδυασμό πολλών παραγόντων (κυρίως της κληρονομικότητας, της καθιστικής ζωής, της παχυσαρκίας, της μακροχρόνιας πρόσληψης αυξημένης ποσότητας αλατιού, κ.α.), γι’ αυτό και συνήθως μιλάμε για “πρωτοπαθή υπέρταση” ή “ιδιοπαθή υπέρταση”. Στο μικρό αριθμό των περιπτώσεων – κάτω από το 10% που η αιτία είναι γνωστή, την ονομάζουμε “δευτεροπαθή υπέρταση”.
Αιτίες της δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι βλάβες των νεφρών, αλλοιώσεις των αγγείων, ορμονικές διαταραχές και συγγενείς ανωμαλίες. Μερικές από αυτές τις περιπτώσεις μπορούν να διορθωθούν με εγχείρηση ή να ελεγχθούν με φάρμακα.
Άλλες περιπτώσεις μπορεί να οφείλονται σε φάρμακα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η αρτηριακή πίεση επανέρχεται στο φυσιολογικό μετά την τροποποίηση της δόσης ή τη διακοπή αυτών των φαρμάκων.

Ποια είναι τα συμπτώματα της υπέρτασης

Η υπέρταση συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα ή προειδοποιητικά σημεία, αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο περισσότερος κόσμος. Συνήθως δε νιώθουμε την πίεση, ακόμα και όταν είναι ασυνήθιστα υψηλή. Λίγα άτομα μπορεί να έχουν συμπτώματα, όπως πονοκέφαλο, αδιαθεσία ή ρινορραγία, τα οποία μπορεί να οφείλονται σε άλλες παθολογικές καταστάσεις.
Οι ρινορραγίες συνήθως δεν οφείλονται στην υπέρταση και στο σύνολο σχεδόν των περιπτώσεων προέρχονται από τη ρήξη κάποιας φλέβας. H μεγάλη αύξηση της πίεσης που συχνά παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα του πανικού λόγω της αιμορραγίας και μειώνεται μόλις ηρεμήσει ο ασθενής, χωρίς τη χρήση φαρμάκων.
Έτσι η συντριπτική πλειοψηφία των υπερτασικών δεν γνωρίζει ότι έχει υψηλή αρτηριακή πίεση, εκτός αν τη μετρήσει τυχαία.

Ποιος πάσχει από υπέρταση

Θεωρητικά θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Πολλοί πιστεύουν ότι μόνο ο αγχώδης και νευρικός τύπος ανθρώπου πάσχει. Τα στοιχεία όμως δείχνουν ότι ακόμη και οι ήρεμοι άνθρωποι μπορεί να έχουν υπέρταση, η οποία τελικά θεωρείται μια συνηθισμένη ασθένεια.
Οι στατιστικές πάντως δείχνουν ότι οι ακόλουθες καταστάσεις συμβάλλουν με κάποιον τρόπο στην παρουσία ιδιοπαθούς υπέρτασης

Το οικογενειακό ιστορικό.

Μερικές οικογένειες φαίνεται να πάσχουν με μεγαλύτερη συχνότητα από υψηλή αρτηριακή πίεση. Αν και οι δύο γονείς έχουν υπέρταση, ο κίνδυνος να παρουσιάσουν και τα παιδιά τους είναι περίπου 70%.

Η ηλικία.
Η υπέρταση μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι πιο συχνή στους ηλικιωμένους. Σχεδόν οι μισοί άνθρωποι πάνω από την ηλικία των 65 ετών έχουν υπέρταση, της οποίας η διάγνωση γίνεται συνήθως μεταξύ των 35 και των 50 ετών.

Το φύλο.

Πριν από την ηλικία των 50 ετών η υπέρταση παρουσιάζεται πιο συχνά στους άνδρες. Η συχνότητα εμφάνισής της στις γυναίκες αλλάζει μετά την εμμηνόπαυση, γιατί μειώνεται η φυσική άμυνα που προσφέρουν στον οργανισμό τα οιστρογόνα και μετά την ηλικία των 50 – 55 ετών πιο πολλές γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες πάσχουν από υπέρταση.

Η φυλή.

Έχει παρατηρηθεί ότι η υπέρταση είναι πολύ πιο συχνή στη μαύρη φυλή (σχεδόν τριπλάσια) απ’ ό,τι στη λευκή, για όλες τις ηλικίες μετά την εφηβεία. Επίσης, για ένα συγκεκριμένο επίπεδο υψηλής αρτηριακής πίεσης, μεγαλύτερες βλάβες οργάνων συμβαίνουν στα άτομα της μαύρης φυλής απ’ ό,τι της λευκής.

Το σωματικό βάρος.

Η υψηλή αρτηριακή πίεση παρατηρείται συχνότερα σε παχύσαρκα άτομα, τα οποία αποτελούν πλέον το ένα τρίτο του πληθυσμού στις αναπτυγμένες χώρες. Απώλεια σωματικού βάρους συνοδεύεται από πτώση της αρτηριακής πίεσης. Υπολογίζεται ότι στην ηλικία των 40 – 50 ετών οι παχύσαρκοι παρουσιάζουν πέντε φορές συχνότερα υπέρταση.

Το αλάτι.

Έχει βρεθεί ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της υπέρτασης και της κατανάλωσης αλατιού. Ο μέτριος περιορισμός του αλατιού στη διατροφή μας αποδεδειγμένα μειώνει την αρτηριακή πίεση και οι άνθρωποι που έχουν την τάση να παρουσιάζουν υψηλή πίεση είναι πολύ πιθανόν να τη χειροτερεύουν τρώγοντας αλατισμένα φαγητά.

Το άγχος.
Το άγχος μπορεί να οδηγήσει σε επίμονη υπέρταση, αν και δεν παύουν να υπάρχουν αμφιβολίες από πολλούς επιστήμονες. Για να εμφανίσει κάποιος υπέρταση δεν έχει σημασία μόνο το μέγεθος του στρες στο οποίο εκτίθεται, αλλά και ο τρόπος που το αντιμετωπίζει.

Τα αντισυλληπτικά χάπια.

Τα αντισυλληπτικά αυξάνουν την αρτηριακή πίεση σε μια μερίδα γυναικών, ιδιαίτερα σε εκείνες με αυξημένο σωματικό βάρος ή με θετικό κληρονομικό ιστορικό υπέρτασης. Οι γυναίκες αυτές, εκτός του ότι πρέπει να ελέγχουν τακτικά την πίεσή τους, πρέπει να δοκιμάσουν άλλες μεθόδους αντισύλληψης μετά από συζήτηση με το γιατρό τους ή σε κέντρα οικογενειακού προγραμματισμού.

Η εγκυμοσύνη.

Φυσιολογικά, η αρτηριακή πίεση πέφτει στους τρεις πρώτους μήνες της κύησης, ακόμη και σε γυναίκες που είναι υπερτασικές. Μπορεί να αυξηθεί όμως αργότερα, προς τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης. Η υπέρταση που εμφανίζεται κατά την εγκυμοσύνη είναι σοβαρό πρόβλημα για τη μητέρα και το έμβρυο και χρειάζεται σωστή παρακολούθηση και θεραπεία με φάρμακα, ιδίως τις εβδομάδες πριν από τον τοκετό. Μετά τον τοκετό συνήθως η πίεση επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα. Σε σοβαρές περιπτώσεις η έγκυος αναπτύσσει τοξιναιμία της κύησης, μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση για τη ζωή της.
H υπέρταση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης απαιτεί μεγάλη προσοχή και ειδική παρακολούθηση, γιατί η επιλογή των φαρμάκων για την καταπολέμησή της είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό ότι η υπέρταση δεν αποτελεί αντένδειξη για τις γυναίκες που θέλουν να αποκτήσουν παιδί.

Άλλοι παράγοντες.

Άλλοι παράγοντες ή καταστάσεις που μπορεί να σχετίζονται με την αύξηση της αρτηριακής πίεσης είναι η μειωμένη σωματική άσκηση, η κατάχρηση αλκοόλ, ο σακχαρώδης διαβήτης, οι παθήσεις του θυρεοειδούς, το κάπνισμα κλπ.

Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης.

Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης περιγράφεται με δύο αριθμούς. Ο πρώτος αντιστοιχεί στη συστολική πίεση και ο δεύτερος στη διαστολική. Και οι δύο πιέσεις μετρώνται σε mm της στήλης υδραργύρου (Hg). Η αρτηριακή πίεση μετριέται με μια συσκευή που λέγεται σφυγμομανόμετρο (πιεσόμετρο). Η συσκευή αυτή αποτελείται από μια περιχειρίδα, μια ελαστική “φούσκα” και από ένα μανόμετρο (μετρητή της πίεσης).

Η συστολική πίεση.

Προσαρμόζουμε την περιχειρίδα στον βραχίονα 2-3 εκατοστά πάνω από τον αγκώνα προσέχοντας το μανίκι να μην είναι σφικτό. Φουσκώνουμε τον αεροθάλαμο, έτσι ώστε η ένδειξη του μανόμετρου ν’ ανέβει και να διακοπεί η ροή του αίματος στην αρτηρία του βραχίονα. Τοποθετούμε το στηθοσκόπιο κάτω από την περιχειρίδα, επάνω στην αρτηρία, στο ύψος του αγκώνα και ξεφουσκώνουμε σιγά – σιγά τον αεροθάλαμο. Η ένδειξη πίεσης στο μανόμετρο πέφτει. Σημειώνουμε την τιμή στον πρώτο κτύπο που ακούγεται. Είναι ο ήχος που παράγεται από τη διάταση της αρτηρίας και γίνεται αντιληπτός τη στιγμή που η πίεση στην περιχειρίδα θα γίνει λίγο μικρότερη από την πίεση στην αρτηρία. Αυτή η μέτρηση αντιστοιχεί στη συστολική αρτηριακή πίεση.

Η διαστολική πίεση.

Όσο περισσότερο ξεφουσκώνουμε την περιχειρίδα, τόσο η ένδειξη στο μανόμετρο συνεχίζει να πέφτει. Συγκρατούμε την ένδειξη στην οποία σταματούν να ακούγονται κτύποι στο στηθοσκόπιο. Αυτή αντιστοιχεί στη διαστολική πίεση και αντιπροσωπεύει την πίεση της αρτηρίας που βρίσκεται σε χαλάρωση ανάμεσα στις συστολές της καρδιάς.
Σε μερικές περιπτώσεις, ειδικά στους ηλικιωμένους, οι κτύποι μπορεί να ακούγονται μέχρι και το μηδέν. Ο γιατρός θα μας εξηγήσει και θα μας βοηθήσει στο σωστό υπολογισμό.

Είδη πιεσόμετρων:

Υπάρχουν τρία είδη πιεσόμετρων, ανάλογα με το μανόμετρο που περιέχουν: τα υδραργυρικά, τα μεταλλικά και τα ηλεκτρονικά. Πιο ακριβή θεωρούνται τα υδραργυρικά πιεσόμετρα, αλλά δεν είναι πρακτικά για χρήση στο σπίτι. Τα ηλεκτρονικά θεωρούνται εξίσου καλά με τα μεταλλικά και είναι πιο εύκολα στη χρήση, αλλά πρέπει να ελέγχονται περιοδικά (περίπου κάθε χρόνο) για την ακρίβειά τους, συγκρινόμενα με υδραργυρική συσκευή. Επιπρόσθετα το μέγεθος της περιχειρίδας που θα επιλέξουμε πρέπει να είναι το κατάλληλο για το χέρι μας. Σε άτομα με παχύ μπράτσο (>30 εκ.) πρέπει να χρησιμοποιούμε μεγαλύτερες περιχειρίδες.

Πότε πρέπει να μετράμε την πίεση;

Ακόμα και όταν αισθανόμαστε υγιείς, είναι πολύ σημαντικό να ελέγχουμε την αρτηριακή μας πίεση. Αν η πίεση δεν ξεπερνά τα 140/90 mmHg και είμαστε ελεύθεροι από τους υπόλοιπους παράγοντες κινδύνου, πρέπει να τη μετρήσουμε μετά από ένα εξάμηνο έως το αργότερο μετά από ένα χρόνο. Σε άλλες περιπτώσεις τη μετράμε συχνότερα και συμβουλευόμαστε το γιατρό.

Πώς γίνεται η διάγνωση της υπέρτασης

Η διάγνωση της υπέρτασης γίνεται μόνο με το πιεσόμετρο.
Αν η αρτηριακή πίεση σε μια πρώτη επίσκεψη βρεθεί μεγαλύτερη από την κανονική, τότε ο γιατρός θα μας ξανακαλέσει για συμπληρωματικές μετρήσεις μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων ή και περισσότερο, για να βεβαιωθεί ότι έχουμε υπέρταση. Γι’ αυτό, αν μία μεμονωμένη μέτρηση δείξει ότι η πίεση είναι ανεβασμένη, αυτό δεν σημαίνει ότι ο ασθενής πάσχει από υπέρταση.
H διάγνωση της υπέρτασης γίνεται όταν, ύστερα από διαδοχικές μετρήσεις, τουλάχιστον τρεις, διαπιστώνονται η άνοδος και η παραμονή των τιμών της πίεσης πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Φυσικά αυτό δεν πρέπει να σημαίνει εξάρτηση από το πιεσόμετρο, γιατί η μέτρηση της πίεσης πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας οδηγεί στην …αύξησή της.
Η αρτηριακή πίεση μεταβάλλεται πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας και από μέρα σε μέρα. Επηρεάζεται επίσης από άλλους παράγοντες, όπως η συναισθηματική κατάσταση και η σωματική κόπωση. Σε συνθήκες φόβου, πανικού ή εκνευρισμού, η πίεση μπορεί να αυξηθεί πολύ, αλλά δεν είναι αντιπροσωπευτική της “πραγματικής” πίεσης.
Γι’ αυτούς τους λόγους έχει επικρατήσει ο έλεγχος της πίεσης να γίνεται σε ήσυχο χώρο, χωρίς εκνευριστικές συζητήσεις, με τον ασθενή να κάθεται άνετα τουλάχιστον για πέντε λεπτά, με το χέρι του να στηρίζεται σε ένα τραπέζι, χωρίς να έχει καπνίσει ή να έχει πιει καφέ τα τελευταία τριάντα λεπτά.
Η αρτηριακή πίεση παρουσιάζει μια μικρή διαφορά μεταξύ των δύο χεριών. Έτσι, αν ο γιατρός υποψιάζεται ότι έχουμε υπέρταση, θα μετρήσει την πίεση και στα δύο χέρια κατά την πρώτη επίσκεψη και μάλιστα δύο ή και τρεις φορές. Το χέρι που θα έχει τη μεγαλύτερη πίεση θα χρησιμοποιηθεί και για τις μελλοντικές μετρήσεις. Η πίεση επίσης λαμβάνεται σε όρθια και καθιστή θέση. Αν αυτές οι μετρήσεις δείξουν ότι έχουμε υπέρταση, τότε ο γιατρός θα ρωτήσει για το ιατρικό ιστορικό μας, θα μας εξετάσει και θα παραγγείλει κάποιες εργαστηριακές εξετάσεις.

Το ιατρικό ιστορικό.

Ο γιατρός θα ρωτήσει σχετικά με την κατάσταση της υγείας μας κατά το παρελθόν και για τον τρόπο ζωής μας. Οι απαντήσεις τού παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την κατάστασή μας και για τη θεραπεία που θα επιλέξει. Είναι επομένως προς όφελός μας οι απαντήσεις να είναι ακριβείς και ειλικρινείς.
Μερικά πράγματα που θα θελήσει να μάθει ο γιατρός είναι
• Αν είχαμε συμπτώματα, όπως αδυναμία, ρινορραγία, πονοκεφάλους, πόνο στο στήθος, αίσθημα παλμών και άλλα, που μπορεί να σχετίζονται με υψηλή πίεση και καρδιακές παθήσεις.
• Αν παίρναμε φάρμακα για κρυολόγημα, για αρθρίτιδα, ανορεκτικά, αντισυλληπτικά και άλλα, που είναι πιθανό να τροποποιούν την πίεσή μας.
• Αν άλλα μέλη της οικογένειας ακολουθούν θεραπεία για υπέρταση, νεφρικές παθήσεις, καρδιακά προβλήματα, εγκεφαλικά επεισόδια ή άλλες σχετικές ασθένειες.
• Αν η δουλειά μας, οι οικογενειακές μας σχέσεις, οι συνήθειες, η διατροφή, η ιδιοσυγκρασία μας μπορούν να σχετίζονται με την υπέρταση.
• Αν έχουμε συμπτώματα που συνδυάζονται με δευτεροπαθείς αιτίες υπέρτασης.
• Αν σε προηγούμενες εξετάσεις μας υπήρχαν αυξημένες τιμές χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων, σακχάρου, ουρίας, ορμονών θυρεοειδούς κλπ.

Η κλινική εξέταση.
Ο γιατρός θα μας εξετάσει για να διαπιστώσει αν η υπέρταση έχει προκαλέσει βλάβες στην καρδιά, στα αγγεία, στα νεφρά, στα μάτια ή για σημεία που θα τον οδηγήσουν σε πάθηση η οποία μπορεί να είναι η αιτία της πίεσής μας. Τα αγγεία του ματιού παρέχουν πολύ πρώιμα σημεία βλάβης και γι’ αυτό συχνά εξετάζονται από το γιατρό με τη βοήθεια του οφθαλμοσκοπίου. Είναι τα μόνα αγγεία που μπορούν να εξεταστούν δια γυμνού οφθαλμού και δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την κατάσταση των αρτηριών όλου του σώματος.
Οι καρδιακοί τόνοι εξετάζονται με το στηθοσκόπιο και οποιαδήποτε αλλαγή μπορεί να είναι ενδεικτική της επίδρασης της υπέρτασης στη λειτουργικότητα της καρδιάς. Θα γίνει ακρόαση των πνευμόνων. Θα ελεγχθεί επίσης ο σφυγμός για σημεία που υποδηλώνουν μειωμένη αιματική ροή. Θα ελεγχθεί το σωματικό βάρος και θα ληφθούν δείγματα αίματος και ούρων για εργαστηριακές αναλύσεις. Επίσης θα γίνει ηλεκτροκαρδιογράφημα, ακτινογραφία θώρακος και ίσως υπερηχοκαρδιογράφημα. Η διερεύνηση του υπερτασικού ασθενούς, ιδίως με εξετάσεις επεμβατικές ή πολύπλοκες, θα πρέπει να αποφεύγεται και να διενεργείται μόνο εφόσον υπάρχει υπόνοια συγκεκριμένης νόσου, που μπορεί να ευθύνεται για την αρτηριακή υπέρταση.

Ο γιατρός μάς… ανεβάζει την πίεση!

Σε ένα ποσοστό ασθενών η αρτηριακή πίεση όταν μετριέται στο ιατρείο είναι αυξημένη, ενώ στο περιβάλλον του ασθενούς και όλη την ημέρα κυμαίνεται σε φυσιολογικά επίπεδα. Αυτή η περίπτωση είναι γνωστή ως υπέρταση της ‘‘λευκής μπλούζας’’, αφορά περίπου το 10% του γενικού πληθυσμού και κύριο αίτιό της είναι ο φόβος του ασθενούς για το περιβάλλον του νοσοκομείου αλλά και το γιατρό.
Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι πάσχετε από υπέρταση. Ο γιατρός μπορεί να περιμένει λίγο να ηρεμήσετε και, αν δεν μπορείτε, τότε προτείνει να μετρήσετε την πίεση μόνοι σας στο ήσυχο περιβάλλον του σπιτιού, οπότε οι τιμές να είναι οι πραγματικές.
Σε αυτές τις περιπτώσεις αλλά και σε άλλες, που ο γιατρός χρειάζεται να σιγουρευτεί για την ύπαρξη υπέρτασης αλλά και την επιτυχία της φαρμακευτικής αγωγής, χρησιμοποιεί το Holter πίεσης, ένα είδος πιεσόμετρου που ο ασθενής το φοράει στο χέρι του επί 24 ώρες. Η 24ωρη καταγραφή της αρτηριακής πίεσης, όπως είναι πιο σωστό να ονομάζεται, έχει ως πλεονέκτημα την καταγραφή της πίεσης σε πιο ρεαλιστικές συνθήκες, αντιπροσωπευτικές της φυσιολογικής συμπεριφοράς και δραστηριότητας του ατόμου. Οι φυσιολογικές τιμές των μετρήσεων εκτός ιατρείου είναι συνήθως χαμηλότερες από τις αντίστοιχες στο ιατρείο.
Η 24ωρη καταγραφή της πίεσης δεν είναι απαραίτητη σε όλα τα υπερτασικά άτομα, είναι όμως χρήσιμη σε επιλεγμένες περιπτώσεις, κυρίως για τη διάγνωση της υπέρτασης της “λευκής μπλούζας” και της συγκαλυμμένης υπέρτασης.

Συγκαλυμμένη υπέρταση.

Πρόκειται για το αντίστροφο φαινόμενο της υπέρτασης της “λευκής μπλούζας”, δηλαδή φυσιολογική πίεση στο ιατρείο αλλά αυξημένη εκτός ιατρείου, το οποίο συναντάται περίπου στο 10% των υπερτασικών. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η συγκαλυμμένη υπέρταση συνδέεται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, περίπου όσο και η συνήθης υπέρταση. Η διάγνωση βασίζεται στην 24ωρη καταγραφή της πίεσης με Holter και η αποκάλυψή της αποτελεί ένδειξη για θεραπεία.

Γιατί είναι τόσο σημαντική η θεραπεία της υπέρτασης

Παρ’ όλο που μπορεί να αισθανόμαστε καλά και χωρίς θεραπεία, ο πιο σημαντικός λόγος αντιμετώπισης της υπέρτασης είναι η παρεμπόδιση των σημαντικών της επιπτώσεων, που είναι τα καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια, η νεφρική ανεπάρκεια, η τύφλωση και γενικά η καταστροφή των αγγείων. Σύμφωνα με στατιστικές, ακόμη και ήπια υπέρταση μπορεί να μειώσει το λεγόμενο “προσδόκιμο επιβίωσης”, δηλαδή τα χρόνια που κατά μέσον όρο προβλέπεται να ζήσουμε. Μπορεί να έχουμε υπέρταση 10 ή και 20 χρόνια χωρίς να έχουμε κάποια συμπτώματα, αλλά μερικές σημαντικές μόνιμες βλάβες σε διάφορα όργανα του σώματος να έχουν ήδη συμβεί.
Όταν η αρτηριακή πίεση παραμένει σταθερά υψηλή, πιέζει τα τοιχώματα των αγγείων με επιπρόσθετη δύναμη. Ο μυϊκός χιτώνας των μεγάλων αρτηριών (π.χ. της αορτής) γίνεται σκληρός και παχύνεται. Έτσι τα αγγεία χάνουν την ελαστικότητά τους, ο αυλός γίνεται στενότερος και τα τοιχώματα πιο δύσκαμπτα. Η στένωση των αγγείων έχει συνέπεια την περαιτέρω αύξηση της αρτηριακής πίεσης και βέβαια τη μείωση της προσφοράς αίματος στα ζωτικά όργανα και επομένως τη δυσλειτουργία τους. Όσο μεγαλώνουμε εξάλλου, οι αρτηρίες σκληραίνουν και χάνουν την ελαστικότητά τους. Η υπέρταση επιταχύνει τη διαδικασία της σκλήρυνσης στα μεγάλα αλλά και στα μικρά αγγεία. Όσο συνεχίζεται αυτός ο κύκλος, αυξάνεται και ο κίνδυνος των σοβαρών επιπλοκών.
Η υψηλή αρτηριακή πίεση δυσχεραίνει την προσπάθεια της καρδιάς να προωθήσει το αίμα, ειδικά όταν έχουμε παχυσμένα και στενωμένα αγγεία και την αναγκάζει να συστέλλεται εντονότερα. Τελικά, αυτή η υπερπροσπάθεια της καρδιάς καταλήγει πρώτα στην υπερτροφία των τοιχωμάτων της, η οποία από μόνη της είναι επικίνδυνη για ανάπτυξη καρδιαγγειακών επιπλοκών και στη συνέχεια στην ελάττωση της ικανότητας του καρδιακού μυός να κυκλοφορήσει το αίμα, μια κατάσταση που ονομάζεται “καρδιακή ανεπάρκεια”.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.